Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Genesi 15


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Dopo tali fatti, fu rivolta ad Abram, in visione, questa parola del Signore: «Non temere, Abram. Io sono il tuo scudo; la tua ricompensa sarà molto grande».1 Μετα τα πραγματα ταυτα εγεινε λογος Κυριου προς τον Αβραμ εν οραματι, λεγων, Μη φοβου, Αβραμ? εγω ειμαι ο υπερασπιστης σου, ο μισθος σου θελει εισθαι πολυς σφοδρα.
2 Rispose Abram: «Signore Dio, che cosa mi darai? Io me ne vado senza figli e l’erede della mia casa è Elièzer di Damasco».2 Και ειπεν ο Αβραμ, Δεσποτα Κυριε, τι θελεις δωσει εις εμε, ενω εγω απερχομαι ατεκνος, ο δε κληρονομος της οικιας μου ειναι ουτος ο εκ Δαμασκου Ελιεζερ;
3 Soggiunse Abram: «Ecco, a me non hai dato discendenza e un mio domestico sarà mio erede».3 ειπε προσετι ο Αβραμ, Ιδου, δεν εδωκας εις εμε σπερμα? και ιδου, οικετης μου θελει με κληρονομησει.
4 Ed ecco, gli fu rivolta questa parola dal Signore: «Non sarà costui il tuo erede, ma uno nato da te sarà il tuo erede».4 Και ιδου, λογος Κυριου εγεινε προς αυτον, λεγων, Δεν θελει σε κληρονομησει ουτος? αλλ' εκεινος οστις θελει εξελθει εκ των σπλαγχνων σου, αυτος θελει σε κληρονομησει.
5 Poi lo condusse fuori e gli disse: «Guarda in cielo e conta le stelle, se riesci a contarle»; e soggiunse: «Tale sarà la tua discendenza».5 Και εφερεν αυτον εξω και ειπεν, Αναβλεψον τωρα εις τον ουρανον και αριθμησον τα αστρα, εαν δυνασαι να εξαριθμησης αυτα? και ειπε προς αυτον, Ουτω θελει εισθαι το σπερμα σου.
6 Egli credette al Signore, che glielo accreditò come giustizia.
6 Και επιστευσεν εις τον Κυριον? και ελογισθη εις αυτον εις δικαιοσυνην.
7 E gli disse: «Io sono il Signore, che ti ho fatto uscire da Ur dei Caldei per darti in possesso questa terra».7 Και ειπε προς αυτον, Εγω ειμαι ο Κυριος οστις σε εξηγαγον εκ της Ουρ των Χαλδαιων, δια να σοι δωσω την γην ταυτην εις κληρονομιαν.
8 Rispose: «Signore Dio, come potrò sapere che ne avrò il possesso?».8 Ο δε ειπε, Δεσποτα Κυριε, Ποθεν να γνωρισω οτι θελω κληρονομησει αυτην;
9 Gli disse: «Prendimi una giovenca di tre anni, una capra di tre anni, un ariete di tre anni, una tortora e un colombo».9 Και ειπε προς αυτον, Λαβε μοι δαμαλιν τριων ετων, και αιγα τριων ετων, και κριον τριων ετων, και τρυγονα, και περιστεραν.
10 Andò a prendere tutti questi animali, li divise in due e collocò ogni metà di fronte all’altra; non divise però gli uccelli.10 Και ελαβεν εις αυτον παντα ταυτα, και διεσχισεν αυτα εις το μεσον, και εθεσεν εκαστον τμημα απεναντι του ομοιου αυτου? τα πτηνα ομως δεν διεσχισε.
11 Gli uccelli rapaci calarono su quei cadaveri, ma Abram li scacciò.
11 Κατεβησαν δε ορνεα επι τα πτωματα, και ο Αβραμ εδιωξεν αυτα.
12 Mentre il sole stava per tramontare, un torpore cadde su Abram, ed ecco terrore e grande oscurità lo assalirono.12 Περι δε την δυσιν του ηλιου, επεπεσεν εκστασις επι τον Αβραμ? και ιδου, φοβος σκοτεινος μεγας επιπιπτει επ' αυτον.
13 Allora il Signore disse ad Abram: «Sappi che i tuoi discendenti saranno forestieri in una terra non loro; saranno fatti schiavi e saranno oppressi per quattrocento anni.13 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Αβραμ, Εξευρε βεβαιως οτι το σπερμα σου θελει παροικησει εν γη ουχι εαυτων, και θελουσι δουλωσει αυτους, και θελουσι καταθλιψει αυτους, τετρακοσια ετη?
14 Ma la nazione che essi avranno servito, la giudicherò io: dopo, essi usciranno con grandi ricchezze.14 το εθνος ομως, εις το οποιον θελουσι δουλωθη, εγω θελω κρινει? μετα δε ταυτα θελουσιν εξελθει με μεγαλα υπαρχοντα?
15 Quanto a te, andrai in pace presso i tuoi padri; sarai sepolto dopo una vecchiaia felice.15 συ δε θελεις απελθει προς τους πατερας σου εν ειρηνη? θελεις ενταφιασθη εν γηρατι καλω?
16 Alla quarta generazione torneranno qui, perché l’iniquità degli Amorrei non ha ancora raggiunto il colmo».
16 εν δε τη τεταρτη γενεα θελουσιν επιστρεψει εδω? διοτι ακομη δεν ανεπληρωθη η ανομια των Αμορραιων.
17 Quando, tramontato il sole, si era fatto buio fitto, ecco un braciere fumante e una fiaccola ardente passare in mezzo agli animali divisi.17 Οτε δε ο ηλιος εδυσε και εγεινε πυκνον σκοτος, ιδου, καμινος καπνιζουσα και λαμπας πυρος ητις διεπερασε μεταξυ των διχοτομηματων τουτων.
18 In quel giorno il Signore concluse quest’alleanza con Abram:
«Alla tua discendenza
io do questa terra,
dal fiume d’Egitto
al grande fiume, il fiume Eufrate;
18 Την ημεραν εκεινην εκαμε διαθηκην ο Κυριος προς τον Αβραμ, λεγων, εις το σπερμα σου εδωκα την γην ταυτην, απο του ποταμου της Αιγυπτου εως του ποταμου του μεγαλου, του ποταμου Ευφρατου?
19 la terra dove abitano i Keniti, i Kenizziti, i Kadmoniti,19 τους Κεναιους, και τους Κενεζαιους, και τους Κεδμωναιους,
20 gli Ittiti, i Perizziti, i Refaìm,20 και τους Χετταιους, και τους Φερεζαιους, και τους Ραφαειμ,
21 gli Amorrei, i Cananei, i Gergesei e i Gebusei».21 και τους Αμορραιους, και τους Χαναναιους, και τους Γεργεσαιους, και τους Ιεβουσαιους.