Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Genesi 21


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Il Signore visitò Sara, come aveva detto, e fece a Sara come aveva promesso.1 Και επεσκεφθη ο Κυριος την Σαρραν, ως ειπε? και εκαμεν ο Κυριος εις την Σαρραν, ως ελαλησε.
2 Sara concepì e partorì ad Abramo un figlio nella vecchiaia, nel tempo che Dio aveva fissato.2 Και συνελαβεν η Σαρρα, και εγεννησεν εις τον Αβρααμ υιον εν τω γηρατι αυτου? κατα τον καιρον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.
3 Abramo chiamò Isacco il figlio che gli era nato, che Sara gli aveva partorito.3 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του υιου αυτου, του γεννηθεντος εις αυτον, τον οποιον η Σαρρα εγεννησεν εις αυτον, Ισαακ.
4 Abramo circoncise suo figlio Isacco quando questi ebbe otto giorni, come Dio gli aveva comandato.4 Περιετεμε δε ο Αβρααμ τον υιον αυτου Ισαακ την ογδοην ημεραν, ως προσεταξεν εις αυτον ο Θεος.
5 Abramo aveva cento anni quando gli nacque il figlio Isacco.5 Ητο δε ο Αβρααμ εκατον ετων, οτε εγεννηθη εις αυτον Ισαακ ο υιος αυτου.
6 Allora Sara disse: «Motivo di lieto riso mi ha dato Dio: chiunque lo saprà riderà lietamente di me!».6 Και ειπεν η Σαρρα, Ο Θεος με εκαμε να γελω? οστις ακουση, θελει γελα μετ' εμου.
7 Poi disse: «Chi avrebbe mai detto ad Abramo che Sara avrebbe allattato figli? Eppure gli ho partorito un figlio nella sua vecchiaia!».
7 Και ειπε, Τις ηθελεν ειπει προς τον Αβρααμ, οτι ηθελε θηλασει τεκνα η Σαρρα; επειδη εγεννησα υιον εν τω γηρατι αυτου.
8 Il bambino crebbe e fu svezzato e Abramo fece un grande banchetto quando Isacco fu svezzato.8 Το δε παιδιον ηυξησε και απεγαλακτισθη? και εκαμεν ο Αβρααμ μεγα συμποσιον, καθ' ην ημεραν απεγαλακτισθη ο Ισαακ.
9 Ma Sara vide che il figlio di Agar l’Egiziana, quello che lei aveva partorito ad Abramo, scherzava con il figlio Isacco.9 Και ειδεν η Σαρρα τον υιον της Αγαρ της Αιγυπτιας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ, περιγελωντα τον Ισαακ.
10 Disse allora ad Abramo: «Scaccia questa schiava e suo figlio, perché il figlio di questa schiava non deve essere erede con mio figlio Isacco».10 Και ειπε προς τον Αβρααμ, Διωξον την δουλην ταυτην και τον υιον αυτης? διοτι δεν θελει κληρονομησει ο υιος της δουλης ταυτης μετα του υιου μου, του Ισαακ.
11 La cosa sembrò un gran male agli occhi di Abramo a motivo di suo figlio.11 Εφανη δε σκληρον σφοδρα το πραγμα εις τους οφθαλμους του Αβρααμ περι του υιου αυτου.
12 Ma Dio disse ad Abramo: «Non sembri male ai tuoi occhi questo, riguardo al fanciullo e alla tua schiava: ascolta la voce di Sara in tutto quello che ti dice, perché attraverso Isacco da te prenderà nome una stirpe.12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, Ας μη φανη σκληρον εις τους οφθαλμους σου περι του παιδιου και περι της δουλης σου? κατα παντα οσα ειπη προς σε η Σαρρα, ακουε τους λογους αυτης? διοτι εν τω Ισαακ θελει κληθη εις σε σπερμα?
13 Ma io farò diventare una nazione anche il figlio della schiava, perché è tua discendenza».
13 και τον υιον δε της δουλης εις εθνος θελω καταστησει αυτον? διοτι ειναι σπερμα σου.
14 Abramo si alzò di buon mattino, prese il pane e un otre d’acqua e li diede ad Agar, caricandoli sulle sue spalle; le consegnò il fanciullo e la mandò via. Ella se ne andò e si smarrì per il deserto di Bersabea.14 Σηκωθεις δε ο Αβρααμ ενωρις το πρωι, ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν εις την Αγαρ, επιθεσας αυτα επι τον ωμον αυτης, και το παιδιον, και απεπεμψεν αυτην. Η δε αναχωρησασα περιεπλανατο εν τη ερημω Βηρ-σαβεε.
15 Tutta l’acqua dell’otre era venuta a mancare. Allora depose il fanciullo sotto un cespuglio15 Και αφου ετελειωσε το υδωρ απο του ασκου, ερριψε το παιδιον υποκατω ενος θαμνου?
16 e andò a sedersi di fronte, alla distanza di un tiro d’arco, perché diceva: «Non voglio veder morire il fanciullo!». Sedutasi di fronte, alzò la voce e pianse.16 και ελθουσα εκαθισεν απεναντι, μακραν εως τοξου βολης? διοτι ειπε, να μη ιδω τον θανατον του παιδιου. Και εκαθισεν απεναντι και υψωσε την φωνην αυτης και εκλαυσεν.
