Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Job 30


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Mas ahora ríense de mí los que son más jóvenes que yo, a cuyos padres no juzgaba yo dignos de mezclar con los perros de mi grey.1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
2 Aun la fuerza de sus manos, ¿para qué me servía?; había decaído todo su vigor,2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
3 agotado por el hambre y la penuria. Roían las raíces de la estepa, lugar sombrío de ruina y soledad.3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?
4 Recogían armuelle por los matorrales, eran su pan raíces de retama.4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
5 De entre los hombres estaban expulsados, tras ellos se gritaba como tras un ladrón.5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.
6 Moraban en las escarpas de los torrentes, en las grietas del suelo y de las rocas.6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
7 Entre los matorrales rebuznaban, se apretaban bajo los espinos.7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?
8 Hijos de abyección, sí, ralea sin nombre, echados a latigazos del país.8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
9 ¡Y ahora soy yo la copla de ellos, el blanco de sus chismes!9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
10 Horrorizados de mí, se quedan a distancia, y sin reparo a la cara me escupen.10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
11 Porque él ha soltado mi cuerda y me maltrata, ya tiran todo freno ante mí.11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
12 Una ralea se alza a mi derecha, exploran si me encuentro tranquilo, y abren hacia mí sus caminos siniestros.12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
13 Mi sendero han destruido, para perderme se ayudan, y nada les detiene;13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
14 como por ancha brecha irrumpen, se han escurrido bajo los escombros.14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
15 Los terrores se vuelven contra mí, como el viento mi dignidad es arrastrada; como una nube ha pasado mi ventura.15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
16 Y ahora en mí se derrama mi alma, me atenazan días de aflicción.16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
17 De noche traspasa el mal mis huesos, y no duermen las llagas que me roen.17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
18 Con violencia agarra él mi vestido, me aferra como el cuello de mi túnica.18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
19 Me ha tirado en el fango, soy como el polvo y la ceniza.19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
20 Grito hacia ti y tú no me respondes, me presento y no me haces caso.20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.
21 Te has vuelto cruel para conmigo, tu mano vigorosa en mí se ceba.21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
22 Me llevas a caballo sobre el viento, me zarandeas con la tempestad.22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
23 Pues bien sé que a la muerte me conduces, al lugar de cita de todo ser viviente.23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
24 Y sin embargo, ¿he vuelto yo la mano contra el pobre, cuando en su angustia justicia reclamaba?24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
25 ¿No he llorado por el que vive en estrechez? ¿no se ha apiadado mi alma del mendigo?25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
26 Yo esperaba la dicha, y llegó la desgracia, aguardaba la luz, y llegó la oscuridad.26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
27 Me hierven las entrañas sin descanso, me han alcanzado días de aflicción.27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
28 Sin haber sol, ando renegrido, me he levantado en la asamblea, sólo para gritar.28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
29 Me he hecho hermano de chacales y compañero de avestruces.29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
30 Mi piel se ha ennegrecido sobre mí, mis huesos se han quemado por la fiebre.30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
31 ¡Mi cítara sólo ha servido para el duelo, mi flauta para la voz de plañidores!31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.