Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Jó 30


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Nunc autem derident me juniores tempore,
quorum non dignabar patres ponere cum canibus gregis mei :
1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
2 quorum virtus manuum mihi erat pro nihilo,
et vita ipsa putabantur indigni :
2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
3 egestate et fame steriles, qui rodebant in solitudine,
squallentes calamitate et miseria.
3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?
4 Et mandebant herbas, et arborum cortices,
et radix juniperorum erat cibus eorum :
4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
5 qui de convallibus ista rapientes,
cum singula reperissent, ad ea cum clamore currebant.
5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.
6 In desertis habitabant torrentium,
et in cavernis terræ, vel super glaream :
6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
7 qui inter hujuscemodi lætabantur,
et esse sub sentibus delicias computabant :
7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?
8 filii stultorum et ignobilium,
et in terra penitus non parentes.
8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
9 Nunc in eorum canticum versus sum,
et factus sum eis in proverbium.
9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
10 Abominantur me, et longe fugiunt a me,
et faciem meam conspuere non verentur.
10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
11 Pharetram enim suam aperuit, et afflixit me,
et frenum posuit in os meum.
11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
12 Ad dexteram orientis calamitates meæ illico surrexerunt :
pedes meos subverterunt,
et oppresserunt quasi fluctibus semitis suis.
12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
13 Dissipaverunt itinera mea ;
insidiati sunt mihi, et prævaluerunt :
et non fuit qui ferret auxilium.
13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
14 Quasi rupto muro, et aperta janua, irruerunt super me,
et ad meas miserias devoluti sunt.
14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
15 Redactus sum in nihilum :
abstulisti quasi ventus desiderium meum,
et velut nubes pertransiit salus mea.
15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
16 Nunc autem in memetipso marcescit anima mea,
et possident me dies afflictionis.
16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
17 Nocte os meum perforatur doloribus,
et qui me comedunt, non dormiunt.
17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
18 In multitudine eorum consumitur vestimentum meum,
et quasi capitio tunicæ succinxerunt me.
18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
19 Comparatus sum luto,
et assimilatus sum favillæ et cineri.
19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
20 Clamo ad te, et non exaudis me :
sto, et non respicis me.
20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.
21 Mutatus es mihi in crudelem,
et in duritia manus tuæ adversaris mihi.
21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
22 Elevasti me, et quasi super ventum ponens ;
elisisti me valide.
22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
23 Scio quia morti trades me,
ubi constituta est domus omni viventi.
23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
24 Verumtamen non ad consumptionem eorum emittis manum tuam :
et si corruerint, ipse salvabis.
24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
25 Flebam quondam super eo qui afflictus erat,
et compatiebatur anima mea pauperi.
25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
26 Expectabam bona, et venerunt mihi mala :
præstolabar lucem, et eruperunt tenebræ.
26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
27 Interiora mea efferbuerunt absque ulla requie :
prævenerunt me dies afflictionis.
27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
28 Mœrens incedebam sine furore ;
consurgens, in turba clamabam.
28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
29 Frater fui draconum,
et socius struthionum.
29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
30 Cutis mea denigrata est super me,
et ossa mea aruerunt præ caumate.
30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
31 Versa est in luctum cithara mea,
et organum meum in vocem flentium.
31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.