1 Alzati poi gli occhi osservò de' ricchi, che gettavano le loro offerte nel gazofilaccio. | 1 Αναβλεψας δε ειδε τους πλουσιους, τους βαλλοντας τα δωρα αυτων εις το γαζοφυλακιον? |
2 E vide dipoi anche una poverella vedova, la quale vi gettò due piccioli. | 2 ειδε δε και χηραν τινα πτωχην, βαλλουσαν εκει δυο λεπτα, |
3 E disse: Veracemente vi dico, che questa povera vedova ha messo più di tutti: | 3 και ειπεν? Αληθως σας λεγω οτι η πτωχη αυτη χηρα εβαλε περισσοτερον παντων? |
4 Imperocché tutti coloro hanno offerto a Dio parte di quello, che loro sopravanzava: ma colei del suo necessario ha offerto quanto aveva per sostentarsi. | 4 διοτι απαντες ουτοι εκ του περισσευματος αυτων εβαλον εις τα δωρα του Θεου, αυτη ομως εκ του υστερηματος αυτης εβαλεν ολην την περιουσιαν οσην ειχε. |
5 E dicendo taluni riguardo al tempio, che egli era fabbricato di belle pietre, e ornato di doni, rispose: | 5 Και ενω τινες ελεγον περι του ιερου οτι ειναι εστολισμενον με λιθους ωραιους και αφιερωματα, ειπε? |
6 Di queste cose, che voi vedete,tempo verrà, che non resterà pietra sopra pietra, che non sia stritolata. | 6 Ταυτα, τα οποια θεωρειτε, θελουσιν ελθει ημεραι, εις τας οποιας δεν θελει αφεθη λιθος επι λιθον, οστις δεν θελει κατακρημνισθη. |
7 E gli domandarono: Maestro, quando sia, che avvengano tali cose; e quale sarà il segno, che siano prossime ad accadere? | 7 Ηρωτησαν δε αυτον, λεγοντες? Διδασκαλε, ποτε λοιπον θελουσι γεινει ταυτα και τι το σημειον, οταν μελλωσι ταυτα να γεινωσιν; |
8 Ed egli rispose: Badate di non esser sedotti: imperocché molti verranno sotto il mio nome, e diranno: Son io: e il tempo è vicino: non andate adunque dietro a loro. | 8 Ο δε ειπε? Βλεπετε μη πλανηθητε? διοτι πολλοι θελουσιν ελθει εν τω ονοματι μου, λεγοντες οτι Εγω ειμαι και Ο καιρος επλησιασε. Μη υπαγητε λοιπον οπισω αυτων. |
9 Quando poi sentirete parlare di guerre, e di sedizioni, non vi sbigottite: bisogna, che prima tali cose succedano; ma non sarà ancora si tosto la fine. | 9 Οταν δε ακουσητε πολεμους και ακαταστασιας, μη φοβηθητε? διοτι πρεπει ταυτα να γεινωσι πρωτον, αλλα δεν ειναι ευθυς το τελος. |
10 Allora diceva loro: Si solleverà popolo contro popolo, e reame contro reame. | 10 Τοτε ελεγε προς αυτους? θελει εγερθη εθνος επι εθνος και βασιλεια επι βασιλειαν, |
11 E saranno fieri terremoti in diversi luoghi, e pestilenze, e carestie, e cose spaventevoli nel cielo, e prodigj grandi. | 11 και θελουσι γεινει κατα τοπους σεισμοι μεγαλοι και πειναι και λοιμοι, και θελουσιν εισθαι φοβητρα και σημεια μεγαλα απο του ουρανου. |
12 Ma prima di tutto questo vi metteranno le mani addosso, e vi perseguiteranno, traggendovi alle sinagoghe, e alle prigioni, e vi strascineranno dinanzi ai re, e ai presidi per causa del nome mio. | 12 Προ δε τουτων παντων θελουσιν επιβαλει εφ' υμας τας χειρας αυτων, και θελουσι σας καταδιωξει, παραδιδοντες εις συναγωγας και φυλακας, φερομενους εμπροσθεν βασιλεων και ηγεμονων ενεκεν του ονοματος μου? |
13 E questo avverrà per la vostra testimonianza. | 13 και τουτο θελει αποβη εις εσας προς μαρτυριαν. |
14 Tenete dunque fisso in cuor vostro di non premeditare quel, che abbiate a rispondere: | 14 Βαλετε λοιπον εις τας καρδιας σας να μη προμελετατε τι να απολογηθητε? |
15 Imperocché io darò a voi un parlare, e una sapienza, cui non potran resistere, né contraddire tutti i vostri nemici. | 15 διοτι εγω θελω σας δωσει στομα και σοφιαν, εις την οποιαν δεν θελουσι δυνηθη να αντιλογησωσιν ουδε να αντισταθωσι παντες οι εναντιοι σας. |
16 Ma sarete traditi dai genitori, dai fratelli, da' parenti, e amici, e parte di voi ne faranno morire: | 16 Θελετε δε παραδοθη και υπο γονεων και αδελφων και συγγενων και φιλων, και θελουσι θανατωσει τινας εξ υμων, |
17 E sarete in odio a tutti per causa del nome mio: | 17 και θελετε εισθαι μισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου? |
18 Ma non perirà un solo capello del vostro capo. | 18 πλην θριξ εκ της κεφαλης σας δεν θελει χαθη? |
19 Guadagnerete le anime vostre mediante la pazienza. | 19 δια της υπομονης σας αποκτησατε τας ψυχας σας. |
20 Quando poi vedrete Gerusalemme circondata d'esercito, allora sappiate, che la sua desolazione e vicina: | 20 Οταν δε ιδητε την Ιερουσαλημ περικυκλουμενην υπο στρατοπεδων, τοτε γνωρισατε οτι επλησιασεν η ερημωσις αυτης. |
21 Allora chi si trova nella Giudea, fugga nelle montagne: e chi sta dentro di lei, si ritiri: e chi è per le campagne, non vi rientri: | 21 Τοτε οι οντες εν τη Ιουδαια ας φευγωσιν εις τα ορη, και οι εν μεσω αυτης ας αναχωρωσιν εξω, και οι εν τοις αγροις ας μη εμβαινωσιν εις αυτην, |
22 Imperocché giorni di vendetta sono quegli, affinchè tutto quello, che è stato scritto, si adempia. | 22 διοτι ημεραι εκδικησεως ειναι αυται, δια να πληρωθωσι παντα τα γεγραμμενα. |
23 Ma guai alle donne gravide, e che daran latte in que' giorni: imperocché in grandi strettezze sarà il paese,e l'ira addosso a questo popolo. | 23 Ουαι δε εις τας εγκυμονουσας και τας θηλαζουσας εν εκειναις ταις ημεραις? διοτι θελει εισθαι μεγαλη στενοχωρια επι της γης και οργη κατα του λαου τουτου, |
24 E periranno di spada: e saranno menati schiavi tra tutte le nazoni, e Gerusalemme sarà calcata dalle genti: fino a tanto che compiti siano i tempi delle genti. | 24 και θελουσι πεσει εν στοματι μαχαιρας και θελουσι φερθη αιχμαλωτοι εις παντα τα εθνη, και η Ιερουσαλημ θελει εισθαι πατουμενη υπο εθνων, εωσου εκπληρωθωσιν οι καιροι των εθνων. |
25 E saran prodigj nel sole, nella luna, e nelle stelle, e pel mondo le nazioni in costernazione per lo sbigottimento (causato) dal fiotto del mare, e dell'onde: | 25 Και θελουσιν εισθαι σημεια εν τω ηλιω και τη σεληνη και τοις αστροις, και επι της γης στενοχωρια εθνων εν απορια, και θελει ηχει η θαλασσα και τα κυματα, |
