Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 8


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - In quei giorni essendosi di nuovo fatta intorno una grande folla, che non aveva da mangiare, Gesù chiamò a sè i discepoli e disse loro:1 Εν εκειναις ταις ημεραις, επειδη ητο παμπολυς οχλος και δεν ειχον τι να φαγωσι, προσκαλεσας ο Ιησους τους μαθητας αυτου λεγει προς αυτους?
2 «Ho compassione di questo popolo, perchè già da tre giorni sta con me e non ha da mangiare.2 Σπλαγχνιζομαι δια τον οχλον, οτι τρεις ηδη ημερας μενουσι πλησιον μου και δεν εχουσι τι να φαγωσι?
3 Se li rimando alle loro case digiuni, verranno meno per via, perchè alcuni di essi sono venuti da lontano».3 και εαν απολυσω αυτους νηστεις εις τους οικους αυτων, θελουσιν αποκαμει καθ' οδον? διοτι τινες εξ αυτων ηλθον μακροθεν.
4 I suoi discepoli gli risposero: «Come è mai possibile trovare qui, in un deserto, pane abbastanza per sfamarli?».4 Και απεκριθησαν προς αυτον οι μαθηται αυτου? Ποθεν θελει τις δυνηθη να χορταση τουτους απο αρτων εδω επι της ερημιας;
5 Egli domandò loro: «Quanti pani avete?». Gli risposero: «Sette».5 Και ηρωτησεν αυτους? Ποσους αρτους εχετε; Οι δε ειπον? Επτα.
6 Allora comandò alla gente di seder per terra; e, presi i sette pani, rese grazie, li spezzò e li diede ai discepoli da distribuire, ed essi li distribuirono alla folla.6 Και προσεταξε τον οχλον να καθησωσιν επι της γης? και λαβων τους επτα αρτους, αφου ευχαριστησεν, εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν του οχλου? και εβαλον.
7 Avevano anche pochi pesciolini; dopo averli benedetti, Gesù li fece pur essi distribuire.7 Ειχον και ολιγα οψαρακια? και ευλογησας ειπε να βαλωσι και αυτα.
8 E mangiarono e furono sazi e si raccolsero sette sporte dei frammenti avanzati.8 Εφαγον δε και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν περισσευματα κλασματων επτα σπυριδας.
9 Ora quelli che avevan mangiato eran circa quattromila. Poi congedatili,9 Ησαν δε οι φαγοντες ως τετρακισχιλιοι? και απελυσεν αυτους.
10 montò ancora in barca coi suoi discepoli, e venne nel paese di Dalmanuta.10 Και ευθυς εμβας εις το πλοιον μετα των μαθητων αυτου, ηλθεν εις τα μερη Δαλμανουθα.
11 Sopraggiunsero i Farisei che cominciarono a discutere con lui, e per metterlo alla prova, gli chiesero un segno dal cielo.11 Και εξηλθον οι Φαρισαιοι και ηρχισαν να καμνωσιν ερωτησεις προς αυτον, και εζητουν παρ' αυτου σημειον απο του ουρανου, πειραζοντες αυτον.
12 Ma egli, sospirando, esclamò: «Perchè questa generazione domanda un segno? In verità vi dico che non sarà dato a questa generazione nessun segno».12 Τοτε αναστεναξας εκ καρδιας αυτου, λεγει? Δια τι η γενεα αυτη σημειον ζητει; αληθως σας λεγω, δεν θελει δοθη εις την γενεαν ταυτην σημειον.
13 E, lasciatili, montò novamente nella barca e passò all'altra riva.13 Και αφησας αυτους εισηλθε παλιν εις το πλοιον και απηλθεν εις το περαν.
14 Ma s'eran scordati di prender del pane e non ne avevano con sè nella barca che uno solo,14 Ελησμονησαν δε να λαβωσιν αρτους και δεν ειχον μεθ' εαυτων εν τω πλοιω ειμη ενα αρτον.
15 e poichè Gesù dava loro questi avvertimenti: «Badate, guardatevi dal lievito de' Farisei e dal lievito di Erode»,15 Και παρηγγελλεν εις αυτους, λεγων? Βλεπετε, προσεχετε απο της ζυμης των Φαρισαιων και της ζυμης του Ηρωδου.
16 essi discorrevan tra loro osservando che non avevano pane.16 Και διελογιζοντο προς αλληλους, λεγοντες οτι αρτους δεν εχομεν.
17 Gesù, accortosene, disse: «Perchè mai discorrevate tra voi di non aver pane? Non riflettete ancora o non capite? Il vostro cuore è ancora indurato?17 Νοησας δε ο Ιησους, λεγει προς αυτους? Τι διαλογιζεσθε οτι δεν εχετε αρτους; ετι δεν νοειτε ουδε καταλαμβανετε; ετι πεπωρωμενην εχετε την καρδιαν σας;
18 Avendo occhi, non vedete? E avendo orecchi, non udite? E non vi ricordate,18 οφθαλμους εχοντες δεν βλεπετε, και ωτα εχοντες δεν ακουετε; και δεν ενθυμεισθε;
19 quando spezzai i cinque pani per cinquemila persone, quanti canestri colmi d'avanzi raccoglieste?». «Dodici», gli risposero.19 οτε εκοψα τους πεντε αρτους εις τους πεντακισχιλιους, ποσους κοφινους πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Λεγουσι προς αυτον? δωδεκα.
20 «E quando spezzai sette pani per quattromila persone, quante ceste d'avanzi raccoglieste?». «Sette», gli risposero.20 Και οτε τους επτα εις τους τετρακισχιλιους, ποσας σπυριδας πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Οι δε ειπον? Επτα.
21 E diceva loro: «Come mai non capite ancora?».21 Και ελεγε προς αυτους? Πως δεν καταλαμβανετε;
22 Giunti a Betsaida, venne condotto a Gesù un cieco pregandolo di toccarlo.22 Και ερχεται εις Βηθσαιδαν. Και φερουσι προς αυτον τυφλον και παρακαλουσιν αυτον να εγγιση αυτον.
23 Egli, preso il cieco per mano, lo condusse fuor del villaggio; gli mise della saliva sugli occhi e, impostegli le mani, gli domandò se vedesse qualche cosa.23 Και πιασας την χειρα του τυφλου, εφερεν αυτον εξω της κωμης και πτυσας εις τα ομματα αυτου, επεθεσεν επ' αυτον τας χειρας και ηρωτα αυτον αν βλεπη τι.
24 Quegli, alzati gli occhi, disse: «Vedo degli uomini come alberi che camminano».24 Και αναβλεψας ελεγε? Βλεπω τους ανθρωπους, ο, τι ως δενδρα βλεπω περιπατουντας.
25 Gesù impose un'altra volta le mani sugli occhi di lui; quello guardò fisso, si trovò guarito e vedeva chiaramente ogni cosa.25 Επειτα παλιν επεθεσε τας χειρας επι τους οφθαλμους αυτου και εκαμεν αυτον να αναβλεψη, και αποκατεσταθη η ορασις αυτου, και ειδε καθαρως απαντας.
26 Gesù allora lo rimandò a casa sua, dicendo: «Va' a casa tua e se dovessi entrare nel villaggio non parlarne ad alcuno».26 Και απεστειλεν αυτον εις τον οικον αυτου, λεγων? Μηδε εις την κωμην εισελθης μηδε ειπης τουτο εις τινα εν τη κωμη.
27 Poi Gesù co'suoi discepoli se ne andò alla volta di Cesarea di Filippo e cammin facendo interrogò i suoi discepoli così: «La gente chi dice ch'io sia?».27 Και εξηλθεν ο Ιησους και οι μαθηται αυτου εις τας κωμας της Καισαρειας Φιλιππου? και καθ' οδον ηρωτα τους μαθητας αυτου, λεγων προς αυτους? Τινα με λεγουσιν οι ανθρωποι οτι ειμαι;
28 Essi risposero: «Gli uni dicono che sei Giovanni Battista; altri Elia; altri uno dei profeti».28 Οι δε απεκριθησαν? Ιωαννην τον Βαπτιστην, και αλλοι τον Ηλιαν, αλλοι δε ενα των προφητων.
29 «Ma voialtri», domandò loro: «chi dite ch'io sia?». Pietro gli rispose: «Tu sei il Cristo».29 Και αυτος λεγει προς αυτους? Αλλα σεις τινα με λεγετε οτι ειμαι; Και αποκριθεις ο Πετρος, λεγει προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος.
30 E vietò loro di parlare ad alcuno di sè.30 Και παρηγγειλεν αυστηρως εις αυτους να μη λεγωσιν εις μηδενα περι αυτου.
31 Quindi cominciò a spiegar loro ch'era necessario che il Figliuol dell'uomo soffrisse molte cose, fosse riprovato dai Seniori, dai principi dei Sacerdoti e dagli Scribi e fosse ucciso e dopo tre giorni risuscitasse.31 Και ηρχισε να διδασκη αυτους οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα, και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη, και μετα τρεις ημερας να αναστηθη?
32 E diceva queste cose apertamente. Pietro, presolo in disparte, cominciò a dargli sulla voce.32 και ελαλει τον λογον παρρησια. Και παραλαβων αυτον ο Πετρος κατ' ιδιαν, ηρχισε να επιτιμα αυτον.
33 Ma Gesù, voltatosi e vedendo i suoi discepoli, rimproverò Pietro, esclamando: «Va' via da me, Satana! Perchè tu non ragioni secondo Dio, ma secondo gli uomini».33 Ο δε επιστραφεις και ιδων τους μαθητας αυτου, επετιμησε τον Πετρον λεγων? Υπαγε οπισω μου, Σατανα? διοτι δεν φρονεις τα του Θεου, αλλα τα των ανθρωπων.
34 Chiamata a sè la moltitudine coi discepoli, disse loro: «Se qualcuno vuol venire dietro a me, rinneghi se stesso, prenda la sua croce e mi segua.34 Και προσκαλεσας τον οχλον μετα των μαθητων αυτου, ειπε προς αυτους? Οστις θελει να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου, και ας με ακολουθη.
35 Perchè chi vorrà salvare la sua vita, la perderà; e chi perderà la sua vita per amor mio e del Vangelo, la salverà.35 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν εμου και του ευαγγελιου, ουτος θελει σωσει αυτην.
36 Che gioverà infatti all'uomo acquistare il mondo intero, se poi perde la sua anima?36 Επειδη τι θελει ωφελησει τον ανθρωπον, εαν κερδηση τον κοσμον ολον και ζημιωθη την ψυχην αυτου;
37 Perchè qual cosa darà l'uomo in cambio della sua anima?37 Η τι θελει δωσει ο ανθρωπος εις ανταλλαγην της ψυχης αυτου;
38 Se alcuno avrà avuto vergogna di me e delle mie parole in mezzo a questa generazione adultera e peccatrice, il Figliuol dell'uomo quando verrà nella gloria del Padre suo con gli angeli santi, avrà vergogna pure lui».38 Διοτι οστις αισχυνθη δι' εμε και δια τους λογους μου εν τη γενεα ταυτη τη μοιχαλιδι και αμαρτωλω, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αισχυνθη δι' αυτον, οταν ελθη εν τη δοξη του Πατρος αυτου μετα των αγγελων.
39 E soggiungeva: «In verità vi dico che tra coloro che son qui presenti, ve ne sono alcuni che non gusteranno la morte prima di aver visto il regno di Dio venire con potenza».