Sprichwörter 31
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Worte an Lemuël, den König von Massa, mit denen ihn seine Mutter ermahnt hat: | 1 Οι λογοι του βασιλεως Λεμουηλ, ο χρησμος, τον οποιον η μητηρ αυτου εδιδαξεν αυτον. |
2 Was soll ich dir sagen, Lemuël, mein Erstgeborener, du Sohn meines Schoßes, was, du Sohn meiner Gelübde? | 2 Τι, υιε μου; και τι, τεκνον της κοιλιας μου; και τι, υιε των ευχων μου; |
3 Gib deine Kraft nicht den Frauen hin, dein Tun und Treiben nicht denen, die Könige verderben. | 3 Μη δωσης τας δυναμεις σου εις τας γυναικας, μηδε τας οδους σου εις τας αφανιστριας των βασιλεων. |
4 Könige sollen sich nicht, Lemuël, Könige sollen sich nicht mit Wein betrinken, Fürsten nicht berauschenden Trank begehren. | 4 Δεν ειναι των βασιλεων, Λεμουηλ, δεν ειναι των βασιλεων να πινωσιν οινον, ουδε των ηγεμονων, σικερα? |
5 Er könnte beim Trinken seine Pflicht vergessen und das Recht aller Notleidenden verdrehen. | 5 μηποτε πιοντες λησμονησωσι τον νομον και διαστρεψωσι την κρισιν τινος τεθλιμμενου. |
6 Gebt berauschenden Trank dem, der zusammenbricht, und Wein denen, die im Herzen verbittert sind. | 6 Διδετε σικερα εις τους τεθλιμμενους, και οινον εις τους πεπικραμενους την ψυχην? |
7 Ein solcher möge trinken und seine Armut vergessen und nicht mehr an seine Mühsal denken. | 7 δια να πιωσι και να λησμονησωσι την πτωχειαν αυτων και να μη ενθυμωνται πλεον την δυστυχιαν αυτων. |
8 Öffne deinen Mund für den Stummen, für das Recht aller Schwachen! | 8 Ανοιγε το στομα σου υπερ του αφωνου, υπερ της κρισεως παντων των εγκαταλελειμμενων. |
9 Öffne deinen Mund, richte gerecht, verschaff dem Bedürftigen und Armen Recht! | 9 Ανοιγε το στομα σου, κρινε δικαιως, και υπερασπιζου τον πτωχον και τον ενδεη. |
10 Eine tüchtige Frau, wer findet sie? Sie übertrifft alle Perlen an Wert. | 10 Γυναικα εναρετον τις θελει ευρει; διοτι η τοιαυτη ειναι πολυ τιμιωτερα υπερ τους μαργαριτας. |
11 Das Herz ihres Mannes vertraut auf sie und es fehlt ihm nicht an Gewinn. | 11 Η καρδια του ανδρος αυτης θαρρει επ' αυτην, και δεν θελει στερεισθαι αφθονιας. |
12 Sie tut ihm Gutes und nichts Böses alle Tage ihres Lebens. | 12 Θελει φερει εις αυτον καλον και ουχι κακον, πασας τας ημερας της ζωης αυτης. |
13 Sie sorgt für Wolle und Flachs und schafft mit emsigen Händen. | 13 Ζητει μαλλιον και λιναριον και εργαζεται ευχαριστως με τας χειρας αυτης. |
14 Sie gleicht den Schiffen des Kaufmanns: Aus der Ferne holt sie ihre Nahrung. | 14 Ειναι ως τα πλοια των εμπορων? φερει την τροφην αυτης απο μακροθεν. |
15 Noch bei Nacht steht sie auf, um ihrem Haus Speise zu geben [und den Mägden, was ihnen zusteht]. | 15 Και εγειρεται ενω ειναι ετι νυξ και διδει τροφην εις τον οικον αυτης, και εργα εις τας θεραπαινας αυτης. |
16 Sie überlegt es und kauft einen Acker, vom Ertrag ihrer Hände pflanzt sie einen Weinberg. | 16 Θεωρει αγρον και αγοραζει αυτον? εκ του καρπου των χειρων αυτης φυτευει αμπελωνα. |
17 Sie gürtet ihre Hüften mit Kraft und macht ihre Arme stark. | 17 Ζωνει την οσφυν αυτης με δυναμιν, και ενισχυει τους βραχιονας αυτης. |
18 Sie spürt den Erfolg ihrer Arbeit, auch des Nachts erlischt ihre Lampe nicht. | 18 Αισθανεται οτι το εμποριον αυτης ειναι καλον? ο λυχνος αυτης δεν σβυνεται την νυκτα. |
19 Nach dem Spinnrocken greift ihre Hand, ihre Finger fassen die Spindel. | 19 Βαλλει τας χειρας αυτης εις το αδρακτιον και κρατει εν τη χειρι αυτης την ηλακατην. |
20 Sie öffnet ihre Hand für den Bedürftigen und reicht ihre Hände dem Armen. | 20 Ανοιγει την χειρα αυτης εις τους πτωχους και εκτεινει τας χειρας αυτης προς τους ενδεεις. |
21 Ihr bangt nicht für ihr Haus vor dem Schnee; denn ihr ganzes Haus hat wollene Kleider. | 21 Δεν φοβειται την χιονα δια τον οικον αυτης? διοτι πας ο οικος αυτης ειναι ενδεδυμενοι διπλα. |
22 Sie hat sich Decken gefertigt, Leinen und Purpur sind ihr Gewand. | 22 Καμνει εις εαυτην σκεπασματα? το ενδυμα αυτης ειναι βυσσος και πορφυρα. |
23 Ihr Mann ist in den Torhallen geachtet, wenn er zu Rat sitzt mit den Ältesten des Landes. | 23 Ο ανηρ αυτης γνωριζεται εν ταις πυλαις, οταν καθηται μεταξυ των πρεσβυτερων του τοπου. |
24 Sie webt Tücher und verkauft sie, Gürtel liefert sie dem Händler. | 24 Καμνει λεπτον πανιον και πωλει? και διδει ζωνας εις τους εμπορους. |
25 Kraft und Würde sind ihr Gewand, sie spottet der drohenden Zukunft. | 25 Ισχυν και ευπρεπειαν ειναι ενδεδυμενη? και ευφραινεται δια τον μελλοντα καιρον. |
26 Öffnet sie ihren Mund, dann redet sie klug und gütige Lehre ist auf ihrer Zunge. | 26 Ανοιγει το στομα αυτης εν σοφια? και επι της γλωσσης αυτης ειναι νομος ευμενειας. |
27 Sie achtet auf das, was vorgeht im Haus, und isst nicht träge ihr Brot. | 27 Επαγρυπνει εις την κυβερνησιν του οικου αυτης και αρτον οκνηριας δεν τρωγει. |
28 Ihre Söhne stehen auf und preisen sie glücklich, auch ihr Mann erhebt sich und rühmt sie: | 28 Τα τεκνα αυτης σηκονονται και μακαριζουσιν αυτην? ο ανηρ αυτης, και επαινει αυτην? |
29 Viele Frauen erwiesen sich tüchtig, doch du übertriffst sie alle. | 29 Πολλαι θυγατερες εφερθησαν αξιως, αλλα συ υπερεβης πασας. |
30 Trügerisch ist Anmut, vergänglich die Schönheit, nur eine gottesfürchtige Frau verdient Lob. | 30 Ψευδης ειναι η χαρις και ματαιον το καλλος? η γυνη η φοβουμενη τον Κυριον, αυτη θελει επαινεισθαι. |
31 Preist sie für den Ertrag ihrer Hände, ihre Werke soll man am Stadttor loben. | 31 Δοτε εις αυτην εκ του καρπου των χειρων αυτης? και τα εργα αυτης ας επαινωσιν αυτην εν ταις πυλαις. |