Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 2


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Mentre stava compiendosi il giorno della Pentecoste, si trovavano tutti insieme nello stesso luogo.1 Και οτε ηλθεν η ημερα της Πεντηκοστης, ησαν απαντες ομοθυμαδον εν τω αυτω τοπω.
2 Venne all’improvviso dal cielo un fragore, quasi un vento che si abbatte impetuoso, e riempì tutta la casa dove stavano.2 Και εξαιφνης εγεινεν ηχος εκ του ουρανου ως ανεμου βιαιως φερομενου, και εγεμισεν ολον τον οικον οπου ησαν καθημενοι?
3 Apparvero loro lingue come di fuoco, che si dividevano, e si posarono su ciascuno di loro,3 και εφανησαν εις αυτους διαμεριζομεναι γλωσσαι ως πυρος, και εκαθησεν επι ενα εκαστον αυτων,
4 e tutti furono colmati di Spirito Santo e cominciarono a parlare in altre lingue, nel modo in cui lo Spirito dava loro il potere di esprimersi.
4 και επλησθησαν απαντες Πνευματος Αγιου, και ηρχισαν να λαλωσι ξενας γλωσσας, καθως το Πνευμα εδιδεν εις αυτους να λαλωσιν.
5 Abitavano allora a Gerusalemme Giudei osservanti, di ogni nazione che è sotto il cielo.5 Ησαν δε κατοικουντες εν Ιερουσαλημ Ιουδαιοι, ανδρες ευλαβεις απο παντος εθνους των υπο τον ουρανον?
6 A quel rumore, la folla si radunò e rimase turbata, perché ciascuno li udiva parlare nella propria lingua.6 και καθως εγεινεν η φωνη αυτη, συνηλθε το πληθος και συνεταραχθη, διοτι ηκουον αυτους εις εκαστος λαλουντας με την ιδιαν αυτου διαλεκτον.
7 Erano stupiti e, fuori di sé per la meraviglia, dicevano: «Tutti costoro che parlano non sono forse Galilei?7 Εξεπληττοντο δε παντες και εθαυμαζον, λεγοντες προς αλληλους? Ιδου, παντες ουτοι οι λαλουντες δεν ειναι Γαλιλαιοι;
8 E come mai ciascuno di noi sente parlare nella propria lingua nativa?8 Και πως ημεις ακουομεν εκαστος εν τη ιδια ημων διαλεκτω, εν η εγεννηθημεν;
9 Siamo Parti, Medi, Elamiti, abitanti della Mesopotamia, della Giudea e della Cappadòcia, del Ponto e dell’Asia,9 Παρθοι και Μηδοι και Ελαμιται και οι κατοικουντες την Μεσοποταμιαν, την Ιουδαιαν τε και Καππαδοκιαν, τον Ποντον και την Ασιαν,
10 della Frìgia e della Panfìlia, dell’Egitto e delle parti della Libia vicino a Cirene, Romani qui residenti,10 την Φρυγιαν τε και την Παμφυλιαν, την Αιγυπτον και τα μερη της Λιβυης της κατα την Κυρηνην και οι παρεπιδημουντες Ρωμαιοι, Ιουδαιοι τε και προσηλυτοι,
11 Giudei e prosèliti, Cretesi e Arabi, e li udiamo parlare nelle nostre lingue delle grandi opere di Dio».11 Κρητες και Αραβες, ακουομεν αυτους λαλουντας εν ταις γλωσσαις ημων τα μεγαλεια του Θεου.
12 Tutti erano stupefatti e perplessi, e si chiedevano l’un l’altro: «Che cosa significa questo?».12 Εθαυμαζον δε παντες και ηπορουν, αλλος προς αλλον λεγοντες? Τι σημαινει τουτο;
13 Altri invece li deridevano e dicevano: «Si sono ubriacati di vino dolce».
13 Αλλοι δε χλευαζοντες ελεγον οτι ειναι μεστοι απο γλυκυν οινον.
14 Allora Pietro con gli Undici si alzò in piedi e a voce alta parlò a loro così: «Uomini di Giudea, e voi tutti abitanti di Gerusalemme, vi sia noto questo e fate attenzione alle mie parole.14 Σταθεις δε ο Πετρος μετα των ενδεκα, υψωσε την φωνην αυτου και ελαλησε προς αυτους? Ανδρες Ιουδαιοι και παντες οι κατοικουντες την Ιερουσαλημ, τουτο ας ηναι γνωστον εις εσας και ακουσατε τους λογους μου.
15 Questi uomini non sono ubriachi, come voi supponete: sono infatti le nove del mattino;15 Διοτι ουτοι δεν ειναι μεθυσμενοι, καθως σεις νομιζετε? διοτι ειναι τριτη ωρα της ημερας?
16 accade invece quello che fu detto per mezzo del profeta Gioele:
16 αλλα τουτο ειναι το ρηθεν δια του προφητου Ιωηλ?
17 Avverrà: negli ultimi giorni – dice Dio –
su tutti effonderò il mio Spirito;
i vostri figli e le vostre figlie profeteranno,
i vostri giovani avranno visioni
e i vostri anziani faranno sogni.
17 Και εν ταις εσχαταις ημεραις, λεγει ο Θεος, Θελω εκχεει απο του Πνευματος μου επι πασαν σαρκα, και θελουσι προφητευσει οι υιοι σας και αι θυγατερες σας, και οι νεανισκοι σας θελουσιν ιδει ορασεις, και οι πρεσβυτεροι σας θελουσιν ενυπνιασθη ενυπνια?
18 E anche sui miei servi e sulle mie serve
in quei giorni effonderò il mio Spirito
ed essi profeteranno.
18 και ετι επι τους δουλους μου και επι τας δουλας μου εν ταις ημεραις εκειναις θελω εκχεει απο του Πνευματος μου, και θελουσι προφητευσει?
19 Farò prodigi lassù nel cielo
e segni quaggiù sulla terra,
sangue, fuoco e nuvole di fumo.
19 και θελω δειξει τερατα εν τω ουρανω ανω και σημεια επι της γης κατω, αιμα και πυρ και ατμιδα καπνου?
20 Il sole si muterà in tenebra
e la luna in sangue,
prima che giunga il giorno del Signore,
giorno grande e glorioso.
20 ο ηλιος θελει μεταστραφη εις σκοτος και η σεληνη εις αιμα, πριν ελθη η ημερα του Κυριου η μεγαλη και επιφανης.
21 E avverrà:
chiunque invocherà il nome del Signore sarà salvato.
21 Και πας οστις αν επικαλεσθη το ονομα του Κυριου, θελει σωθη.
22 Uomini d’Israele, ascoltate queste parole: Gesù di Nàzaret – uomo accreditato da Dio presso di voi per mezzo di miracoli, prodigi e segni, che Dio stesso fece tra voi per opera sua, come voi sapete bene –,22 Ανδρες Ισραηλιται, ακουσατε τους λογους τουτους? τον Ιησουν τον Ναζωραιον, ανδρα αποδεδειγμενον προς εσας απο του Θεου δια θαυματων και τεραστιων και σημειων, τα οποια ο Θεος εκαμε δι' αυτου εν μεσω υμων, καθως και σεις εξευρετε,
23 consegnato a voi secondo il prestabilito disegno e la prescienza di Dio, voi, per mano di pagani, l’avete crocifisso e l’avete ucciso.23 τουτον λαβοντες παραδεδομενον κατα την ωρισμενην βουλην και προγνωσιν του Θεου, δια χειρων ανομων σταυρωσαντες εθανατωσατε?
24 Ora Dio lo ha risuscitato, liberandolo dai dolori della morte, perché non era possibile che questa lo tenesse in suo potere.24 τον οποιον ο Θεος ανεστησε, λυσας τας ωδινας του θανατου, διοτι δεν ητο δυνατον να κρατηται υπ' αυτου.
