Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Genesi 26


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Venne una carestia nella terra, dopo quella che c’era stata ai tempi di Abramo, e Isacco andò a Gerar presso Abimèlec, re dei Filistei.1 Εγεινε δε πεινα εν τη γη, εκτος της προτερας πεινης, της γενομενης επι των ημερων του Αβρααμ. Και υπηγεν ο Ισαακ προς τον Αβιμελεχ, βασιλεα των Φιλισταιων, εις Γεραρα.
2 Gli apparve il Signore e gli disse: «Non scendere in Egitto, abita nella terra che io ti indicherò,2 Εφανη δε εις αυτον ο Κυριος και ειπε, Μη καταβης εις Αιγυπτον? κατοικησον εν τη γη την οποιαν θελω σοι ειπει?
3 rimani come forestiero in questa terra e io sarò con te e ti benedirò: a te e alla tua discendenza io concederò tutti questi territori, e manterrò il giuramento che ho fatto ad Abramo tuo padre.3 παροικει εν τη γη ταυτη, και εγω θελω εισθαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει διοτι εις σε και εις το σπερμα σου θελω δωσει παντας τους τοπους τουτους? και θελω εκπληρωσει τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς Αβρααμ τον πατερα σου?
4 Renderò la tua discendenza numerosa come le stelle del cielo e concederò alla tua discendenza tutti questi territori: tutte le nazioni della terra si diranno benedette nella tua discendenza;4 και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης?
5 perché Abramo ha obbedito alla mia voce e ha osservato ciò che io gli avevo prescritto: i miei comandamenti, le mie istituzioni e le mie leggi».
5 επειδη ο Αβρααμ υπηκουσεν εις την φωνην μου, και εφυλαξε τα προσταγματα μου, τας εντολας μου, τα διαταγματα μου και τους νομους μου.
6 Così Isacco dimorò a Gerar.6 Και κατωκησεν ο Ισαακ εν Γεραροις.
7 Gli uomini del luogo gli fecero domande sulla moglie, ma egli disse: «È mia sorella»; infatti aveva timore di dire: «È mia moglie», pensando che gli uomini del luogo lo avrebbero potuto uccidere a causa di Rebecca, che era di bell’aspetto.
7 Ηρωτησαν δε οι ανδρες του τοπου περι της γυναικος αυτου? και ειπεν, Αδελφη μου ειναι? διοτι εφοβηθη να ειπη, Γυνη μου ειναι? λεγων, Μηπως με φονευσωσιν οι ανδρες του τοπου δια την Ρεβεκκαν? επειδη ητο ωραια την οψιν.
8 Era là da molto tempo, quando Abimèlec, re dei Filistei, si affacciò alla finestra e vide Isacco scherzare con la propria moglie Rebecca.8 Και αφου διετριψεν εκει πολλας ημερας, Αβιμελεχ ο βασιλευς των Φιλισταιων, κυψας απο της θυριδος ειδε, και ιδου, ο Ισαακ επαιζε μετα Ρεβεκκας της γυναικος αυτου.
9 Abimèlec chiamò Isacco e disse: «Sicuramente ella è tua moglie. E perché tu hai detto: “È mia sorella”?». Gli rispose Isacco: «Perché mi son detto: che io non abbia a morire per causa di lei!».9 Εκαλεσε δε ο Αβιμελεχ τον Ισαακ και ειπεν, Ιδου, βεβαιως γυνη σου ειναι αυτη? δια τι λοιπον ειπας, Αδελφη μου ειναι; Και ειπε προς αυτον ο Ισαακ, διοτι ειπον, Μηπως αποθανω εξ αιτιας αυτης.
10 Riprese Abimèlec: «Perché ti sei comportato così con noi? Poco ci mancava che qualcuno del popolo si unisse a tua moglie e tu attirassi su di noi una colpa».10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας; παρ' ολιγον ηθελε κοιμηθη τις εκ του λαου μετα της γυναικος σου, και ηθελες φερει εφ' ημας ανομιαν.
11 Abimèlec diede quest’ordine a tutto il popolo: «Chi tocca quest’uomo o sua moglie sarà messo a morte!».
11 Και προσεταξεν ο Αβιμελεχ εις παντα τον λαον, λεγων, Οστις εγγιση τον ανθρωπον τουτον η την γυναικα αυτου, θελει εξαπαντος θανατωθη.
12 Isacco fece una semina in quella terra e raccolse quell’anno il centuplo. Il Signore infatti lo aveva benedetto.12 Εσπειρε δε ο Ισαακ εν τη γη εκεινη και εσυναξε κατ' εκεινον τον χρονον εκατονταπλασια? και ευλογησεν αυτον ο Κυριος.
13 E l’uomo divenne ricco e crebbe tanto in ricchezze fino a divenire ricchissimo:13 Και εμεγαλυνετο ο ανθρωπος και επροχωρει αυξανομενος, εωσου εγεινε μεγας σφοδρα?
14 possedeva greggi e armenti e numerosi schiavi, e i Filistei cominciarono a invidiarlo.
14 και απεκτησε προβατα και βοας και δουλους πολλους? εφθονησαν δε αυτον οι Φιλισταιοι.
15 Tutti i pozzi che avevano scavato i servi di suo padre ai tempi di Abramo, suo padre, i Filistei li avevano chiusi riempiendoli di terra.15 Και παντα τα φρεατα, τα οποια εσκαψαν οι δουλοι του πατρος αυτου επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, ενεφραξαν ταυτα οι Φιλισταιοι και εγεμισαν αυτα χωμα.
16 Abimèlec disse a Isacco: «Vattene via da noi, perché tu sei molto più potente di noi».16 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Ισαακ, Απελθε αφ' ημων, διοτι εγεινες δυνατωτερος ημων σφοδρα.
17 Isacco andò via di là, si accampò lungo il torrente di Gerar e vi si stabilì.17 Και απηλθεν εκειθεν ο Ισαακ και εστησε την σκηνην αυτου εν τη κοιλαδι των Γεραρων και κατωκησεν εκει.
18 Isacco riattivò i pozzi d’acqua, che avevano scavato i servi di suo padre, Abramo, e che i Filistei avevano chiuso dopo la morte di Abramo, e li chiamò come li aveva chiamati suo padre.18 Και ηνοιξε παλιν ο Ισαακ τα φρεατα του υδατος, τα οποια εσκαψαν επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, οι δε Φιλισταιοι ενεφραξαν αυτα μετα τον θανατον του Αβρααμ? και ωνομασεν αυτα κατα τα ονοματα, με τα οποια ο πατηρ αυτου ειχεν ονομασει αυτα.
19 I servi di Isacco scavarono poi nella valle e vi trovarono un pozzo di acqua viva.19 Και εσκαψαν οι δουλοι του Ισαακ εν τη κοιλαδι και ευρηκαν εκει φρεαρ υδατος ζωντος.
20 Ma i pastori di Gerar litigarono con i pastori di Isacco, dicendo: «L’acqua è nostra!». Allora egli chiamò il pozzo Esek, perché quelli avevano litigato con lui.20 Ελογομαχησαν δε οι ποιμενες των Γεραρων μετα των ποιμενων του Ισαακ, λεγοντες, Ιδικον μας ειναι το υδωρ? και ωνομασε το φρεαρ Εσεκ? διοτι εφιλονεικησαν μετ' αυτου.
21 Scavarono un altro pozzo, ma quelli litigarono anche per questo ed egli lo chiamò Sitna.21 Και εσκαψαν αλλο φρεαρ και ελογομαχησαν και περι αυτου? δια τουτο ωνομασεν αυτο Σιτνα.
22 Si mosse di là e scavò un altro pozzo, per il quale non litigarono; allora egli lo chiamò Recobòt e disse: «Ora il Signore ci ha dato spazio libero, perché noi prosperiamo nella terra».22 Και μετοικησας εκειθεν εσκαψεν αλλο φρεαρ, και περι τουτου δεν ελογομαχησαν? και ωνομασεν αυτο Ρεχωβωθ, λεγων, διοτι τωρα επλατυνεν ημας ο Κυριος και ηυξησεν ημας επι της γης.
23 Di là salì a Bersabea.23 Και εκειθεν ανεβη εις Βηρ-σαβεε.
24 E in quella notte gli apparve il Signore e disse:
«Io sono il Dio di Abramo, tuo padre;
non temere, perché io sono con te:
ti benedirò e moltiplicherò la tua discendenza
a causa di Abramo, mio servo».
24 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος την νυκτα εκεινην, και ειπεν, Εγω ειμαι ο Θεος Αβρααμ του πατρος σου? μη φοβου, διοτι εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει και θελω πληθυνει το σπερμα σου, δια Αβρααμ τον δουλον μου.
25 Allora egli costruì in quel luogo un altare e invocò il nome del Signore. Lì piantò la tenda, e i servi di Isacco scavarono un pozzo.
25 Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου? και εστησεν εκει την σκηνην αυτου? εσκαψαν δε εκει οι δουλοι του Ισαακ φρεαρ.
26 Intanto Abimèlec da Gerar era andato da lui, insieme con Acuzzàt, suo consigliere, e Picol, capo del suo esercito.26 Τοτε ο Αβιμελεχ υπηγε προς αυτον απο Γεραρων, και Οχοζαθ ο οικειος αυτου, και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου.
27 Isacco disse loro: «Perché siete venuti da me, mentre voi mi odiate e mi avete scacciato da voi?».27 Και ειπε προς αυτους ο Ισαακ, Δια τι ηλθετε προς εμε, αφου σεις με εμισησατε και με εδιωξατε απο σας;
28 Gli risposero: «Abbiamo visto che il Signore è con te e abbiamo detto: vi sia tra noi un giuramento, tra noi e te, e concludiamo un’alleanza con te:28 οι δε ειπον, Ειδομεν φανερα, οτι ο Κυριος ειναι μετα σου, και ειπομεν, Ας γεινη τωρα ορκος μεταξυ ημων, μεταξυ ημων και σου, και ας καμωμεν συνθηκην μετα σου,
29 tu non ci farai alcun male, come noi non ti abbiamo toccato e non ti abbiamo fatto se non del bene e ti abbiamo lasciato andare in pace. Tu sei ora un uomo benedetto dal Signore».29 οτι δεν θελεις καμει κακον εις ημας, καθως ημεις δεν σε ηγγισαμεν, και καθως επραξαμεν εις σε μονον καλον, και σε εξαπεστειλαμεν εν ειρηνη? τωρα συ εισαι ευλογημενος του Κυριου.
30 Allora imbandì loro un convito e mangiarono e bevvero.30 Και εκαμεν εις αυτους συμποσιον? και εφαγον και επιον.
31 Alzatisi di buon mattino, si prestarono giuramento l’un l’altro, poi Isacco li congedò e partirono da lui in pace.31 Και εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, και ωμοσεν ο εις προς τον αλλον? τοτε ο Ισαακ εξαπεστειλεν αυτους, και απηλθον απ' αυτου εν ειρηνη.
32 Proprio in quel giorno arrivarono i servi di Isacco e lo informarono a proposito del pozzo che avevano scavato e gli dissero: «Abbiamo trovato l’acqua».32 Και την ημεραν εκεινην ηλθον οι δουλοι του Ισαακ και ανηγγειλαν προς αυτον περι του φρεατος το οποιον εσκαψαν, και ειπαν προς αυτον, Ευρηκαμεν υδωρ.
33 Allora egli lo chiamò Siba: per questo la città si chiama Bersabea ancora oggi.
33 Και ωνομασεν αυτο Σαβεε? δια τουτο ειναι το ονομα της πολεως Βηρ-σαβεε εως της σημερον.
34 Quando Esaù ebbe quarant’anni, prese in moglie Giuditta, figlia di Beerì l’Ittita, e Basmat, figlia di Elon l’Ittita.34 Ητο δε ο Ησαυ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις γυναικα Ιουδιθ, την θυγατερα Βεηρι του Χετταιου, και Βασεμαθ, την θυγατερα Αιλων του Χετταιου?
35 Esse furono causa d’intima amarezza per Isacco e per Rebecca.35 και αυται ησαν πικρια ψυχης εις τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν.