Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 14


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Di lì a due giorni era la pasqua e gli azzimi, ed i sommi sacerdo­ti e gli Scribi cercavano il modo di prendere Gesù con inganno ed ucciderlo.1 Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.
2 Ma dicevano: Non di festa, che non avvenga tumulto nel popolo.2 Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.
3 Or mentre egli si trovava in Befania in casa di Simone il lebbroso, ed era a tavola, venne una donna con un alabastro d'unguento prezioso, di nardo schietto e, rotto l'alabastro, glielo versò sulla tosta.3 Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.
4 E alcuni, indignati, cominciarono a dire: A che tanto scialacquo d'unguento?4 Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες? Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;
5 chè potevasi quest'unguento vendere a più di trecento danari da distribuirsi ai poveri: e fremevan contro di lei.5 διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους? και ωργιζοντο κατ' αυτης.
6 Ma Gesù disse: Lasciatela fare; perchè la rimproverate? Ha fatto una buona azione verso di me,6 Αλλ' ο Ιησους ειπεν? Αφησατε αυτην? δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.
7 chè i poveri li avete sempre con voi o potete far loro del bene quanto vorrete, me però non avrete sempre.7 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους? εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
8 Ha fatto quanto poteva, ungendo anticipatamente il mio corpo per la sepoltura.8 Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε? προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.
9 Vi dico in verità, che in tutto il mondo, ovunque sarà predicato questo Vangelo, si racconterà in sua ricordanza quanto essa ha fatto.9 Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.
10 E Giuda Iscariote, uno dei dodici, andò dai capi dei sacerdoti per consegnarlo in loro potere.10 Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.
11 E quelli, uditolo, si rallegrarono e gli promisero del danaro. E cercava l'occasione opportuna di tradirlo.11 Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια? και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.
12 Or il primo giorno degli azzimi quando immolavan la pasqua, i suoi discepoli gli dicono: Dove vuoi che andiamo ad apparecchiarti per mangiare la pasqua?12 Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
13 Ed egli invia due dei suoi discepoli dicendo loro: Andate in città, e vi verrà incontro un uomo con una brocca d'acqua seguitelo13 Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον,
14 e, dove entrerà, dite al padrone di casa: Il Maestro dice: dov'è la mia sala per mangiare la pasqua coi miei discepoli?14 και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει? Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;
15 Ed egli vi farà vedere un gran cenacolo già pronto; lì apparecchiato per noi.15 Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον? εκει ετοιμασατε εις ημας.
16 I suoi discepoli andarono e, giunti in città, trovarono come egli aveva loro detto, e apparecchiarono la pasqua.16 Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.
17 E, fattosi sera, egli vi andò coi dodici.17 Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα?
18 E mentre erano a tavola e mangiavano, Gesù disse: In verità vi dico che uno di voi mi tradirà, chi mangia meco.18 και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.
19 Allora essi incominciarono a rattristarsi e a dirgli ad uno ad uno:19 Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος? Μηπως εγω; και αλλος? Μηπως εγω;
20 Son forse io? Ed egli rispose loro: Uno dei dodici che intinge meco la mano nel piatto.20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.
21 Il Figlio dell'uomo se ne va, come di lui sta scritto, ma guai a quell'uomo per cui esso è tradito. Era meglio per tal uomo non essere mai nato.21 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
22 E mentre erano a tavola e mangiavano, Gesù prese del pane: e, benedettolo, lo spezzò e lo diede loro, dicendo: Prendete, questo è il mio corpo.22 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε? λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου.
23 E preso il calice e rese le grazie, lo diede ad essi, e ne bevvero tutti.23 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.
24 E disse loro: Questo è il mio sangue, del nuovo testamento, il quale sarà sparso per molti.24 Και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.
25 In verità vi dico: non berrò più di questo succo di vite fino al giorno in cui lo berrò nuovo nel regno di Dio.25 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.
26 E detto l'inno, andarono al monte degli Olivi.26 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,
27 E Gesù disse loro: Tutti patirete scandalo per cagion mia in questa notte; poiché sta scritto: Percuoterò il pastore e le pecore saranno disperse.27 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα?
28 Ma, risuscitato che sia, vi precederò in Galilea.28 αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
29 Ma Pietro gli disse: Se anche tutti si scandalizzeranno, per tua cagiono, io mai.29 Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον? Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.
30 E Gesù a lui: In verità ti dico, oggi, in questa notte, prima che il gallo canti per la seconda volta, mi rinnegherai per tre volte.30 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.
31 Ma egli con più veemenza dichiarava: Dovessi anche morir con te, non ti rinnegherò. E lo stesso dicevano gli altri.31 Ο δε ετι μαλλον ελεγεν? Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.
32 Poi vennero in un podere detto Getsemani; e disse ai suoi discepoli: Fermatevi qui finché sto a pregare.32 Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου? Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω?
33 E prese con sé Pietro, Giacomo e Giovanni. E cominciò a dar segni di spavento e di tedio.33 και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.
34 E disse loro: L'anima mia è triste fino alla morte, rimanete qui e vegliate.34 Και λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε.
35 E inoltratosi un poco, si prostrò per terra e pregò che, se fosse possibile, da lui s'allontanasse quell'ora.35 Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,
36 E diceva: Abba, Padre, tutto ti è possibile; allontana da me questo calice, però non quello che voglio io, ma quello che tu vuoi.36 και ελεγεν? Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε? απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.
37 E tornato a loro li trovò addormentati. E disse a Pietro: Simone dormi? Non sei stato capace di vegliare neppure un'ora?37 Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον? Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;
38 Vigilate e pregate per non cadere in tentazione; lo spirito sì, è pronto; ma la carne è debole.38 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον? το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
39 E andò di nuovo a pregare, dicendo le stesse parole.39 Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.
40 E tornato, li trovò ancora addormentati, che cascavano dal sonno, e non sapevano cosa rispondergli.40 Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.
41 Ritornò la terza volta e disse loro: Dormite? pure e riposatevi. Basta! L'ora è giunta, ecco il Figlio dell'uomo sarà dato in mano dei peccatori.41 Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει? ηλθεν η ωρα? ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.
42 Alzatevi, andiamo: ecco, chi mi tradisce è vicino.42 Εγερθητε, υπαγωμεν? ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.
43 E mentre ancora parlava, giunse Giuda Iscariote, uno dei dodici, e con lui gran turba armata di spade e di bastoni, mandata dai sommi sacerdoti, dagli Scribi e dagli anziani.43 Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.
44 Or il traditore aveva loro dato questo segno: Chi bacierò è lui: pigliatelo e portatelo via con precauzione.44 Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.
45 E come arrivò, subito accostatosi a lui, disse: Salute, Maestro. E lo baciò.45 Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει? Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
46 E gli altri gli misero le mani addosso e lo catturarono.46 Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.
47 Ma uno dei presenti, sfoderata la spada, ferì un servo del sommo sacerdote? e gli staccò un orecchio.47 Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.
48 E Gesù rivoltosi a loro disse: Come fossi un ladrone, siete venuti a prendermi con spade e bastoni?48 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;
49 Tutti i giorni ero con voi nel tempio ad insegnare e non mi arrestaste. Ma si devono adempire le Scritture.49 καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.
50 Allora i discepoli di lui, abbandonatolo, fuggirono tutti.50 Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.
51 Ma un giovanetto seguiva Gesù coperto di una veste di lino sulla nuda carne e lo presero.51 Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου? και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.
52 Ma lui lasciata andare la veste, nudo se ne fuggì da loro.52 Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.
53 E condussero Gesù dal sommo sacerdote, e vi si radunarono tutti i sacerdoti e gli Scribi e gli anziani.53 Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα? και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.
54 Pietro lo seguì da lontano fm dentro il cortile del sommo sacerdote; e seduto coi servi al fuoco, si scaldava.54 Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.
55 Intanto i sommi sacerdoti e tutto il Sinedrio cercavano testimonianze contro Gesù, per farlo morire; nè le trovavano.55 Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.
56 Molti però deponevano il falso contro di lui, ma non concordavano le loro deposizioni.56 Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.
57 Ed alcuni, alzatisi, attestarono il falso contro di lui, dicendo:57 Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες
58 Lo abbiamo sentito dire: Io distruggerò questo tempio fatto colle mani, e in tre giorni ne riedificherò un altro non fatto colle mani.58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.
59 Ma la loro testimonianza non era concorde.59 Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.
60 E alzatosi in mezzo il sommo sacerdote, domandò a Gesù: Niente rispondi a quanto da essi contro di te è testimoniato?60 Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
61 Ma egli tacque e nulla rispose. Da capo il sommo sacerdote lo interrogò e gli disse: Sei tu il Cristo, Figlio di Dio benedetto?61 Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;
62 E Gesù rispose: Sì, lo sono; e vedrete il Figlio dell'uomo assiso alla destra della potenza di Dio venire sulle nubi del cielo.62 Ο δε Ιησους ειπεν? Εγω ειμαι? και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.
63 E il sommo sacerdote, stracciatesi le vesti, esclamò: Che bisogno abbiamo più di testimoni?63 Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;
64 Avete sentita la bestemmia? Che ve ne pare? E tutti lo condannarono come reo di morte.64 ηκουσατε την βλασφημιαν? τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.
65 E alcuni presero a sputargli addosso e velargli la faccia e a schiaffeggiarlo, dicendogli: Indovina. E i servi gli davano delle percosse.65 Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον? Προφητευσον? και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.
66 Or mentre Pietro era giù nel cortile, capitò lì una serva del sommo sacerdote,66 Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,
67 e visto Pietro a scaldarsi, disse, dopo averlo squadrato: Anche tu eri con Gesù Nazareno.67 και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει? Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.
68 Ma egli negò, dicendo: Nè lo conosco, nè so che cosa tu voglia dire. E uscì fuori davanti all'atrio e un gallo cantò.68 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.
69 Ma la serva, veduto di nuovo, cominciò a dire agli astanti: Costui è di quelli.69 Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.
70 E Pietro di nuovo negò. Ma di lì a poco i circostanti dissero un'altra volta a Pietro: Di sicuro, tu devi essere di quelli; difatti sei Galileo.70 Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον? Αληθως εξ αυτων εισαι? διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.
71 Ed egli allora cominciò ad imprecarsi e a giurare: Non conosco l'uomo di cui parlate.71 Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.
72 E subito il gallo cantò per la seconda volta. Allora Pietro si ricordò della parola che gli aveva detta Gesù: Prima che il gallo canti la seconda volta, tu mi rinnegherai per tre volte. E si mise a piangere.72 Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.