Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Job 21


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Job tomó la palabra y dijo:1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν?
2 Escuchad, escuchad mis razones, dadme siquiera este consuelo.2 Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας.
3 Tened paciencia mientras hablo yo, cuando haya hablado, os podréis burlar.3 Υποφερετε με να λαλησω? και αφου λαλησω, εμπαιζετε.
4 ¿Acaso me quejo yo de un hombre? ¿Por qué entonces no he de ser impaciente?4 Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου;
5 Volved hacia mí: quedaréis espantados y la mano pondréis en vuestra boca.5 Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος.
6 Que yo mismo me horrorizo al recordarlo, y mi carne es presa de un escalofrío.6 Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου.
7 ¿Por qué siguen viviendo los malvados, envejecen y aún crecen en poder?7 Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη;
8 Su descendencia ante ellos se afianza, sus vástagos se afirman a su vista.8 Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ' αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων.
9 En paz sus casas, nada temen, la vara de Dios no cae sobre ellos.9 Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου? και ραβδος Θεου δεν ειναι επ' αυτους.
10 Su toro fecunda sin marrar, sin abortar su vaca pare.10 Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει? η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει.
11 Dejan correr a sus niños como ovejas, sus hijos brincan como ciervos.11 Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι.
12 Cantan con arpa y cítara, al son de la flauta se divierten.12 Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου.
13 Acaban su vida en la ventura, en paz descienden al seol.13 Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην.
14 Y con todo, a Dios decían: «¡Lejos de nosotros, no queremos conocer tus caminos!14 Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου?
15 ¿Qué es Sadday para que le sirvamos, qué podemos ganar con aplacarle?»15 τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον;
16 ¿No está en sus propias manos su ventura, aunque el consejo de los malos quede lejos de Dios?16 Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων? μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων.
17 ¿Cuántas veces la lámpara de los malos se apaga, su desgracia irrumpe sobre ellos, y él reparte dolores en su cólera?17 Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ' αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου.
18 ¿Son como paja ante el viento, como tamo que arrebata un torbellino?18 Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου? και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος.
19 ¿Va a guardar Dios para sus hijos su castigo? ¡que le castigue a él, para que sepa!19 Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων? ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο.
20 ¡Vea su ruina con sus propios ojos, beba de la furia de Sadday!20 Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου.
21 ¿Qué le importa la suerte de su casa, después de él, cuando se haya cortado la cuenta de sus meses?21 Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ' εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου;
22 Pero, ¿se enseña a Dios la ciencia? ¡Si es él quien juzga a los seres más excelsos!22 Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους.
23 Hay quien muere en su pleno vigor, en el colmo de la dicha y de la paz,23 Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος?
24 repletos de grasa su ijares, bien empapado el meollo de sus huesos.24 τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον.
25 Y hay quien muere, la amargura en el alma, sin haber gustado la ventura.25 Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη.
26 Juntos luego se acuestan en el polvo, y los gusanos los recubren.26 Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους.
27 ¡Oh, sé muy bien lo que pensáis, las malas ideas que os formáis sobre mí!27 Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ' εμου.
28 «¿Dónde está, os decís, la casa del magnate? ¿dónde la tienda que habitaban los malos?»28 Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων;
29 ¿No habéis interrogado a los viandantes? ¿no os han pasmado los casos que refieren?29 Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε;
30 Que el malo es preservado en el día del desastre, en el día de los furores queda a salvo.30 Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται.
31 Pues, ¿quién le echa en cara su conducta y le da el merecido de su obras?31 Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε;
32 Cuando es llevado al cementerio, sobre el mausoleo hace vela.32 και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι.
33 Dulces le son los terrones del torrente, y detrás de él desfila todo el mundo.33 Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου.
34 ¿Cómo, pues, me consoláis tan en vano? ¡Pura falacia son vuestras respuestas!34 Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος;