Salmos 41
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBLIA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Del maestro de coro. Salmo. De David. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Μακαριος ο επιβλεπων εις τον πτωχον? εν ημερα θλιψεως θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος. |
2 ¡Dichoso el que cuida del débil y del pobre! En día de desgracia le libera Yahveh; | 2 Ο Κυριος θελει φυλαξει αυτον και διατηρησει την ζωην αυτου? μακαριος θελει εισθαι επι της γης? και δεν θελεις παραδωσει αυτον εις την επιθυμιαν των εχθρων αυτου. |
3 Yahveh le guarda, vida y dicha en la tierra le depara, y no le abandona a la saña de sus enemigos; | 3 Ο Κυριος θελει ενδυναμονει αυτον επι της κλινης της ασθενειας? εν τη αρρωστια αυτου συ θελεις στρονει ολην την κλινην αυτου. |
4 le sostiene Yahveh en su lecho de dolor; tú rehaces entera la postración en que se sume. | 4 Εγω ειπα, Κυριε, ελεησον με? ιασαι την ψυχην μου, διοτι ημαρτον εις σε. |
5 Yo he dicho: «Tenme piedad, Yahveh, sana mi alma, pues contra ti he pecado!» | 5 Οι εχθροι μου λεγουσι κακα περι εμου, Ποτε θελει αποθανει, και θελει απολεσθη το ονομα αυτου; |
6 Mis enemigos hablan mal contra mí: «¿Cuándo se morirá y se perderá su nombre?» | 6 Και εαν τις ερχηται να με ιδη, ομιλει ματαιοτητα? η καρδια αυτου συναγει εις εαυτην ανομιαν? εξελθων εξω, λαλει αυτην. |
7 Si alguien viene a verme, habla de cosas fútiles, el corazón repleto de maldad, va a murmurar afuera. | 7 Κατ' εμου ψιθυριζουσιν ομου παντες οι μισουντες με? κατ' εμου διαλογιζονται κακα λεγοντες, |
8 A una cuchichean contra mí todos los que me odian, me achacan la desgracia que me aqueja: | 8 Πραγμα κακον εκολληθη εις αυτον? και κατακοιτος ων δεν θελει πλεον σηκωθη. |
9 «Cosa de infierno ha caído sobre él, ahora que se ha acostado, ya no ha de levantarse». | 9 Και αυτος ο ανθρωπος, μετα του οποιου εζων ειρηνικως, επι τον οποιον ηλπισα, οστις ετρωγε τον αρτον μου, εσηκωσεν επ' εμε πτερναν. |
10 Hasta mi amigo íntimo en quien yo confiaba, el que mi pan comía, levanta contra mí su calcañar. | 10 Αλλα συ, Κυριε, ελεησον με και αναστησον με, και θελω ανταποδωσει εις αυτους. |
11 Mas tú, Yahveh, tenme piedad, levántame y les daré su merecido; | 11 Εκ τουτου γνωριζω οτι συ με ευνοεις, επειδη δεν θριαμβευει κατ' εμου ο εχθρος μου. |
12 en esto sabré que tú eres mi amigo: si mi enemigo no lanza más su grito contra mí; | 12 Εμε δε, συ με εστηριξας εις την ακεραιοτητα μου, και με εστερεωσας ενωπιον σου εις τον αιωνα. |
13 y a mí me mantendrás en mi inocencia, y ante tu faz me admitirás por siempre. | 13 Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, απ' αιωνος και εως αιωνος. Αμην και αμην. |
14 ¡Bendito sea Yahveh, Dios de Israel, desde siempre hasta siempre! ¡Amén! ¡Amén! |