Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 24


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Ma si accese di bel nuovo il furor del Signore contro Israele, e Davidde in loro danno si mosse a dar ordini, che si facesse il registro della gente d’Israele e di Giuda.1 Και εξηφθη παλιν η οργη του Κυριου εναντιον του Ισραηλ, και διηγειρε τον Δαβιδ εναντιον αυτων να ειπη, Υπαγε, αριθμησον τον Ισραηλ και τον Ιουδαν.
2 Il re adunque disse a Gioab capo del suo esercito: Va attorno per tutte le tribù d'Israele da Dan fino a Bersabea, e fa registro del popolo, ond'io ne sappia il numero.2 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, τον αρχηγον του στρατευματος, οστις ητο μετ' αυτου? Διελθε τωρα πασας τας φυλας του Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, και απαριθμησον τον λαον, δια να μαθω τον αριθμον του λαου.
3 E Gioab rispose al re; II Signore Dio tuo moltiplichi il tuo popolo al doppio di quello che è, e anche a cento volte più sotto gli occhi del re mio signore; ma che pretende il re mio signore in facendo tal cosa?3 Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον βασιλεα, Ειθε Κυριος ο Θεος σου να προσθεση εις τον λαον εκατονταπλασιον αφ' ο, τι ειναι, και να ιδωσιν οι οφθαλμοι του κυριου μου του βασιλεως? πλην δια τι ο κυριος μου ο βασιλευς επιθυμει το πραγμα τουτο;
4 Ma la parola del re la vinse contro il dire di Gioab, e de' capi dell'esercito, e Gioab, e i principi de' soldati partirono dalla presenza del re per andare a far il conto del popolo d'Israele.4 Ο λογος ομως του βασιλεως υπερισχυσεν επι τον Ιωαβ και επι τους αρχηγους του στρατευματος? και ηλθεν ο Ιωαβ και οι αρχηγοι του στρατευματος απ' εμπροσθεν του βασιλεως, δια να απαριθμησωσι τον λαον τον Ισραηλ.
5 E passato che ebbero il Giordano, arrivarono ad Aroer dal lato destro della città che è nella valle di Gad:5 Και διεβησαν τον Ιορδανην και εστρατοπεδευσαν εν Αροηρ, εκ των δεξιων της πολεως, της εν μεσω της φαραγγος Γαδ, και προς Ιαζηρ.
6 E passati per Jazer entrarono in Galaad, e nel paese inferiore di Hodsi giunsero fino alle boscaglie di Dan, e girando attorno a Sidone,6 Επειτα ηλθον εις Γαλααδ και εις την γην Ταχτιμ-οδσει? και ηλθον εις Δαν-ιααν και περιξ, εως της Σιδωνος?
7 Passarono presso le mura di Tiro, e per tutto il paese degli Hevei, e dei Cananei, e arrivarono a Bersabea dalla parte meridionale di Giuda:7 και ηλθον εις το φρουριον της Τυρου και εις πασας τας πολεις των Ευαιων και των Χαναναιων? και εξηλθον κατα το νοτιον του Ιουδα εις Βηρ-σαβεε.
8 E avendo scorso tutto il paese, tornarono a Gerusalemme dopo nove mesi, e venti giorni.8 Αφου δε περιωδευσαν πασαν την γην, ηλθον εις Ιερουσαλημ, εις το τελος εννεα μηνων και εικοσι ημερων.
9 E Gioab diede al re il computo del registro del popolo, e si trovarono d'Israele ottocento mila uomini fatti, e buoni per la guerra: e di Giuda cinquecento mila combattenti.9 Και εδωκεν ο Ιωαβ εις τον βασιλεα το κεφαλαιον της απαριθμησεως του λαου? και ησαν ο Ισραηλ οκτακοσιαι χιλιαδες ανδρες δυναμεως συροντες ρομφαιαν? και οι ανδρες του Ιουδα πεντακοσιαι χιλιαδες.
