Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Giosuè 2


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Giosuè, figlio di Nun, di nascosto inviò da Sittìm due spie, ingiungendo: «Andate, osservate il territorio e Gerico». Essi andarono ed entrarono in casa di una prostituta di nome Raab. Lì dormirono.
1 Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει.
2 Fu riferito al re di Gerico: «Guarda che alcuni degli Israeliti sono venuti qui, questa notte, per esplorare il territorio».2 Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην.
3 Allora il re di Gerico mandò a dire a Raab: «Fa’ uscire gli uomini che sono venuti da te e sono entrati in casa tua, perché sono venuti a esplorare tutto il territorio».3 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου? διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην.
4 Allora la donna prese i due uomini e, dopo averli nascosti, rispose: «Sì, sono venuti da me quegli uomini, ma non sapevo di dove fossero.4 Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν?
5 All’imbrunire, quando stava per chiudersi la porta della città, uscirono e non so dove siano andati. Inseguiteli, presto! Li raggiungerete di certo».
5 ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον? δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες? τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους.
6 Ella invece li aveva fatti salire sulla terrazza e li aveva nascosti fra gli steli di lino che teneva lì ammucchiati.6 Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος.
7 Quelli li inseguirono sulla strada del Giordano, fino ai guadi, e si chiuse la porta della città, dopo che furono usciti gli inseguitori.
7 Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων? και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη.
8 Quegli uomini non si erano ancora coricati quando la donna salì da loro sulla terrazza,8 Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα.
9 e disse loro: «So che il Signore vi ha consegnato la terra. Ci è piombato addosso il terrore di voi e davanti a voi tremano tutti gli abitanti della regione,9 Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην? και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ' ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας?
10 poiché udimmo che il Signore ha prosciugato le acque del Mar Rosso davanti a voi, quando usciste dall’Egitto, e quanto avete fatto ai due re amorrei oltre il Giordano, Sicon e Og, da voi votati allo sterminio.10 επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου? και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε?
11 Quando l’udimmo, il nostro cuore venne meno e nessuno ha più coraggio dinanzi a voi, perché il Signore, vostro Dio, è Dio lassù in cielo e quaggiù sulla terra.11 και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας? διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω.
12 Ora giuratemi per il Signore che, come io ho usato benevolenza con voi, così anche voi userete benevolenza con la casa di mio padre; datemi dunque un segno sicuro12 Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου? και δοτε εις εμε σημειον πιστεως,
13 che lascerete in vita mio padre, mia madre, i miei fratelli, le mie sorelle e quanto loro appartiene e risparmierete le nostre vite dalla morte».13 οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου.
14 Quegli uomini le dissero: «Siamo disposti a morire al vostro posto, purché voi non riveliate questo nostro accordo; quando poi il Signore ci consegnerà la terra, ti tratteremo con benevolenza e lealtà».
14 Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε.
15 Allora ella li fece scendere con una corda dalla finestra, dal momento che la sua casa era addossata alla parete delle mura, e là ella abitava,15 Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος? διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει.
16 e disse loro: «Andate verso i monti, perché non v’incontrino gli inseguitori. Rimanete nascosti là tre giorni, fino al loro ritorno; poi andrete per la vostra strada».16 Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες? και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες? και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας.
17 Quegli uomini le risposero: «Saremo sciolti da questo giuramento che ci hai richiesto, se non osservi queste condizioni:17 Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν?
18 quando noi entreremo nella terra, legherai questa cordicella di filo scarlatto alla finestra da cui ci hai fatto scendere e radunerai dentro casa, presso di te, tuo padre, tua madre, i tuoi fratelli e tutta la famiglia di tuo padre.18 ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας? και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν?
19 Chiunque uscirà fuori dalla porta della tua casa, sarà responsabile lui della sua vita, non noi; per chiunque invece starà con te in casa, saremo responsabili noi, se gli si metteranno le mani addosso.19 και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι? οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ' αυτον?
20 Ma se tu rivelerai questo nostro accordo, noi saremo liberi dal giuramento che ci hai richiesto».20 αλλ' εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν.
21 Ella rispose: «Sia come dite». Poi li congedò e quelli se ne andarono. Ella legò la cordicella scarlatta alla finestra.
21 Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν? αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα.
22 Se ne andarono e raggiunsero i monti. Vi rimasero tre giorni, finché non furono tornati gli inseguitori. Gli inseguitori li avevano cercati in ogni direzione, senza trovarli.22 Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες? και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ' ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν.
23 Quei due uomini allora presero la via del ritorno, scesero dai monti e attraversarono il fiume. Vennero da Giosuè, figlio di Nun, e gli raccontarono tutto quanto era loro accaduto.23 Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους.
24 Dissero a Giosuè: «Il Signore ha consegnato nelle nostre mani tutta la terra e davanti a noi tremano già tutti gli abitanti della regione».24 Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην? και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων.