Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Geremia 8


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 «In quel tempo – oracolo del Signore – si estrarranno dai loro sepolcri le ossa dei re di Giuda, quelle dei suoi capi, dei sacerdoti, dei profeti e degli abitanti di Gerusalemme.1 Εν τω καιρω εκεινω, λεγει Κυριος, θελουσιν εκριψει τα οστα των βασιλεων του Ιουδα και τα οστα των αρχοντων αυτου και τα οστα των ιερεων, και τα οστα των προφητων και τα οστα των κατοικων της Ιερουσαλημ, απο των ταφων αυτων?
2 Esse saranno sparse in onore del sole, della luna e di tutto l’esercito del cielo che essi amarono, servirono, seguirono, consultarono e adorarono. Non saranno più raccolte né sepolte, ma diverranno come letame sul suolo.2 και θελουσιν απλωσει αυτα κατεναντι του ηλιου και της σεληνης και κατεναντι πασης της στρατιας του ουρανου, τα οποια ηγαπησαν και τα οποια ελατρευσαν και οπισω των οποιων περιεπατησαν και τα οποια εξεζητησαν και τα οποια προσεκυνησαν? δεν θελουσι συναχθη ουδε ταφη? θελουσιν εισθαι δια κοπριαν επι του προσωπου της γης.
3 Allora la morte sarà preferibile alla vita, per quanti di questa razza malvagia riusciranno a sopravvivere nei luoghi dove li avrò dispersi. Oracolo del Signore degli eserciti.
3 Και ο θανατος θελει εισθαι προτιμοτερος παρα την ζωην εις απαν το υπολοιπον των εναπολειφθεντων απο εκεινης της πονηρας γενεας, οσοι ηθελον μεινει εν πασι τοις τοποις, οπου ηθελον εξωσει αυτους, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
4 Tu dirai loro: Così dice il Signore:
Forse chi cade non si rialza
e chi sbaglia strada non torna indietro?
4 Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Εαν τις πεση, δεν σηκονεται; εαν τις εκκλινη, δεν θελει επιστρεψει;
5 Perché allora questo popolo
continua a ribellarsi,
persiste nella malafede,
e rifiuta di convertirsi?
5 Δια τι ο λαος ουτος της Ιερουσαλημ εστραφη παντοτεινην στροφην; προσηλονονται εις την απατην, αρνουνται να επιστρεψωσιν.
6 Ho ascoltato attentamente:
non parlano come dovrebbero.
Nessuno si pente della sua malizia,
e si domanda: “Che cosa ho fatto?”.
Ognuno prosegue la sua corsa senza voltarsi,
come un cavallo lanciato nella battaglia.
6 Ηκροασθην και ηκουσα, αλλα δεν ελαλησαν εν ευθυτητι? δεν υπαρχει ουδεις μετανοων απο της κακιας αυτου, λεγων, Τι επραξα; πας τις εστραφη εις την οδον αυτου, ως ιππος εφορμων εις την μαχην.
7 La cicogna nel cielo
conosce il tempo per migrare,
la tortora, la rondinella e la gru
osservano il tempo del ritorno;
il mio popolo, invece, non conosce
l’ordine stabilito dal Signore.
7 Και αυτος ο πελαργος εν τω ουρανω γνωριζει τους διωρισμενους καιρους αυτου? και η τρυγων και ο γερανος και η χελιδων φυλαττουσι τον καιρον της ελευσεως αυτων? ο δε λαος μου δεν γνωριζει την κρισιν του Κυριου.
8 Come potete dire: “Noi siamo saggi,
perché abbiamo la legge del Signore”?
A menzogna l’ha ridotta
lo stilo menzognero degli scribi!
8 Πως λεγετε, Ειμεθα σοφοι, και ο νομος του Κυριου ειναι μεθ' ημων; ιδου, βεβαιως εις ματην εγεινε τουτο? ο καλαμος των γραμματεων ειναι ψευδης.
9 I saggi restano confusi,
sconcertati e presi come in un laccio.
Ecco, hanno rigettato la parola del Signore:
quale sapienza possono avere?
9 Οι σοφοι κατησχυνθησαν, επτοηθησαν και συνεληφθησαν, διοτι απερριψαν τον λογον του Κυριου? και ποια σοφια ειναι εν αυτοις;
10 Per questo darò le loro donne a stranieri,
i loro campi ai conquistatori,
perché dal piccolo al grande
tutti commettono frode;
dal profeta al sacerdote
tutti praticano la menzogna.
10 Δια τουτο θελω δωσει τας γυναικας αυτων εις αλλους, τους αγρους αυτων εις εκεινους οιτινες θελουσι κληρονομησει αυτους? διοτι πας τις απο μικρου εως μεγαλου εδοθη εις πλεονεξιαν? απο προφητου εως ιερεως, πας τις πραττει ψευδος.
11 Curano alla leggera la ferita della figlia del mio popolo,
dicendo: “Pace, pace!”, ma pace non c’è.
11 Διοτι ιατρευσαν το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επιπολαιως, λεγοντες, Ειρηνη, ειρηνη? και δεν υπαρχει ειρηνη.
12 Dovrebbero vergognarsi dei loro atti abominevoli,
ma non si vergognano affatto,
non sanno neppure arrossire.
Per questo cadranno vittime come gli altri;
nell’ora in cui li visiterò, crolleranno, dice il Signore.
12 Μηπως ησχυνθησαν οτι επραξαν βδελυγμα; μαλιστα ουδολως δεν ησχυνθησαν ουδε ηρυθριασαν? δια τουτο θελουσι πεσει μεταξυ των πιπτοντων? εν τω καιρω της επισκεψεως αυτων θελουσιν απολεσθη, ειπε Κυριος.
13 Li mieto e li anniento
– oracolo del Signore –;
non c’è più uva sulla vite
né fichi sul fico,
anche le foglie sono avvizzite.
Ho procurato per loro degli invasori.
13 Εξαπαντος θελω αναλωσει αυτους, λεγει Κυριος? δεν θελουσιν εισθαι σταφυλαι εν τη αμπελω ουδε συκα εν τη συκεα και το φυλλον θελει μαρανθη? και τα αγαθα, τα οποια εδωκα εις αυτους, θελουσι φυγει απ' αυτων.
14 “Perché ce ne stiamo seduti?
Radunatevi ed entriamo nelle città fortificate
e moriamo in esse,
poiché il Signore, nostro Dio, ci fa perire.
Egli ci fa bere acque avvelenate,
perché abbiamo peccato contro il Signore.
14 Δια τι καθημεθα; συναχθητε και ας εισελθωμεν εις τας οχυρας πολεις και ας κατασιωπησωμεν εκει, διοτι Κυριος ο Θεος ημων κατεσιωπησεν ημας και εποτισεν ημας υδωρ χολης, επειδη ημαρτησαμεν εις τον Κυριον.
15 Aspettavamo la pace, ma non c’è alcun bene,
il tempo della guarigione, ed ecco il terrore!”.
15 Επροσμειναμεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον? καιρον θεραπειας, αλλ' ιδου, ταραχη.
16 Da Dan si sente lo sbuffare dei suoi cavalli;
al rumore dei nitriti dei suoi destrieri
trema tutta la terra.
Vengono e divorano la terra e quanto in essa si trova,
la città e i suoi abitanti.
16 Το φρυαγμα των ιππων αυτου ηκουσθη απο Δαν? πασα η γη εσεισθη απο του ηχου του χρεμετισμου των ρωμαλεων ιππων αυτου? διοτι ηλθον και κατεφαγον την γην και το πληρωμα αυτης? την πολιν και τους κατοικουντας εν αυτη?
17 Ecco, sto per mandarvi serpenti velenosi
contro i quali non esiste incantesimo,
e vi morderanno».
Oracolo del Signore.
17 διοτι, ιδου, εγω εξαποστελλω προς εσας οφεις, βασιλισκους, οιτινες δεν θελουσι γοητευεσθαι αλλα θελουσι σας δαγκανει, λεγει Κυριος.
18 Senza rimedio cresce il mio dolore,
e il mio cuore viene meno.
18 Ηθελησα να παρηγορηθω απο της λυπης, αλλ' η καρδια μου ειναι εκλελυμενη εντος μου.
19 Ecco, odo le grida della figlia del mio popolo
da una terra sconfinata:
«Non c’è il Signore in Sion,
il suo re non vi abita più?».
«Perché mi hanno provocato all’ira con i loro idoli
e con nullità straniere?».
19 Ιδου, φωνη κραυγης της θυγατρος του λαου μου απο γης μακρας. Δεν ειναι ο Κυριος εν Σιων; ο βασιλευς αυτης δεν ειναι εν αυτη; Δια τι με παρωργισαν με τα γλυπτα αυτων, με ματαιοτητας ξενας;
20 «È passata la stagione della messe, è finita l’estate
e noi non siamo stati salvati».
20 Παρηλθεν ο θερισμος, ετελειωσε το θερος, και ημεις δεν εσωθημεν.
21 Per la ferita della figlia del mio popolo sono affranto,
sono costernato, l’orrore mi ha preso.
21 Δια το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επληγωθην, ειμαι εις πενθος, εκπληξις με κατελαβε.
22 Non v’è più balsamo in Gàlaad?
Non c’è più nessun medico?
Perché non si cicatrizza
la ferita della figlia del mio popolo?
22 Δεν ειναι βαλσαμον εν Γαλααδ; δεν ειναι εκει ιατρος; δια τι λοιπον η θυγατηρ του λαου μου δεν ανελαβε την υγειαν αυτης;
23 Chi farà del mio capo una fonte di acqua,
dei miei occhi una sorgente di lacrime,
per piangere giorno e notte
gli uccisi della figlia del mio popolo?