25 Dice infatti Davide a suo riguardo:
Contemplavo sempre il Signore innanzi a me;
egli sta alla mia destra, perché io non vacilli.
25 Επειδη ο Δαβιδ λεγει περι αυτου? Εβλεπον τον Κυριον ενωπιον μου διαπαντος, διοτι ειναι εκ δεξιων μου δια να μη σαλευθω.
26 Per questo si rallegrò il mio cuore ed esultò la mia lingua,
e anche la mia carne riposerà nella speranza,
26 Δια τουτο ευφρανθη η καρδια μου και ηγαλλιασεν η γλωσσα μου? ετι δε και η σαρξ μου θελει αναπαυθη επ' ελπιδι.
27 perché tu non abbandonerai la mia vita negli inferi
né permetterai che il tuo Santo subisca la corruzione.
27 Διοτι δεν θελεις εγκαταλειψει την ψυχην μου εν τω αδη ουδε θελεις αφησει τον οσιον σου να ιδη διαφθοραν.
28 Mi hai fatto conoscere le vie della vita,
mi colmerai di gioia con la tua presenza.
28 Εφανερωσας εις εμε οδους ζωης, θελεις με χορτασει απο ευφροσυνης δια του προσωπου σου.
29 Fratelli, mi sia lecito dirvi francamente, riguardo al patriarca Davide, che egli morì e fu sepolto e il suo sepolcro è ancora oggi fra noi.29 Ανδρες αδελφοι, δυναμαι να σας ειπω μετα παρρησιας περι του πατριαρχου Δαβιδ οτι και ετελευτησε και εταφη, και το μνημα αυτου ειναι παρ' ημιν μεχρι της ημερας ταυτης.
30 Ma poiché era profeta e sapeva che Dio gli aveva giurato solennemente di far sedere sul suo trono un suo discendente,30 Επειδη λοιπον ητο προφητης και ηξευρεν οτι μεθ' ορκου ωμοσε προς αυτον ο Θεος, οτι εκ του καρπου της οσφυος αυτου θελει αναστησει κατα σαρκα τον Χριστον δια να καθιση αυτον επι του θρονου αυτου,
31 previde la risurrezione di Cristo e ne parlò: questi non fu abbandonato negli inferi, né la sua carne subì la corruzione.
31 προιδων ελαλησε περι της αναστασεως του Χριστου οτι δεν εγκατελειφθη η ψυχη αυτου εν τω αδη ουδε η σαρξ αυτου ειδε διαφθοραν.
32 Questo Gesù, Dio lo ha risuscitato e noi tutti ne siamo testimoni.32 Τουτον τον Ιησουν ανεστησεν ο Θεος, του οποιου παντες ημεις ειμεθα μαρτυρες.
33 Innalzato dunque alla destra di Dio e dopo aver ricevuto dal Padre lo Spirito Santo promesso, lo ha effuso, come voi stessi potete vedere e udire.33 Αφου λοιπον υψωθη δια της δεξιας του Θεου και ελαβε παρα του Πατρος την επαγγελιαν του Αγιου Πνευματος, εξεχεε τουτο, το οποιον τωρα σεις βλεπετε και ακουετε.
34 Davide infatti non salì al cielo; tuttavia egli dice:
Disse il Signore al mio Signore:
siedi alla mia destra,
34 Διοτι ο Δαβιδ δεν ανεβη εις τους ουρανους, λεγει ομως αυτος, Ειπεν ο Κυριος προς τον Κυριον μου, καθου εκ δεξιων μου,
35 finché io ponga i tuoi nemici
come sgabello dei tuoi piedi.
35 εωσου θεσω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου.
36 Sappia dunque con certezza tutta la casa d’Israele che Dio ha costituito Signore e Cristo quel Gesù che voi avete crocifisso».
36 Βεβαιως λοιπον ας εξευρη πας ο οικος του Ισραηλ οτι ο Θεος Κυριον και Χριστον εκαμεν αυτον τουτον τον Ιησουν, τον οποιον σεις εσταυρωσατε.
37 All’udire queste cose si sentirono trafiggere il cuore e dissero a Pietro e agli altri apostoli: «Che cosa dobbiamo fare, fratelli?».37 Αφου δε ηκουσαν ταυτα, ηλθεν εις κατανυξιν η καρδια αυτων, και ειπον προς τον Πετρον και τους λοιπους αποστολους? Τι πρεπει να καμωμεν, ανδρες αδελφοι;
38 E Pietro disse loro: «Convertitevi e ciascuno di voi si faccia battezzare nel nome di Gesù Cristo, per il perdono dei vostri peccati, e riceverete il dono dello Spirito Santo.38 Και ο Πετρος ειπε προς αυτους? Μετανοησατε, και ας βαπτισθη εκαστος υμων εις το ονομα του Ιησου Χριστου εις αφεσιν αμαρτιων, και θελετε λαβει την δωρεαν του Αγιου Πνευματος.
39 Per voi infatti è la promessa e per i vostri figli e per tutti quelli che sono lontani, quanti ne chiamerà il Signore Dio nostro».39 Διοτι προς εσας ειναι η επαγγελια και προς τα τεκνα σας και προς παντας τους εις μακραν, οσους αν προσκαλεση Κυριος ο Θεος ημων.
40 Con molte altre parole rendeva testimonianza e li esortava: «Salvatevi da questa generazione perversa!».40 Και με αλλους πολλους λογους διεμαρτυρετο και προετρεπε, λεγων, Σωθητε απο της διεστραμμενης ταυτης γενεας.
41 Allora coloro che accolsero la sua parola furono battezzati e quel giorno furono aggiunte circa tremila persone.
41 Εκεινοι λοιπον μετα χαρας δεχθεντες τον λογον αυτου εβαπτισθησαν, και προσετεθησαν εν εκεινη τη ημερα εως τρεις χιλιαδες ψυχαι.
42 Erano perseveranti nell’insegnamento degli apostoli e nella comunione, nello spezzare il pane e nelle preghiere.42 Και ενεμενον εν τη διδαχη των αποστολων και εν τη κοινωνια και εν τη κλασει του αρτου και εν ταις προσευχαις.
43 Un senso di timore era in tutti, e prodigi e segni avvenivano per opera degli apostoli.43 Κατελαβε δε πασαν ψυχην φοβος, και πολλα τεραστια και σημεια εγινοντο δια των αποστολων.
44 Tutti i credenti stavano insieme e avevano ogni cosa in comune;44 Και παντες οι πιστευοντες ησαν ομου και ειχον τα παντα κοινα,
45 vendevano le loro proprietà e sostanze e le dividevano con tutti, secondo il bisogno di ciascuno.45 και τα κτηματα και τα υπαρχοντα αυτων επωλουν και διεμοιραζον αυτα εις παντας, καθ' ην εκαστος ειχε χρειαν.
46 Ogni giorno erano perseveranti insieme nel tempio e, spezzando il pane nelle case, prendevano cibo con letizia e semplicità di cuore,46 Και καθ' ημεραν εμμενοντες ομοθυμαδον εν τω ιερω και κοπτοντες τον αρτον κατ' οικους, μετελαμβανον την τροφην εν αγαλλιασει και απλοτητι καρδιας,
47 lodando Dio e godendo il favore di tutto il popolo. Intanto il Signore ogni giorno aggiungeva alla comunità quelli che erano salvati.47 δοξολογουντες τον Θεον και ευρισκοντες χαριν ενωπιον ολου του λαου. Ο δε Κυριος προσεθετε καθ' ημεραν εις την εκκλησιαν τους σωζομενους.