Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Genesi 25


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Abramo prese un’altra moglie, che aveva nome Keturà.1 Ελαβε δε ο Αβρααμ και αλλην γυναικα, ονομαζομενην Χεττουραν.
2 Ella gli partorì Zimran, Ioksan, Medan, Madian, Isbak e Suach.2 Και αυτη εγεννησεν εις αυτον τον Ζεμβραν και τον Ιοξαν και τον Μαδαν και τον Μαδιαμ και τον Ιεσβωκ και τον Σουα.
3 Ioksan generò Saba e Dedan, e i figli di Dedan furono gli Assurìm, i Letusìm e i Leummìm.3 και ο Ιοξαν εγεννησε τον Σεβα και τον Δαιδαν? οι δε υιοι του Δαιδαν ησαν Ασσουρειμ και Λετουσιειμ και Λαωμειμ.
4 I figli di Madian furono Efa, Efer, Enoc, Abidà ed Eldaà. Tutti questi sono i figli di Keturà.
4 Οι υιοι δε του Μαδιαμ ησαν Γεφα και Εφερ και Ανωχ και Αβειδα και Ελδαγα? παντες ουτοι υιοι της Χεττουρας.
5 Abramo diede tutti i suoi beni a Isacco.5 Εδωκε δε ο Αβρααμ παντα τα υπαρχοντα αυτου εις τον Ισαακ.
6 Invece ai figli delle concubine, che aveva avuto, Abramo fece doni e, mentre era ancora in vita, li licenziò, mandandoli lontano da Isacco suo figlio, verso il levante, nella regione orientale.
6 Εις δε τους υιους των παλλακων αυτου εδωκεν ο Αβρααμ χαρισματα, και εξαπεστειλεν αυτους, ετι ζων, μακραν απο του υιου αυτου Ισαακ προς ανατολας, εις την γην της Ανατολης.
7 L’intera durata della vita di Abramo fu di centosettantacinque anni.7 Και ταυτα ειναι τα ετη των ημερων της ζωης του Αβρααμ, οσα εζησεν, ετη εκατον εβδομηκοντα πεντε.
8 Poi Abramo spirò e morì in felice canizie, vecchio e sazio di giorni, e si riunì ai suoi antenati.8 Και εκπνευσας απεθανεν ο Αβρααμ εν γηρατι καλω, γερων και πληρης ημερων? και προσετεθη εις τον λαον αυτου.
9 Lo seppellirono i suoi figli, Isacco e Ismaele, nella caverna di Macpela, nel campo di Efron, figlio di Socar, l’Ittita, di fronte a Mamre.9 Και εθαψαν αυτον ο Ισαακ και ο Ισμαηλ οι υιοι αυτου εν τω σπηλαιω Μαχπελαχ, εν τω αγρω του Εφρων, υιου του Σωαρ του Χετταιου, τω απεναντι της Μαμβρη?
10 È appunto il campo che Abramo aveva comprato dagli Ittiti: ivi furono sepolti Abramo e sua moglie Sara.10 τω αγρω, τον οποιον ηγορασεν ο Αβρααμ παρα των υιων του Χετ? εκει εταφη ο Αβρααμ και Σαρρα η γυνη αυτου.
11 Dopo la morte di Abramo, Dio benedisse il figlio di lui Isacco e Isacco abitò presso il pozzo di Lacai-Roì.
11 Και μετα τον θανατον του Αβρααμ, ευλογησεν ο Θεος Ισαακ τον υιον αυτου? και κατωκησεν ο Ισαακ πλησιον του φρεατος Λαχαι-ροι.
12 Questa è la discendenza di Ismaele, figlio di Abramo, che gli aveva partorito Agar l’Egiziana, schiava di Sara.12 Αυτη δε ειναι η γενεαλογια του Ισμαηλ, υιου του Αβρααμ, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ Αγαρ η Αιγυπτια, η δουλη της Σαρρας?
13 Questi sono i nomi dei figli d’Ismaele, con il loro elenco in ordine di generazione: il primogenito di Ismaele è Nebaiòt, poi Kedar, Adbeèl, Mibsam,13 και ταυτα ειναι τα ονοματα των υιων του Ισμαηλ, κατα τα ονοματα αυτων, εις τας γενεας αυτων? πρωτοτοκος του Ισμαηλ Ναβαιωθ, επειτα Κηδαρ και Αβδεηλ και Μιβσαμ,
14 Misma, Duma, Massa,14 και Μισμα, και Δουμα και Μασσα
15 Adad, Tema, Ietur, Nafis e Kedma.15 Χαδδαρ, και Θαιμα, Ιετουρ, Ναφις, και Κεδμα?
16 Questi sono i figli di Ismaele e questi sono i loro nomi secondo i loro recinti e accampamenti. Sono i dodici prìncipi delle rispettive tribù.16 ουτοι ειναι οι υιοι του Ισμαηλ, και ταυτα τα ονοματα αυτων κατα τας κωμας αυτων και κατα τας κατοικιας αυτων? δωδεκα αρχοντες κατα τα εθνη αυτων.
17 La durata della vita di Ismaele fu di centotrentasette anni; poi spirò e si riunì ai suoi antenati.17 Και ταυτα ειναι τα ετη της ζωης του Ισμαηλ, ετη εκατον τριακοντα επτα? και εκπνευσας απεθανε και προσετεθη εις τον λαον αυτου.
18 Egli abitò da Avìla fino a Sur, che è lungo il confine dell’Egitto in direzione di Assur. Egli si era stabilito di fronte a tutti i suoi fratelli.
18 Κατωκησαν δε απο Αβιλα εως Σουρ, της κατα προσωπον Αιγυπτου, καθως υπαγει τις προς την Ασσυριαν? ο Ισμαηλ κατωκησεν εμπροσθεν παντων των αδελφων αυτου.
19 Questa è la discendenza di Isacco, figlio di Abramo. Abramo aveva generato Isacco.19 Και αυτη ειναι η γενεαλογια του Ισαακ, υιου του Αβρααμ? ο Αβρααμ εγεννησε τον Ισαακ?
20 Isacco aveva quarant’anni quando si prese in moglie Rebecca, figlia di Betuèl l’Arameo, da Paddan-Aram, e sorella di Làbano, l’Arameo.20 ητο δε ο Ισαακ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις εαυτον γυναικα την Ρεβεκκαν, θυγατερα Βαθουηλ του Συρου απο Παδαν-αραμ, αδελφην Λαβαν του Συρου.
21 Isacco supplicò il Signore per sua moglie, perché ella era sterile e il Signore lo esaudì, così che sua moglie Rebecca divenne incinta.21 Και εδεετο ο Ισαακ προς τον Κυριον περι της γυναικος αυτου, διοτι ητο στειρα? και επηκουσεν ο Κυριος αυτου, και συνελαβεν η Ρεβεκκα η γυνη αυτου.
22 Ora i figli si urtavano nel suo seno ed ella esclamò: «Se è così, che cosa mi sta accadendo?». Andò a consultare il Signore.22 Και τα παιδια συνεκρουοντο εντος αυτης? και ειπεν, Αν μελλη ουτω να γεινη, δια τι εγω να συλλαβω; και υπηγε να ερωτηση τον Κυριον.
23 Il Signore le rispose:
«Due nazioni sono nel tuo seno
e due popoli dal tuo grembo si divideranno;
un popolo sarà più forte dell’altro
e il maggiore servirà il più piccolo».
23 Και ειπεν ο Κυριος προς αυτην, Δυο εθνη ειναι εν τη κοιλια σου? και δυο λαοι θελουσι διαχωρισθη απο των εντοσθιων σου? και ο εις λαος θελει εισθαι δυνατωτερος του αλλου λαου? και ο μεγαλητερος θελει δουλευσει εις τον μικροτερον.
24 Quando poi si compì per lei il tempo di partorire, ecco, due gemelli erano nel suo grembo.24 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι αυτης δια να γεννηση, ιδου, ησαν διδυμα εν τη κοιλια αυτης.
25 Uscì il primo, rossiccio e tutto come un mantello di pelo, e fu chiamato Esaù.25 Εξηλθε δε ο πρωτος ερυθρος και ολος ως δερμα δασυτριχος? και εκαλεσαν το ονομα αυτου, Ησαυ.
26 Subito dopo, uscì il fratello e teneva in mano il calcagno di Esaù; fu chiamato Giacobbe. Isacco aveva sessant’anni quando essi nacquero.
26 Και επειτα εξηλθεν ο αδελφος αυτου? και η χειρ αυτου εκρατει την πτερναν του Ησαυ? δια τουτο ωνομασθη Ιακωβ? ο δε Ισαακ ητο ετων εξηκοντα, οτε εγεννησεν αυτους.
27 I fanciulli crebbero ed Esaù divenne abile nella caccia, un uomo della steppa, mentre Giacobbe era un uomo tranquillo, che dimorava sotto le tende.27 Ηυξησαν δε τα παιδια? και εγεινεν ο μεν Ησαυ ανθρωπος εμπειρος εις το κυνηγιον, ανθρωπος του αγρου? ο δε Ιακωβ, ανθρωπος απλους, κατοικων εν σκηναις.
28 Isacco prediligeva Esaù, perché la cacciagione era di suo gusto, mentre Rebecca prediligeva Giacobbe.
28 Και ο μεν Ισαακ ηγαπα τον Ησαυ, διοτι το κυνηγιον ητο τροφη εις αυτον? η δε Ρεβεκκα ηγαπα τον Ιακωβ.
29 Una volta Giacobbe aveva cotto una minestra; Esaù arrivò dalla campagna ed era sfinito.29 Εμαγειρευε δε ο Ιακωβ μαγειρευμα? και ηλθεν ο Ησαυ εκ του αγρου και ητο αποκαμωμενος?
30 Disse a Giacobbe: «Lasciami mangiare un po’ di questa minestra rossa, perché io sono sfinito». Per questo fu chiamato Edom.30 και ειπεν ο Ησαυ προς τον Ιακωβ, Δος μοι, παρακαλω, να φαγω απο το κοκκινον, το κοκκινον τουτο, διοτι ειμαι αποκαμωμενος? δια τουτο εκληθη το ονομα αυτου, Εδωμ.
31 Giacobbe disse: «Vendimi subito la tua primogenitura».31 Και ειπεν ο Ιακωβ, Πωλησον μοι σημερον τα πρωτοτοκια σου.
32 Rispose Esaù: «Ecco, sto morendo: a che mi serve allora la primogenitura?».32 Και ο Ησαυ ειπεν, Ιδου, εγω υπαγω να αποθανω, και τι με ωφελουσι ταυτα τα πρωτοτοκια;
33 Giacobbe allora disse: «Giuramelo subito». Quegli lo giurò e vendette la primogenitura a Giacobbe.33 Και ειπεν ο Ιακωβ, Ομοσον μοι σημερον? και ωμοσεν εις αυτον? και επωλησε τα πρωτοτοκια αυτου εις τον Ιακωβ.
34 Giacobbe diede a Esaù il pane e la minestra di lenticchie; questi mangiò e bevve, poi si alzò e se ne andò. A tal punto Esaù aveva disprezzato la primogenitura.34 Τοτε ο Ιακωβ εδωκεν εις τον Ησαυ αρτον και μαγειρευμα της φακης? και εφαγε και επιε και σηκωθεις ανεχωρησεν? ουτως ο Ησαυ κατεφρονησε τα πρωτοτοκια.