Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 18


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Propose poi loro anche questa parabola per mostrare che bisogna pregar sempre senza stancarsi mai:1 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι,
2 «C'era in una città un giudice che non temeva Iddio, nè aveva rispetto ad alcuno.2 λεγων? Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο.
3 C'era pure in quella città una vedova, la quale andò da lui a dirgli: - Rendimi giustizia del mio avversario. -3 Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα? Εκδικησον με απο του αντιδικου μου.
4 E per molto tempo colui non volle farlo, ma poi disse tra sè: Benchè io non tema Iddio e non abbia rispetto ad alcuno,4 Και μεχρι τινος δεν ηθελησε? μετα δε ταυτα ειπε καθ' εαυτον? Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι,
5 tuttavia, siccome questa vedova mi dà molestia le farò giustizia in modo ch'essa non continui a venire a tormentarmi ».5 τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη.
6 E il Signore proseguì: «Ascoltate quel che dice il giudice iniquo.6 Και ειπεν ο Κυριος? Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης?
7 E Dio non farà giustizia a' suoi eletti, i quali lo invocano giorno e notte e sarà lento a loro riguardo?7 ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι' αυτους;
8 Io vi dico che egli prontamente renderà loro giustizia. Ma quando il Figliuol dell'uomo verrà, troverà ancora fede sulla terra?».8 σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης;
9 Disse ancora questa parabola per alcuni che dentro di sè confidavano d'esser giusti e disprezzavano gli altri:9 Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην?
10 «Due uomini salirono al tempio a pregare; l'uno era Fariseo e l'altro pubblicano.10 Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης.
11 Il Fariseo, ritto in piedi, pregava dentro di sè, così: - Ti ringrazio, o Dio, perchè io non sono come gli altri uomini, rapaci, ingiusti, adulteri; e nemmeno come quel pubblicano.11 Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ' εαυτον ταυτα? Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης?
12 Io digiuno due volte la settimana; pago le decime su tutto ciò che posseggo. -12 νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω.
13 Il pubblicano, invece, stando da lontano, non ardiva neppure alzar gli occhi al cielo; ma si batteva il petto, dicendo: - O Dio, abbi pietà di me, che son peccatore! -13 Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ' ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων? Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω.
14 Io vi dico che questi tornò a casa sua giustificato, a differenza dell'altro: perchè chiunque si esalta sarà umiliato, e chi si umilia sarà esaltato».14 Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος? διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
15 Gli presentarono pure dei bambini, perchè li toccasse. Ma i discepoli, vedendo ciò, sgridavano quelli che glieli presentavano.15 Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα? ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους.
16 Gesù, però, chiamati a sè i bambini, disse: «Lasciate che i bambini vengano a me e non impediteglielo, perchè il regno di Dio è proprio di costoro.16 Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
17 Io vi dico in verità che chiunque non accoglie il regno di Dio, con l'animo di un fanciullo, non entrerà in esso».17 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
18 Uno dei capi lo interrogò, dicendo: «Maestro buono, che devo fare per ottenere la vita eterna?».18 Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων? Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
19 Gesù gli rispose: «Perchè mi chiami buono? Nessuno è buono se non il solo Dio.19 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος.
20 Tu conosci i comandamenti: Non uccidere; non commettere adulterio; non rubare; non attestare il falso; onora il padre e la madre ».20 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου.
21 L'altro osservò: «Tutte queste cose le ho osservate fin dalla mia giovinezza».21 Ο δε ειπε? Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
22 Udita questa risposta, Gesù gli soggiunse: «Ti manca ancora una cosa: vendi tutto ciò che hai e dallo ai poveri e avrai un tesoro nel cielo; poi, vieni e seguimi».22 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Ετι εν σοι λειπει? παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
23 Ma egli, sentite tali parole, si rattristò, perchè era molto ricco.23 Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα.
24 Gesù, vedendolo tanto triste, gli disse: «Quanto è difficile per coloro che posseggono ricchezze l'entrare nel regno di Dio!24 Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε? Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα?
25 È più facile, infatti, che un cammello passi per la cruna di un ago, che un ricco entri nel regno di Dio».25 διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
26 Quelli che udirono ciò, domandarono: «Allora chi mai può salvarsi?».26 Ειπον δε οι ακουσαντες? Και τις δυναται να σωθη;
27 Rispose: «Quello che è impossibile agli uomini, è possibile a Dio».27 Ο δε ειπε? Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
28 Pietro gli disse: «Ecco, noi abbiamo lasciato ogni cosa e ti abbiam seguìto».28 Ειπε δε ο Πετρος? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
29 Egli rispose loro: «In verità vi dico che nessuno ha lasciato casa, o genitori, o fratelli, o moglie, o figliuoli per amore del regno di Dio,29 Ο δε ειπε προς αυτους? Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου,
30 senza ricevere molto di più in questa vita, e, nel secolo avvenire, la vita eterna».30 οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
31 Poi, presi in disparte i Dodici, disse loro: «Ecco, noi saliamo a Gerusalemme, e si adempirà tutto quanto fu scritto dai profeti intorno al Figliuol dell'uomo.31 Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους? Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου.
32 Egli sarà dato nelle mani dei Gentili e sarà schernito, flagellato e coperto di sputi;32 Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη,
33 e dopo averlo flagellato, l'uccideranno; ma il terzo giorno risorgerà».33 και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
34 Di queste cose essi non compresero nulla; troppo oscuro era per loro quel discorso, e non intendevano le cose dette a loro.34 Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ' αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα.
35 Mentre Gesù si avviava a Gerico, un cieco, che sedeva sulla strada a mendicare,35 Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων?
36 avendo sentito la folla che passava, domandò cosa fosse.36 ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο.
37 Gli dissero che passava Gesù Nazareno.37 Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει.
38 Allora ad alta voce esclamò: «Gesù, Figliuol di David, abbi pietà di me!».38 Και εφωναξε λεγων? Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
39 E quelli che precedevano lo sgridavano perchè tacesse; ma quello gridava molto più forte: «Figliuol di David, abbi pietà di me!».39 Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση? αλλ' αυτος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
40 Gesù, fermatosi, comandò che glielo conducessero davanti; quando gli fu vicino, gli domandò:40 Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον
41 «Che vuoi che io ti faccia?». Ed egli: «Signore, che ci veda!».41 λεγων? Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε? Κυριε, να αναβλεψω.
42 Gesù replicò: «Vedi, la tua fede ti ha salvato».42 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αναβλεψον? η πιστις σου σε εσωσε.
43 E subito vide; ed egli lo seguiva glorificando Dio. E tutto il popolo, veduto ciò, diede lode al Signore.43 Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον? και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον.