Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Geremia 38


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Sefatia, figlio di Mattàn, Godolia, figlio di Pascur, Iucal, figlio di Selemia, e Pascur, figlio di Malchia, udirono le parole che Geremia rivolgeva a tutto il popolo:1 Και ηκουσαν Σεφατιας ο υιος του Ματθαν και Γεδαλιας ο υιος του Πασχωρ και Ιουχαλ ο υιος του Σελεμιου και Πασχωρ ο υιος του Μαλχιου τους λογους, τους οποιους ο Ιερεμιας ελαλησε προς παντα τον λαον, λεγων,
2 «Così dice il Signore: Chi rimane in questa città morirà di spada, di fame e di peste; chi si consegnerà ai Caldei vivrà e gli sarà lasciata la vita come bottino e vivrà.2 Ουτω λεγει Κυριος? Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας, υπο πεινης και υπο λοιμου? αλλ' οστις εξελθη προς τους Χαλδαιους, θελει ζησει? και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον, και θελει ζησει?
3 Così dice il Signore: Certo questa città sarà data in mano all’esercito del re di Babilonia, che la prenderà».
3 ουτω λεγει Κυριος? Η πολις αυτη θελει εξαπαντος παραδοθη εις την χειρα του στρατευματος του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κυριευσει αυτην.
4 I capi allora dissero al re: «Si metta a morte quest’uomo, appunto perché egli scoraggia i guerrieri che sono rimasti in questa città e scoraggia tutto il popolo dicendo loro simili parole, poiché quest’uomo non cerca il benessere del popolo, ma il male».4 Και ειπον οι αρχοντες προς τον βασιλεα, Ας θανατωθη, παρακαλουμεν, ο ανθρωπος ουτος? διοτι εκλυει ουτω τας χειρας των ανδρων των πολεμιστων των εναπολειφθεντων εν τη πολει ταυτη και τας χειρας παντος του λαου, λαλων προς αυτους τοιουτους λογους? διοτι ο ανθρωπος ουτος δεν ζητει το καλον του λαου τουτου αλλα το κακον.
5 Il re Sedecìa rispose: «Ecco, egli è nelle vostre mani; il re infatti non ha poteri contro di voi».5 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς, Ιδου, εις την χειρα σας ειναι? διοτι ο βασιλευς δεν δυναται ουδεν εναντιον σας.
6 Essi allora presero Geremia e lo gettarono nella cisterna di Malchia, un figlio del re, la quale si trovava nell’atrio della prigione. Calarono Geremia con corde. Nella cisterna non c’era acqua ma fango, e così Geremia affondò nel fango.
6 Τοτε ελαβον τον Ιερεμιαν, και ερριψαν αυτον εις τον λακκον του Μαλχιου υιου του Αμμελεχ τον εν τη αυλη της φυλακης, και κατεβιβασαν τον Ιερεμιαν δια σχοινιων? και εν τω λακκω δεν ητο υδωρ αλλα βορβορος, και εχωθη ο Ιερεμιας εις τον βορβορον.
7 Ebed-Mèlec, l’Etiope, un eunuco che era nella reggia, sentì che Geremia era stato messo nella cisterna. Ora, mentre il re stava alla porta di Beniamino,7 Και οτε ηκουσεν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, εις των ευνουχων, ο εν τη οικια του βασιλεως, οτι εβαλον τον Ιερεμιαν εις τον λακκον, ενω ο βασιλευς εκαθητο εν τη πυλη Βενιαμιν,
8 Ebed-Mèlec uscì dalla reggia e disse al re:8 εξηλθεν ο Αβδε-μελεχ εκ της οικιας του βασιλεως και ελαλησε προς τον βασιλεα, λεγων,
9 «O re, mio signore, quegli uomini hanno agito male facendo quanto hanno fatto al profeta Geremia, gettandolo nella cisterna. Egli morirà di fame là dentro, perché non c’è più pane nella città».9 Κυριε μου βασιλευ, οι ανθρωποι ουτοι επραξαν κακα εις οσα εκαμον εις τον Ιερεμιαν τον προφητην, τον οποιον ερριψαν εις τον λακκον? και αυτος ηθελεν αποθανει υπο πεινης εν τω τοπω οπου ειναι, διοτι δεν ειναι πλεον αρτος εν τη πολει.
10 Allora il re diede quest’ordine a Ebed-Mèlec, l’Etiope: «Prendi con te tre uomini di qui e tira su il profeta Geremia dalla cisterna prima che muoia».10 Και προσεταξεν ο βασιλευς τον Αβδε-μελεχ τον Αιθιοπα, λεγων, Λαβε εντευθεν τριακοντα ανθρωπους μετα σου και αναβιβασον τον Ιερεμιαν τον προφητην εκ του λακκου, πριν αποθανη.
11 Ebed-Mèlec prese con sé gli uomini, andò nella reggia, nel guardaroba del magazzino e, presi di là pezzi di vestiti logori, li gettò a Geremia nella cisterna con delle corde.11 Και ελαβεν ο Αβδε-μελεχ τους ανθρωπους μεθ' εαυτου, και εισηλθεν εις την οικιαν του βασιλεως υπο το θησαυροφυλακιον, και εκειθεν ελαβε παλαια ρακη και παλαια σεσηποτα αποφορια και κατεβιβασεν αυτα δια σχοινιων εις τον λακκον προς τον Ιερεμιαν.
12 Ebed-Mèlec, l’Etiope, disse a Geremia: «Su, mettiti questi pezzi di vestiti logori sotto le ascelle e poi, sotto, metti le corde». Geremia fece così.12 Και ειπε προς τον Ιερεμιαν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, Βαλε τωρα τα παλαια ρακη και τα σεσηποτα αποφορια υπο τας μασχαλας σου, υποκατω των σχοινιων. Και εκαμεν ο Ιερεμιας ουτω.
13 Allora lo tirarono su con le corde, facendolo uscire dalla cisterna, e Geremia rimase nell’atrio della prigione.
13 Και εσυραν τον Ιερεμιαν δια των σχοινιων και ανεβιβασαν αυτον εκ του λακκου? και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης.
14 Il re Sedecìa mandò a prendere il profeta Geremia e, fattolo venire presso di sé al terzo ingresso del tempio del Signore, il re gli disse: «Ti domando una cosa, non nascondermi nulla!».14 Και απεστειλε Σεδεκιας ο βασιλευς και εφερε τον Ιερεμιαν τον προφητην προς εαυτον, εις την τριτην εισοδον την εν τω οικω του Κυριου? και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Θελω να σε ερωτησω εν πραγμα? μη κρυψης απ' εμου μηδεν.
15 Geremia rispose a Sedecìa: «Se te la dico, non mi farai forse morire? E se ti do un consiglio, non mi darai ascolto».15 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Εαν φανερωσω τουτο προς σε, δεν θελεις τωοντι με θανατωσει; και εαν σε συμβουλευσω, δεν θελεις με ακουσει;
16 Allora il re Sedecìa giurò in segreto a Geremia: «Com’è vero che vive il Signore che ci ha dato questa vita, non ti farò morire né ti consegnerò in mano di quegli uomini che vogliono la tua vita!».16 Και ωμοσε κρυφιως Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, λεγων, Ζη Κυριος, οστις εκαμεν εις ημας την ψυχην ταυτην, δεν θελω σε θανατωσει ουδε θελω σε δωσει εις την χειρα των ανθρωπων τουτων, οιτινες ζητουσι την ψυχην σου.
17 Geremia allora disse a Sedecìa: «Dice il Signore, Dio degli eserciti, Dio d’Israele: Se ti arrenderai ai generali del re di Babilonia, allora avrai salva la vita e questa città non sarà data alle fiamme; tu e la tua famiglia vivrete.17 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Εαν τωοντι εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η ψυχη σου θελει ζησει και η πολις αυτη δεν θελει κατακαυθη εν πυρι, και θελεις ζησει συ και ο οικος σου.
18 Se invece non ti arrenderai ai generali del re di Babilonia, allora questa città sarà messa in mano ai Caldei, i quali la daranno alle fiamme e tu non scamperai dalle loro mani».18 αλλ' εαν δεν εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η πολις αυτη θελει παραδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων και θελουσι κατακαυσει αυτην εν πυρι και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων.
19 Il re Sedecìa rispose a Geremia: «Ho paura dei Giudei che sono passati ai Caldei; temo di essere consegnato nelle loro mani e che essi mi maltrattino».19 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Εγω φοβουμαι τους Ιουδαιους, οιτινες κατεφυγον προς τους Χαλδαιους, μηποτε με παραδωσωσιν εις την χειρα αυτων και με εμπαιξωσι.
20 Ma Geremia disse: «Non ti consegneranno a loro. Ascolta la voce del Signore riguardo a ciò che ti dico, e ti andrà bene e vivrai.20 Και ειπεν ο Ιερεμιας, δεν θελουσι σε παραδωσει. Υπακουσον, παρακαλω, εις την φωνην του Κυριου, την οποιαν εγω λαλω προς σε? και θελει εισθαι καλον εις σε και η ψυχη σου θελει ζησει.
21 Se, invece, rifiuti di arrenderti, questo il Signore mi ha mostrato:21 Εαν ομως συ δεν εξελθης, ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος εδειξεν εις εμε.
22 Ecco, tutte le donne rimaste nella reggia di Giuda saranno condotte ai generali del re di Babilonia e diranno:
“Ti hanno ingannato e hanno prevalso
gli uomini di tua fiducia.
I tuoi piedi si sono affondati nella melma,
mentre essi sono spariti”.
22 Και ιδου, πασαι αι γυναικες αι εναπολειφθεισαι εν τη οικια του βασιλεως του Ιουδα θελουσιν αχθη προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, και αυται θελουσι λεγει, Οι ανδρες οι ειρηνικοι σου σε εδελεασαν και υπερισχυσαν εναντιον σου? εβυθισθησαν οι ποδες σου εις τον βορβορον και αυτοι εσυρθησαν οπισω?
23 Tutte le donne e tutti i tuoi figli saranno condotti ai Caldei e tu non sfuggirai alle loro mani, ma sarai tenuto prigioniero in mano del re di Babilonia e questa città sarà data alle fiamme».
23 και πασαι αι γυναικες σου και τα τεκνα σου θελουσιν αχθη προς τους Χαλδαιους? και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων, αλλα θελεις πιασθη υπο της χειρος του βασιλεως της Βαβυλωνος? και θελεις καμει την πολιν ταυτην να κατακαυθη εν πυρι.
24 Sedecìa disse a Geremia: «Nessuno sappia di questi discorsi, altrimenti morirai.24 Και ειπεν ο Σεδεκιας προς τον Ιερεμιαν, Ας μη μαθη μηδεις περι των λογων τουτων και δεν θελεις αποθανει.
25 Se i dignitari sentiranno che ho parlato con te e verranno da te e ti domanderanno: “Raccontaci quanto hai detto al re, non nasconderci nulla, altrimenti ti uccideremo e raccontaci che cosa ti ha detto il re”,25 Και εαν οι αρχοντες ακουσωσιν οτι ωμιλησα μετα σου και ελθωσι προς σε και σοι ειπωσιν, Αναγγειλον προς ημας τωρα τι ελαλησας προς τον βασιλεα, μη κρυψης αυτο αφ' ημων και δεν θελομεν σε θανατωσει? και τι ο βασιλευς ελαλησε προς σε?
26 tu risponderai loro: “Ho presentato la supplica al re perché non mi mandi di nuovo nella casa di Giònata a morirvi”».
26 τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Εγω υπεβαλον την δεησιν μου ενωπιον του βασιλεως, δια να μη με επαναστρεψη εις την οικιαν του Ιωναθαν, ωστε να αποθανω εκει.
27 Ora tutti i dignitari vennero da Geremia e lo interrogarono; egli rispose proprio come il re gli aveva ordinato, e perciò lo lasciarono tranquillo, poiché non era trapelato nulla della conversazione.27 Ηλθον δε παντες οι αρχοντες προς τον Ιερεμιαν και ηρωτησαν αυτον? και ανηγγειλε προς αυτους κατα παντας τους λογους εκεινους, τους οποιους προσεταξεν ο βασιλευς. Και αυτοι επαυσαν να ομιλωσι μετ' αυτου, διοτι δεν ηκουσθη το πραγμα.
28 Geremia rimase nell’atrio della prigione fino al giorno in cui fu presa Gerusalemme.28 Και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης, εως της ημερας καθ' ην εκυριευθη η Ιερουσαλημ? και ητο εκει, οτε η Ιερουσαλημ εκυριευθη.