Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Genesi 2


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Così furono portati a compimento il cielo e la terra e tutte le loro schiere.1 Και συνετελεσθησαν ο ουρανος και η γη και πασα η στρατια αυτων.
2 Dio, nel settimo giorno, portò a compimento il lavoro che aveva fatto e cessò nel settimo giorno da ogni suo lavoro che aveva fatto.2 Και ειχε συντετελεσμενα ο Θεος εν τη ημερα τη εβδομη τα εργα αυτου, τα οποια εκαμε? και ανεπαυθη την ημεραν την εβδομην απο παντων των εργων αυτου, τα οποια εκαμε.
3 Dio benedisse il settimo giorno e lo consacrò, perché in esso aveva cessato da ogni lavoro che egli aveva fatto creando.
3 Και ευλογησεν ο Θεος την ημεραν την εβδομην και ηγιασεν αυτην? διοτι εν αυτη ανεπαυθη απο παντων των εργων αυτου, τα οποια εκτισε και εκαμεν ο Θεος.
4 Queste sono le origini del cielo e della terra, quando vennero creati.
Nel giorno in cui il Signore Dio fece la terra e il cielo
4 Αυτη ειναι η γενεσις του ουρανου και της γης, οτε εκτισθησαν αυτα, καθ' ην ημεραν εποιησε Κυριος ο Θεος γην και ουρανον,
5 nessun cespuglio campestre era sulla terra, nessuna erba campestre era spuntata, perché il Signore Dio non aveva fatto piovere sulla terra e non c’era uomo che lavorasse il suolo,5 και παντα τα φυτα του αγρου, πριν γεινωσιν επι της γης, και παντα χορτον του αγρου, πριν βλαστηση? διοτι δεν ειχε βρεξει Κυριος ο Θεος επι της γης, και ανθρωπος δεν ητο δια να εργαζηται την γην
6 ma una polla d’acqua sgorgava dalla terra e irrigava tutto il suolo.6 ? ο ατμος δε ανεβαινεν απο της γης και εποτιζε παν το προσωπον της γης.
7 Allora il Signore Dio plasmò l’uomo con polvere del suolo e soffiò nelle sue narici un alito di vita e l’uomo divenne un essere vivente.
7 Και επλασε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον απο χωματος εκ της γης. και ενεφυσησεν εις τους μυκτηρας αυτου πνοην ζωης, και εγεινεν ο ανθρωπος εις ψυχην ζωσαν.
8 Poi il Signore Dio piantò un giardino in Eden, a oriente, e vi collocò l’uomo che aveva plasmato.8 Και εφυτευσε Κυριος ο Θεος παραδεισον εν τη Εδεμ κατα ανατολας και εθεσεν εκει τον ανθρωπον, τον οποιον επλασε.
9 Il Signore Dio fece germogliare dal suolo ogni sorta di alberi graditi alla vista e buoni da mangiare, e l’albero della vita in mezzo al giardino e l’albero della conoscenza del bene e del male.9 Και Κυριος ο Θεος εκαμε να βλαστηση εκ της γης παν δενδρον ωραιον εις την ορασιν και καλον εις την γευσιν? και το ξυλον της ζωης εν μεσω του παραδεισου και το ξυλον της γνωσεως του καλου και του κακου.
10 Un fiume usciva da Eden per irrigare il giardino, poi di lì si divideva e formava quattro corsi.10 Ποταμος δε εξηρχετο εκ της Εδεμ δια να ποτιζη τον παραδεισον? και εκειθεν εμεριζετο εις τεσσαρας κλαδους.
11 Il primo fiume si chiama Pison: esso scorre attorno a tutta la regione di Avìla, dove si trova l’oro11 Το ονομα του ενος, Φισων? ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Αβιλα? οπου ευρισκεται το χρυσιον?
12 e l’oro di quella regione è fino; vi si trova pure la resina odorosa e la pietra d’ònice.12 το δε χρυσιον της γης εκεινης ειναι καλον? εκει ειναι το βδελλιον και ο λιθος ο ονυχιτης.
13 Il secondo fiume si chiama Ghicon: esso scorre attorno a tutta la regione d’Etiopia.13 Και το ονομα του ποταμου του δευτερου, Γιων? ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Χους.
14 Il terzo fiume si chiama Tigri: esso scorre a oriente di Assur. Il quarto fiume è l’Eufrate.
14 Και το ονομα του ποταμου του τριτου, Τιγρις? ουτος ειναι ο ρεων προς ανατολας της Ασσυριας. Ο δε ποταμος ο τεταρτος, ουτος ειναι ο Ευφρατης.
15 Il Signore Dio prese l’uomo e lo pose nel giardino di Eden, perché lo coltivasse e lo custodisse.
15 Και ελαβε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον και εθεσεν αυτον εν τω παραδεισω της Εδεμ δια να εργαζηται αυτον και να φυλαττη αυτον.
16 Il Signore Dio diede questo comando all’uomo: «Tu potrai mangiare di tutti gli alberi del giardino,16 Προσεταξε δε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ λεγων, Απο παντος δενδρου του παραδεισου ελευθερως θελεις τρωγει,
17 ma dell’albero della conoscenza del bene e del male non devi mangiare, perché, nel giorno in cui tu ne mangerai, certamente dovrai morire».
17 απο δε του ξυλου της γνωσεως του καλου και του κακου δεν θελεις φαγει απ' αυτου? διοτι καθ' ην ημεραν φαγης απ' αυτου, θελεις εξαπαντος αποθανει.
18 E il Signore Dio disse: «Non è bene che l’uomo sia solo: voglio fargli un aiuto che gli corrisponda».18 Και ειπε Κυριος ο Θεος, Δεν ειναι καλον να ηναι ο ανθρωπος μονος? θελω καμει εις αυτον βοηθον ομοιον με αυτον.
19 Allora il Signore Dio plasmò dal suolo ogni sorta di animali selvatici e tutti gli uccelli del cielo e li condusse all’uomo, per vedere come li avrebbe chiamati: in qualunque modo l’uomo avesse chiamato ognuno degli esseri viventi, quello doveva essere il suo nome.19 Επλασε δε Κυριος ο Θεος εκ της γης παντα τα ζωα του αγρου και παντα τα πετεινα του ουρανου, και εφερεν αυτα προς τον Αδαμ, δια να ιδη πως να ονομαση αυτα? και ο, τι ονομα ηθελε δωσει ο Αδαμ εις παν εμψυχον, τουτο να ηναι το ονομα αυτου.
20 Così l’uomo impose nomi a tutto il bestiame, a tutti gli uccelli del cielo e a tutti gli animali selvatici, ma per l’uomo non trovò un aiuto che gli corrispondesse.20 Και εδωκεν ο Αδαμ ονοματα εις παντα τα κτηνη και εις τα πτηνα του ουρανου και εις παντα τα ζωα του αγρου? εις δε τον Αδαμ δεν ευρισκετο βοηθος ομοιος με αυτον.
21 Allora il Signore Dio fece scendere un torpore sull’uomo, che si addormentò; gli tolse una delle costole e richiuse la carne al suo posto.21 Και επεβαλε Κυριος ο Θεος εκστασιν επι τον Αδαμ, και εκοιμηθη? και ελαβε μιαν εκ των πλευρων αυτου και εκλεισε με σαρκα τον τοπον αυτης.
22 Il Signore Dio formò con la costola, che aveva tolta all’uomo, una donna e la condusse all’uomo.22 Και κατεσκευασε Κυριος ο Θεος την πλευραν, την οποιαν ελαβεν απο του Αδαμ, εις γυναικα και εφερεν αυτην προς τον Αδαμ.
23 Allora l’uomo disse:
«Questa volta
è osso dalle mie ossa,
carne dalla mia carne.
La si chiamerà donna,
perché dall’uomo è stata tolta».
23 Και ειπεν ο Αδαμ, Τουτο ειναι τωρα οστουν εκ των οστεων μου και σαρξ εκ της σαρκος μου? αυτη θελει ονομασθη ανδρις, διοτι εκ του ανδρος αυτη εληφθη.
24 Per questo l’uomo lascerà suo padre e sua madre e si unirà a sua moglie, e i due saranno un’unica carne.
24 Δια τουτο θελει αφησει ο ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα αυτου, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου? και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν.
25 Ora tutti e due erano nudi, l’uomo e sua moglie, e non provavano vergogna.25 Ησαν δε και οι δυο γυμνοι, ο Αδαμ και η γυνη αυτου, και δεν ησχυνοντο.