Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 14


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 In illo tempore audivit He rodes tetrarcha famam Iesu1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηκουσεν Ηρωδης ο τετραρχης την φημην του Ιησου
2 et ait puerissuis: “ Hic est Ioannes Baptista; ipse surrexit a mortuis, et ideo virtutesoperantur in eo ”.2 και ειπε προς τους δουλους αυτου? Ουτος ειναι Ιωαννης ο Βαπτιστης? αυτος ηγερθη απο των νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
3 Herodes enim tenuit Ioannem et alligavit eum et posuit incarcere propter Herodiadem uxorem Philippi fratris sui.3 Διοτι ο Ηρωδης συλλαβων τον Ιωαννην εδεσεν αυτον και εβαλεν εν φυλακη δια Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου.
4 Dicebat enim illiIoannes: “ Non licet tibi habere eam ”.4 Διοτι ελεγε προς αυτον ο Ιωαννης? Δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης αυτην.
5 Et volens illum occidere, timuitpopulum, quia sicut prophetam eum habebant.
5 Και θελων να θανατωση αυτον εφοβηθη τον οχλον, διοτι ειχον αυτον ως προφητην.
6 Die autem natalis Herodis saltavit filia Herodiadis in medio et placuitHerodi,6 Οτε δε ετελουντο τα γενεθλια του Ηρωδου, εχορευσεν η θυγατηρ της Ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν εις τον Ηρωδην?
7 unde cum iuramento pollicitus est ei dare, quodcumque postulasset.7 οθεν μεθ' ορκου ωμολογησεν εις αυτην να δωση ο, τι αν ζητηση.
8 At illa, praemonita a matre sua: “ Da mihi, inquit, hic in disco caput IoannisBaptistae ”.8 Η δε, παρακινηθεισα υπο της μητρος αυτης, Δος μοι, λεγει, εδω επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
9 Et contristatus rex propter iuramentum et eos, qui pariterrecumbebant, iussit dari9 Και ελυπηθη ο βασιλευς, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους προσεταξε να δοθη,
10 misitque et decollavit Ioannem in carcere;10 και πεμψας απεκεφαλισε τον Ιωαννην εν τη φυλακη.
11 etallatum est caput eius in disco et datum est puellae, et tulit matri suae.11 Και εφερθη η κεφαλη αυτου επι πινακι και εδοθη εις το κορασιον, και εφερεν αυτην προς την μητερα αυτης.
12 Etaccedentes discipuli eius tulerunt corpus et sepelierunt illud et venientesnuntiaverunt Iesu.
12 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εσηκωσαν το σωμα και εθαψαν αυτο, και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εις τον Ιησουν.
13 Quod cum audisset Iesus, secessit inde in navicula in locum desertum seorsum;et cum audissent, turbae secutae sunt eum pedestres de civitatibus.13 Και ακουσας ο Ιησους ανεχωρησεν εκειθεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ' ιδιαν? και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουθησαν αυτον πεζοι απο των πολεων.
14 Et exiensvidit turbam multam et misertus est eorum et curavit languidos eorum.14 Και οτε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους και εθεραπευσε τους αρρωστους αυτων.
15 Vespereautem facto, accesserunt ad eum discipuli dicentes: “ Desertus est locus, ethora iam praeteriit; dimitte turbas, ut euntes in castella emant sibi escas ”.15 Οτε δε εγεινεν εσπερα, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ερημος ειναι ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλθεν? απολυσον τους οχλους, δια να υπαγωσιν εις τας κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους τροφας.
16 Iesus autem dixit eis: “ Non habent necesse ire; date illis vos manducare”.16 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν να υπαγωσι? δοτε εις αυτους σεις να φαγωσιν.
17 Illi autem dicunt ei: “ Non habemus hic nisi quinque panes et duospisces ”.17 Οι δε λεγουσι προς αυτον? Δεν εχομεν εδω ειμη πεντε αρτους και δυο οψαρια.
18 Qui ait: “ Afferte illos mihi huc ”.18 Ο δε ειπε? Φερετε μοι αυτα εδω.
19 Et cum iussissetturbas discumbere supra fenum, acceptis quinque panibus et duobus piscibus,aspiciens in caelum benedixit et fregit et dedit discipulis panes, discipuliautem turbis.19 Και προσταξας τους οχλους να καθησωσιν επι τα χορτα, και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησε, και κοψας εδωκεν εις τους μαθητας τους αρτους, οι δε μαθηται εις τους οχλους.
20 Et manducaverunt omnes et saturati sunt; et tulerunt reliquiasfragmentorum duodecim cophinos plenos.20 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν το περισσευμα των κλασματων, δωδεκα κοφινους πληρεις.
21 Manducantium autem fuit numerus ferequinque milia virorum, exceptis mulieribus et parvulis.
21 οι δε τρωγοντες ησαν εως πεντακισχιλιοι ανδρες, εκτος γυναικων και παιδιων.
22 Et statim iussit discipulos ascendere in naviculam et praecedere eum transfretum, donec dimitteret turbas.22 Και ευθυς ηναγκασεν ο Ιησους τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να υπαγωσι προ αυτου εις το περαν, εωσου απολυση τους οχλους.
23 Et dimissis turbis, ascendit in montem solusorare. Vespere autem facto, solus erat ibi.
23 Και αφου απελυσε τους οχλους, ανεβη εις το ορος κατ' ιδιαν δια να προσευχηθη. Και οτε εγεινεν εσπερα, ητο μονος εκει.
24 Navicula autem iam multis stadiis a terra distabat, fluctibus iactata; eratenim contrarius ventus.24 Το δε πλοιον ητο ηδη εν τω μεσω της θαλασσης, βασανιζομενον υπο των κυματων? διοτι ητο εναντιος ο ανεμος.
25 Quarta autem vigilia noctis venit ad eos ambulanssupra mare.25 Εν δε τη τεταρτη φυλακη της νυκτος υπηγε προς αυτους ο Ιησους, περιπατων επι την θαλασσαν.
26 Discipuli autem, videntes eum supra mare ambulantem, turbati suntdicentes: “ Phantasma est ”, et prae timore clamaverunt.26 Και ιδοντες αυτον οι μαθηται επι την θαλασσαν περιπατουντα, εταραχθησαν, λεγοντες οτι φαντασμα ειναι, και απο του φοβου εκραξαν.
27 Statimque Iesuslocutus est eis dicens: “ Habete fiduciam, ego sum; nolite timere! ”.27 Ευθυς δε ελαλησε προς αυτους ο Ιησους λεγων? Θαρσειτε, εγω ειμαι? μη φοβεισθε.
28 Respondens autem ei Petrus dixit: “ Domine, si tu es, iube me venire ad tesuper aquas ”.28 Αποκριθεις δε προς αυτον ο Πετρος ειπε? Κυριε, εαν ησαι συ, προσταξον με να ελθω προς σε επι τα υδατα.
29 At ipse ait: “ Veni! ”. Et descendens Petrus de naviculaambulavit super aquas et venit ad Iesum.29 Ο δε ειπεν, Ελθε. Και καταβας απο του πλοιου ο Πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα, δια να ελθη προς τον Ιησουν.
30 Videns vero ventum validum timuitet, cum coepisset mergi, clamavit dicens: “ Domine, salvum me fac! ”.30 Βλεπων ομως τον ανεμον δυνατον εφοβηθη, και αρχισας να καταποντιζηται, εκραξε λεγων? Κυριε, σωσον με.
31 Continuo autem Iesus extendens manum apprehendit eum et ait illi: “ Modicaefidei, quare dubitasti? ”.31 Και ευθυς ο Ιησους εκτεινας την χειρα επιασεν αυτον και λεγει προς αυτον? Ολιγοπιστε, εις τι εδιστασας;
32 Et cum ascendissent in naviculam, cessavitventus.32 Και αφου εισηλθον εις το πλοιον, επαυσεν ο ανεμος?
33 Qui autem in navicula erant, adoraverunt eum dicentes: “ VereFilius Dei es! ”.
33 οι δε εν τω πλοιω ελθοντες προσεκυνησαν αυτον, λεγοντες? Αληθως Θεου Υιος εισαι.
34 Et cum transfretassent, venerunt in terram Gennesaret.34 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ.
35 Et cum cognovissenteum viri loci illius, miserunt in universam regionem illam et obtulerunt eiomnes male habentes,35 Και γνωρισαντες αυτον οι ανθρωποι του τοπου εκεινου, απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας,
36 et rogabant eum, ut vel fimbriam vestimenti eiustangerent; et, quicumque tetigerunt, salvi facti sunt.
36 και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι μονον το ακρον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγισαν ιατρευθησαν.