17 Dio udì la voce del fanciullo e un angelo di Dio chiamò Agar dal cielo e le disse: «Che hai, Agar? Non temere, perché Dio ha udito la voce del fanciullo là dove si trova.17 Εισηκουσε δε ο Θεος την φωνην του παιδιου? και εφωνησεν αγγελος Θεου προς την Αγαρ εκ του ουρανου, και ειπε προς αυτην, Τι εχεις, Αγαρ; μη φοβου? διοτι ηκουσεν ο Θεος την φωνην του παιδιου εκ του τοπου ενθα κειται?
18 Àlzati, prendi il fanciullo e tienilo per mano, perché io ne farò una grande nazione».18 σηκωθητι, λαβε το παιδιον, και κρατει αυτο με την χειρα σου? διοτι θελω καταστησει αυτο εις εθνος μεγα.
19 Dio le aprì gli occhi ed ella vide un pozzo d’acqua. Allora andò a riempire l’otre e diede da bere al fanciullo.19 Και ηνοιξεν ο Θεος τους οφθαλμους αυτης, και ιδουσα φρεαρ υδατος υπηγε και εγεμισε τον ασκον υδωρ και εποτισε το παιδιον.
20 E Dio fu con il fanciullo, che crebbe e abitò nel deserto e divenne un tiratore d’arco.20 Και ητο ο Θεος μετα του παιδιου, και ηυξησε, και κατωκησεν εν τη ερημω και εγεινε τοξοτης.
21 Egli abitò nel deserto di Paran e sua madre gli prese una moglie della terra d’Egitto.
21 Και κατωκησεν εν τη ερημω Φαραν? και η μητηρ αυτου ελαβεν εις αυτον γυναικα εκ γης Αιγυπτου.
22 In quel tempo Abimèlec con Picol, capo del suo esercito, disse ad Abramo: «Dio è con te in quello che fai.22 Κατ' εκεινον δε τον καιρον ο Αβιμελεχ, μετα του Φιχολ αρχιστρατηγου της δυναμεως αυτου, ειπε προς τον Αβρααμ, λεγων, Ο Θεος ειναι μετα σου εις παντα οσα πραττεις?
23 Ebbene, giurami qui per Dio che tu non ingannerai né me né la mia prole né i miei discendenti: come io ho agito lealmente con te, così tu agirai con me e con la terra nella quale sei ospitato».23 τωρα λοιπον ομοσον προς εμε εδω εις τον Θεον, οτι δεν θελεις ψευσθη προς εμε, ουτε προς τον υιον μου, ουτε προς τους εγγονους μου? αλλα κατα το ελεος, το οποιον εκαμα εις σε, θελεις καμει εις εμε, και εις την γην οπου παρωκησας.
24 Rispose Abramo: «Io lo giuro».24 Και ειπεν ο Αβρααμ, Εγω θελω ομοσει.
25 Ma Abramo rimproverò Abimèlec a causa di un pozzo d’acqua, che i servi di Abimèlec avevano usurpato.25 Και ελεγξεν ο Αβρααμ τον Αβιμελεχ δια το φρεαρ του υδατος, το οποιον αφηρπασαν οι δουλοι του Αβιμελεχ.
26 Abimèlec disse: «Io non so chi abbia fatto questa cosa: né tu me ne hai informato né io ne ho sentito parlare prima d’oggi».26 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Δεν εξευρω τις επραξε το πραγμα τουτο? και ουτε συ με εφανερωσας και ουτε εγω ηκουσα, ειμη σημερον.
27 Allora Abramo prese alcuni capi del gregge e dell’armento e li diede ad Abimèlec: tra loro due conclusero un’alleanza.27 Και λαβων ο Αβρααμ προβατα και βοας, εδωκεν εις τον Αβιμελεχ? και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην.
28 Poi Abramo mise in disparte sette agnelle del gregge.28 Και εβαλεν ο Αβρααμ κατα μερος επτα θηλυκα αρνια του ποιμνιου.
29 Abimèlec disse ad Abramo: «Che significano quelle sette agnelle che hai messo in disparte?».29 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειναι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια, τα οποια εβαλες κατα μερος;
30 Rispose: «Tu accetterai queste sette agnelle dalla mia mano, perché ciò mi valga di testimonianza che ho scavato io questo pozzo».30 Ο δε ειπεν, Οτι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια θελεις λαβει εκ της χειρος μου, δια να ηναι εις εμε εις μαρτυριον οτι εγω εσκαψα το φρεαρ τουτο.
31 Per questo quel luogo si chiamò Bersabea, perché là fecero giuramento tutti e due.31 δια τουτο ωνομασε τον τοπον εκεινον, Βηρ-σαβεε? διοτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι.
32 E dopo che ebbero concluso l’alleanza a Bersabea, Abimèlec si alzò con Picol, capo del suo esercito, e ritornarono nel territorio dei Filistei.32 Και εκαμον συνθηκην εν Βηρ-σαβεε. Εσηκωθη δε ο Αβιμελεχ και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου, και επεστρεψαν εις την γην των Φιλισταιων.
33 Abramo piantò un tamerisco a Bersabea, e lì invocò il nome del Signore, Dio dell’eternità.33 Και εφυτευσεν ο Αβρααμ δρυμον εν Βηρ-σαβεε? και επεκαλεσθη εκει το ονομα του Κυριου, του αιωνιου Θεου.
34 E visse come forestiero nel territorio dei Filistei per molto tempo.34 Παρωκησε δε ο Αβρααμ εν τη γη των Φιλισταιων ημερας πολλας.