10 Ma Davidde provò al cuore un rimorso dopo che fu fatto il computo del popolo, e David disse al Signore: Io ho peccato assai in questo fatto; ma ti prego, o Signore, a condonare questo peccato al tuo servo; perocché io ho operato con troppa stoltezza.10 Και η καρδια του Δαβιδ εκτυπησεν αυτον, αφου απηριθμησε τον λαον. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον, Ημαρτησα σφοδρα, πραξας τουτο? και τωρα, δεομαι σου, Κυριε, αφαιρεσον την ανομιαν του δουλου σου, οτι εμωρανθην σφοδρα.
11 E alzato che fu Davidde la mattina, il Signore parlò a Gad Profeta, e Veggente di Davidde, e gli disse:11 Και οτε εσηκωθη ο Δαβιδ το πρωι, ο λογος του Κυριου ηλθε προς τον Γαδ τον προφητην, τον βλεποντα του Δαβιδ, λεγων,
12 Va a dire a Davidde: Queste cose dice il Signore: Ti vien data la scelta di tre cose; eleggi una di queste, quella che tu vorrai, che io ti mandi.12 Υπαγε και ειπε προς τον Δαβιδ, ουτω λεγει Κυριος? Τρια πραγματα εγω προβαλλω εις σε? εκλεξον εις σεαυτον εν εκ τουτων, και θελω σοι καμει αυτο.
13 E Gad essendosi presentato a Davidde, recò a lui questa nuova, e disse: O per sette anni sarà la fame nel tuo paese: o per tre mesi fuggirai i tuoi nemici, e quelli t'inseguiranno, o almeno per tre dì sarà pestilenza nel tuo reame. Or tu adunque consulta, e vedi qual risposta io abbia da dare a lui, che mi ha mandato.13 Ηλθε λοιπον ο Γαδ προς τον Δαβιδ και ανηγγειλε προς αυτον και ειπε προς αυτον, Θελεις να επελθωσιν εις σε επτα ετη πεινης επι την γην σου; η τρεις μηνας να φευγης απ' εμπροσθεν των εχθρων σου και να σε διωκωσιν; η τρεις ημερας να ηναι θανατικον εν τη γη σου; τωρα συλλογισθητι, και ιδε ποιαν αποκρισιν θελω φερει προς τον αποστειλαντα με.
14 E Davidde disse a Gad: Sono in grandi strettezze; ma è meglio che io cada nelle mani del Signore, (di cui grandi son le misericordie) che nelle mani degli uomini.14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Γαδ, Στενα μοι πανταχοθεν σφοδρα? ας πεσω λοιπον εις την χειρα του Κυριου, διοτι ειναι πολλοι οι οικτιρμοι αυτου? εις χειρα δε ανθρωπου ας μη πεσω.
15 E il Signore mandò la peste in Israele da quella mattina fino al tempo stabilito; e morirono del popolo da Dan fino a Bersabea, settanta mila persone.15 Απεστειλε λοιπον ο Κυριος θανατικον επι τον Ισραηλ, απο πρωιας μεχρι του διωρισμενου καιρου? και απεθανον εκ του λαου, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων.
16 E mentre l'Angelo del Signore stendea la sua mano sopra Gerusalemme per desolarla, il Signore ebbe pietà di tanta sciagura, e disse all'Angelo sterminatore del popolo: Basta: ritieni adesso la tua mano. Or l'Angelo del Signore stava presso l’aja di Areuna Jebuseo.16 Και οτε ο αγγελος εξετεινε την χειρα αυτου κατα της Ιερουσαλημ, δια να απολεση αυτην, μετεμεληθη ο Κυριος περι του κακου, και ειπε προς τον αγγελον, οστις εκαμεν εν τω λαω την φθοραν, Αρκει ηδη? συρε την χειρα σου. Ητο δε ο αγγελος του Κυριου πλησιον του αλωνιου του Ορνα του Ιεβουσαιου.
17 E Davidde, quando ebbe veduto l'Angelo, che percuoteva il popolo, disse al Signore: Io son quegli, che ho peccato, io che ho operato iniquamente: che hann'eglino fatto costoro, che son le pecore? Contro di me, ti prego, rivolgasi la tua mano, e contro la casa del padre mio.17 Και ελαλησεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον, οτε ειδε τον αγγελον τον θανατονοντα τον λαον, και ειπεν, Ιδου, εγω ημαρτον και εγω ηνομησα? ταυτα δε τα προβατα τι επραξαν; κατ' εμου λοιπον εστω η χειρ σου και κατα του οικου του πατρος μου.
18 E Gad andò quel giorno a trovare Davidde, e gli disse: Va, ed ergi un altare al Signore nell'aia di Areuna Jebuseo.18 Και ηλθεν ο Γαδ την ημεραν εκεινην προς τον Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Αναβα, στησον θυσιαστηριον εις τον Κυριον εν τω αλωνιω Ορνα του Ιεβουσαιου.
19 E andò Davidde secondo la parola dettagli da Gad per ordine del Signore.19 Και ανεβη ο Δαβιδ κατα τον λογον του Γαδ, ως προσεταξεν ο Κυριος.
20 E Areuna alzando gli occhi vide, che il re co' suoi servi andavano verso di lui:20 Και ανεβλεψεν ο Ορνα και ειδε τον βασιλεα και τους δουλους αυτου ερχομενους προς αυτον? και εξηλθεν ο Ορνα και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
21 E andogli incontro, e lo adorò prostrandosi per terra, e disse: Qual è la ragione, per cui il re mio Signore viene a casa del suo servo? E David gli disse: Per comprar la tua aia, ed ergervi un aliare al Signore, affinchè cessi la mortalità, che infierisce contro del popolo.21 Και ειπεν ο Ορνα, Δια τι ηλθεν ο κυριος μου ο βασιλευς προς τον δουλον αυτου; Και ειπεν ο Δαβιδ, Δια να αγορασω το αλωνιον παρα σου, δια να οικοδομησω θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και να σταθη η πληγη απο του λαου.
22 E Areuna disse a, Davidde: Se la prenda il re mio signore, e la consacri come a lui piace: eccoti i bovi pell’olocausto, e il carro, e il giogo de' buoi, che serviranno per legna (da fuoco).22 Και ειπεν ο Ορνα προς τον Δαβιδ, Ας λαβη ο κυριος μου ο βασιλευς και ας προσφερη εις θυσιαν ο, τι φαινεται αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου? ιδου, οι βοες εις ολοκαυτωμα και τα αλωνικα εργαλεια και τα εργαλεια των βοων δια ξυλα.
23 Tutto diede il re Areuna al re: e soggiunse Areuna al re: II Signore Dio tuo gradisca il tuo voto.23 Τα παντα εδωκεν ο Ορνα, ως βασιλευς, εις τον βασιλεα. Και ειπεν ο Ορνα προς τον βασιλεα, Κυριος ο Θεος σου να ευαρεστηθη εις σε.
24 E il re rispose, e disse: Non andrà la cosa, come vuoi tu, ma io ne pagherò a te il prezzo, e non offerirò al Signore Dio mio olocausto &mi- in dono. Davidde adunque comprò l’aia, e i bovi per cinquanta sicli d’argento.24 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ορνα, Ουχι, αλλα θελω εξαπαντος αγορασει αυτο παρα σου δια αντιπληρωμης? διοτι δεν θελω προσφερει ολοκαυτωματα εις Κυριον τον Θεον μου δωρεαν. Και ηγορασεν ο Δαβιδ το αλωνιον και τους βοας δια πεντηκοντα σικλων αργυριου.
25 E Davidde eresse in quel luogo un altare al Signore, e offerse olocausti, e ostie pacifiche: e il Signore si placò verso il paese, e fu posto fine alla mortalità, che straziava Israele.25 Και ωκοδομησεν ο Δαβιδ εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας. Και εξιλεωθη ο Κυριος προς την γην, και εσταθη η πληγη απο του Ισραηλ.