Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 24


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Ma il primo giorno della settimana, la mattina prestissimo, andarono al sepolcro a portare gli aromi preparati.1 Την δε πρωτην ημεραν της εβδομαδος, ενω ητο ορθρος βαθυς, ηλθον εις το μνημα φερουσαι τα οποια ητοιμασαν αρωματα, και αλλαι τινες μετ' αυτων.
2 E trovarono ribaltata la pietra del sepolcro.2 Ευρον δε τον λιθον αποκεκυλισμενον απο του μνημειου,
3 Ma, entrate, non trovarono il corpo del Signore Gesù.3 και εισελθουσαι δεν ευρον το σωμα του Κυριου Ιησου.
4 E mentre stavano perplesse di ciò, ecco apparir loro duo personaggi in veste sfolgorante, i quali,4 Και ενω ησαν εν απορια περι τουτου, ιδου, δυο ανδρες εσταθησαν εμπροσθεν αυτων με ιματια αστραπτοντα.
5 siccome esse erano impaurite e chinavano il viso a terra, loro dissero: Perchè cercate il vivente tra i morti?5 Καθως δε αυται εφοβηθησαν και εκλινον το προσωπον εις την γην, ειπον προς αυτας? Τι ζητειτε τον ζωντα μετα των νεκρων;
6 Non è più qui; è risorto; ricordatevi di quanto vi disse quando era ancora in Galilea,6 δεν ειναι εδω, αλλ' ανεστη? ενθυμηθητε πως ελαλησε προς εσας, ενω ητο ετι εν τη Γαλιλαια,
7 quando diceva: E' necessario che il Figlio dell'uomo sia dato nelle mani dei peccatori, sia crocifìsso o risorga il terzo giorno.7 λεγων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων αμαρτωλων και να σταυρωθη και την τριτην ημεραν να αναστηθη.
8 Ed esse ricordavano le parole di lui.8 Και ενεθυμηθησαν τους λογους αυτου.
9 E tornate dal sepolcro raccontarono tutte queste cose agli undici e a tutti gli altri.9 Και αφου υπεστρεψαν απο του μνημειου, απηγγειλαν ταυτα παντα προς τους ενδεκα και παντας τους λοιπους.
10 Ed erano Maria Maddalena, Giovanna, Maria di Giacomo, ed altre che erano con loro, quelle che dicevan queste cose agli Apostoli.10 Ησαν δε η Μαγδαληνη Μαρια και Ιωαννα και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και αι λοιπαι μετ' αυτων, αιτινες ελεγον ταυτα προς τους αποστολους.
11 Ma questi discorsi parvero a loro vaneggiamenti e non le credettero.11 Και οι λογοι αυτων εφανησαν ενωπιον αυτων ως φλυαρια, και δεν επιστευον εις αυτας.
12 Ma Pietro, levatosi, corse al sepolcro, ed essendosi chinato a guardare, non vide che i soli lenzuoli per terra, e se ne andò, maravigliandosi tra se dell'accaduto.12 Ο δε Πετρος σηκωθεις εδραμεν εις το μνημειον, και παρακυψας βλεπει τα σαβανα κειμενα μονα, και ανεχωρησε, θαυμαζων καθ' εαυτον το γεγονος.
13 Ed ecco che due di loro se ne andavano quello stesso giorno ad un villaggio detto Emmaus, distante da Gerusalemme sessanta stadi.13 Και ιδου, δυο εξ αυτων επορευοντο εν αυτη τη ημερα εις κωμην ονομαζομενην Εμμαους, απεχουσαν εξηκοντα σταδια απο Ιερουσαλημ.
14 E ragionavano tra loro di quanto era accaduto.14 Και αυτοι ωμιλουν προς αλληλους περι παντων των συμβεβηκοτων τουτων.
15 E avvenne che, mentre ragionavano e discutevano tra loro, Gesù stesso, avvicinatosi, si mise a far viaggio con essi.15 Και ενω ωμιλουν και συνδιελεγοντο, πλησιασας και αυτος ο Ιησους επορευετο μετ' αυτων?
16 Ma i loro occhi non potevano conoscerlo.16 αλλ' οι οφθαλμοι αυτων εκρατουντο δια να μη γνωρισωσιν αυτον.
17 Ed egli domandò loro: Che discorsi sono questi che fate per la strada? E perchè siete così tristi?17 Ειπε δε προς αυτους? Τινες ειναι οι λογοι ουτοι, τους οποιους συνομιλειτε προς αλληλους περιπατουντες, και εισθε σκυθρωποι;
18 Ed uno di loro, chiamato Cleofa, rispose: Tu solo sei cosi forestiero a Gerusalemme da non sapere quanto in questi giorni v'è accaduto?18 Αποκριθεις δε ο εις, ονομαζομενος Κλεοπας, ειπε προς αυτον? Συ μονος παροικεις εν Ιερουσαλημ και δεν εμαθες τα γενομενα εν αυτη εν ταις ημεραις ταυταις;
19 Ed egli a loro: Quali cose? E gli dissero: TI fatto di Gesù Nazareno, che fu profeta potente, in opere e parole, dinanzi a Dio e a tutto il popolo;19 Και ειπε προς αυτους? Ποια; Οι δε ειπον προς αυτον? Τα περι Ιησου του Ναζωραιου, οστις εσταθη ανηρ προφητης δυνατος εν εργω και λογω ενωπιον του Θεου και παντος του λαου,
20 e come i sommi sacerdoti ed i nostri capi l'han fatto condannare a morte e crocifiggere.20 και πως παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις και οι αρχοντες ημων εις καταδικην θανατου και εσταυρωσαν αυτον.
21 Or noi speravamo che fosse per redimere Israele; invece, oltre a tutto questo, oggi è il terzo giorno da che tali cose sono avvenute.21 ημεις δε ηλπιζομεν οτι αυτος ειναι ο μελλων να λυτρωση τον Ισραηλ? αλλα και προς τουτοις πασι τριτη ημερα ειναι σημερον αυτη, αφου εγειναν ταυτα.
22 Veramente alcune donne, delle nostre, ci hanno maravigliati, perchè essendo andate la mattina presto al sepolcro,22 Αλλα και γυναικες τινες εξ ημων εξεπληξαν ημας, αιτινες υπηγον την αυγην εις το μνημειον,
23 e non avendo trovato il corpo di lui, son venute a dirci d'aver avuta anche una visione di Angeli che lo dicono vivo.23 και μη ευρουσαι το σωμα αυτου, ηλθον λεγουσαι οτι ειδον και οπτασιαν αγγελων, οιτινες λεγουσιν οτι αυτος ζη.
24 Ed alcuni dei nostri sono andati al sepolcro, ove han riscontrato quanto avevan detto le donne, ma lui non l'han trovato.24 Και τινες των υμετερων υπηγον εις το μνημειον και ευρον ουτω, καθως και αι γυναικες ειπον, αυτον ομως δεν ειδον.
25 Allora Gesù disse loro: O stolti e tardi di cuore a credere tutte queste cose predette dai profeti!25 Και αυτος ειπε προς αυτους? Ω ανοητοι και βραδεις την καρδιαν εις το να πιστευητε εις παντα οσα ελαλησαν οι προφηται?
26 Non doveva forse il Cristo patire tali cose, e così entrare nella sua gloria?26 δεν επρεπε να παθη ταυτα ο Χριστος και να εισελθη εις την δοξαν αυτου;
27 E cominciando da Mosè e da tutti i profeti, spiegava loro in tutte le Scritture ciò che a lui si riferiva.27 Και αρχισας απο Μωυσεως και απο παντων των προφητων, διηρμηνευεν εις αυτους τα περι εαυτου γεγραμμενα εν πασαις ταις γραφαις.
28 E come furono vicini al villaggio dove andavano, egli fece vista di andare più oltre.28 Και επλησιασαν εις την κωμην οπου επορευοντο, και αυτος προσεποιειτο οτι υπαγει μακροτερα?
29 Ma essi lo costrinsero a restare, dicendo: Rimani con noi, cliè si fa sera ed il giorno è già declinato. Ed entrò con essi.29 και παρεβιασαν αυτον, λεγοντες? Μεινον μεθ' ημων, διοτι πλησιαζει η εσπερα και εκλινεν η ημερα. Και εισηλθε δια να μεινη μετ' αυτων.
30 Ed avvenne che, messosi con loro a tavola, prese il pane, lo benedisse e lo spezzò e lo porse ad essi.30 Και αφου εκαθησε μετ' αυτων εις την τραπεζαν, λαβων τον αρτον ευλογησε και κοψας εδιδεν εις αυτους.
31 Allora s'aprirono i loro occhi e lo riconobbero; ma egli sparì dai loro sguardi:31 Αυτων δε διηνοιχθησαν οι οφθαλμοι, και εγνωρισαν αυτον. Και αυτος εγεινεν αφαντος απ' αυτων.
32 e quelli dissero tra loro: Non ci ardeva forse il cuore nel petto, mentr'egli per la strada ci parlava e ci interpretava le Scritture?32 Και ειπον προς αλληλους? Δεν εκαιετο εν υμιν η καρδια ημων, οτε ελαλει προς ημας καθ' οδον και μας εξηγει τας γραφας;
33 Ed alzatisi in quell'istante tornarono a Gerusalemme; e trovarono radunati gli undici e gli altri che eran con loro,33 Και σηκωθεντες τη αυτη ωρα υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ, και ευρον συνηθροισμενους τους ενδεκα και τους μετ' αυτων,
34 i quali dicevano: Il Signore è veramente risorto ed è apparso a Simone:34 οιτινες ελεγον οτι οντως ανεστη ο Κυριος και εφανη εις τον Σιμωνα.
35 Ed essi pure narrarono quanto loro era accaduto per la strada, e come l'avessero riconosciuto quando aveva spezzato il pane.35 Και αυτοι διηγουντο τα εν τη οδω και πως εγνωρισθη εις αυτους, ενω εκοπτε τον αρτον.
36 E, mentre essi discorrevano di queste cose, Gesù apparve in mezzo a loro e disse: La pace sia con voi: son io, non temete.36 Ενω δε ελαλουν ταυτα, αυτος ο Ιησους εσταθη εν μεσω αυτων και λεγει προς αυτους? Ειρηνη υμιν.
37 Ma essi, turbati e atterriti, credevano di vedere uno spirito.37 Εκεινοι δε εκπλαγεντες και εμφοβοι γενομενοι ενομιζον οτι εβλεπον πνευμα.
38 E disse loro: Perchè siete turbati e dei dubbi sorgon nel vostro cuore?38 Και ειπε προς αυτους? Δια τι εισθε τεταραγμενοι; και δια τι αναβαινουσιν εις τας καρδιας σας διαλογισμοι;
39 Guardate le mie mani e i miei piedi: son proprio io: palpatemi e guardatemi; perchè uno spirito non ha carne ed ossa, come ve­dete aver io.39 ιδετε τας χειρας μου και τους ποδας μου, οτι αυτος εγω ειμαι? ψηλαφησατε με και ιδετε, διοτι πνευμα σαρκα και οστεα δεν εχει, καθως εμε θεωρειτε εχοντα.
40 Detto ciò, mostrò loro le mani ed i piedi.40 Και τουτο ειπων, εδειξεν εις αυτους τας χειρας και τους ποδας.
41 Ma siccome ancora non credevano ed erano stupiti per la gioia, disse loro: Avete qui nulla da mangiare?41 Ενω δε αυτοι ηπιστουν ετι απο της χαρας και εθαυμαζον, ειπε προς αυτους? Εχετε τι φαγωσιμον ενταυθα;
42 E gli offrirono un pezzo di pesce arrostito e un favo di miele.42 Οι δε εδωκαν εις αυτον μερος οπτου ιχθυος και απο κηρηθραν μελιτος.
43 E, dopo aver mangiato davanti ad essi, prese gli avanzi e li diede loro.43 Και λαβων ενωπιον αυτων εφαγεν.
44 Poi disse loro: Questi sono i ragionamenti che vi ho fatto quando ero ancora con voi; che cioè bisognava fosse adempito quanto sta scritto di me nella legge di Mosè e nei profeti e nei salmi.44 Ειπε δε προς αυτους? Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησα προς υμας οτε ημην ετι μεθ' υμων, οτι πρεπει να πληρωθωσι παντα τα γεγραμμενα εν τω νομω του Μωυσεως και προφηταις και ψαλμοις περι εμου.
45 Allora aprì loro la mente e per intendere le Scritture:45 Τοτε διηνοιξεν αυτων τον νουν, δια να καταλαβωσι τας γραφας?
46 e disse loro: Così sta scritto: che il Cristo doveva patire e risorgere da morte il terzo giorno;46 και ειπε προς αυτους οτι ουτως ειναι γεγραμμενον και ουτως επρεπε να παθη ο Χριστος και να αναστηθη εκ νεκρων τη τριτη ημερα,
47 e che doveva predicarsi in nome di lui la penitenza e la remissione dei peccati a tutte le genti, cominciando da Gerusalemme.47 και να κηρυχθη εν τω ονοματι αυτου μετανοια και αφεσις αμαρτιων εις παντα τα εθνη, γινομενης αρχης απο Ιερουσαλημ.
48 Or voi siete testimoni di queste cose.48 Σεις δε εισθε μαρτυρες τουτων.
49 Ed ecco, io mando a voi il promesso del Padre mio, e voi restate in città finché non siate rivestiti di potenza dall'alto.49 Και ιδου, εγω αποστελλω την επαγγελιαν του Πατρος μου εφ' υμας? σεις δε καθησατε εν τη πολει Ιερουσαλημ εωσου ενδυθητε δυναμιν εξ υψους.
50 Poi li condusse fuori, verso Befania, e, alzate le mani, li benedisse.50 Και εφερεν αυτους εξω εως εις Βηθανιαν, και υψωσας τας χειρας αυτου ευλογησεν αυτους.
51 Ed avvenne che, mentre li benediceva, si partì da loro ed ascese al cielo.51 Και ενω ευλογει αυτους, απεχωρισθη απ' αυτων και ανεφερετο εις τον ουρανον.
52 Ed essi, adoratolo, tornarono a Gerusalemme con grande allegrezza,52 Και αυτοι προσκυνησαντες αυτον, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ μετα χαρας μεγαλης,
53 e stavan di continuo nel tempio a lodare e benedire Dio. Amen.53 και ησαν διαπαντος εν τω ιερω, αινουντες και ευλογουντες τον Θεον. Αμην.