26 Consumandosi gli uomini per la paura, e per l'espettazione di quanto sarà per accadere a tutto l'universo: imperocché le virtù de' cieli saranno scommosse. | 26 οι ανθρωποι θελουσιν αποψυχει εκ του φοβου και προσδοκιας των επερχομενων δεινων εις την οικουμενην? διοτι αι δυναμεις των ουρανων θελουσι σαλευθη. |
27 E allora vedranno il Figliuolo dell'uomo venire sopra una nuvola con po testà grande, e maestà. | 27 Και τοτε θελουσιν ιδει τον Υιον του ανθρωπου ερχομενον εν νεφελη μετα δυναμεως και δοξης πολλης. |
28 Quando poi queste cose principieranno ad effettuarsi, mirate in su, e alzate le vostre teste; perché la redenzione vostra è vicina. | 28 Οταν δε ταυτα αρχισωσι να γινωνται, ανακυψατε και σηκωσατε τας κεφαλας σας, διοτι πλησιαζει η απολυτρωσις σας. |
29 E disse loro una similitudine: Osservate il fico, e tutte le piante: | 29 Και ειπε προς αυτους παραβολην? Ιδετε την συκην και παντα τα δενδρα. |
30 Quando queste hanno già buttato, sapete, che la state è vicina; | 30 Οταν ηδη ανοιξωσι, βλεποντες γνωριζετε αφ' εαυτων οτι ηδη το θερος ειναι πλησιον. |
31 Così pure voi quando vedrete tali cose succedere, sappiate, che il regno di Dio è vicino. | 31 Ουτω και σεις, οταν ιδητε ταυτα γινομενα, εξευρετε οτι ειναι πλησιον η βασιλεια του Θεου. |
32 In verità vi dico, che non passerà questa generazione, fino a tanto che tutto si adempia. | 32 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελει παρελθει η γενεα αυτη, εωσου γεινωσι παντα ταυτα. |
33 Il cielo, e la terra passeranno: ma le mie parole non passeranno. | 33 Ο ουρανος και η γη θελουσι παρελθει, οι δε λογοι μου δεν θελουσι παρελθει. |
34 Vegliate sopra voi stessi, onde non avvenga, che siano i vostri cuori depressi dalle crapole, e dalle ubbriachezze, e dalle cure della vita presente: e repentinamente vi venga addosso quella giornata: | 34 Προσεχετε δε εις εαυτους μηποτε βαρυνθωσιν αι καρδιαι σας απο κραιπαλης και μεθης και μεριμνων βιωτικων, και επελθη αιφνιδιος εφ' υμας η ημερα εκεινη? |
35 Imperocché sarà quasi laccio, che cadrà sopra tutti coloro, che abitano sulla superficie della terra. | 35 διοτι ως παγις θελει επελθει επι παντας τους καθημενους επι προσωπον πασης της γης. |
36 Vegliate adunque in ogni tempo, pregando di esser fatti degni di schivare tutte queste cose, che devono avvenire, e di stare con fiducia dinanzi al figliuolo dell'uomo. | 36 Αγρυπνειτε λοιπον δεομενοι εν παντι καιρω, δια να καταξιωθητε να εκφυγητε παντα ταυτα τα μελλοντα να γεινωσι και να σταθητε εμπροσθεν του Υιου του ανθρωπου. |
37 E Gesù stava il giorno insegnando nel tempio: e la notte usciva, e faceva sua dimora sul monte chiamato Uliveto. | 37 Και τας μεν ημερας εδιδασκεν εν τω ιερω, τας δε νυκτας εξερχομενος διενυκτερευεν εις το ορος το ονομαζομενον Ελαιων? |
38 E tutto il popolo andava dì buon mattino da lui al tempio per ascoltarlo. | 38 και πας ο λαος απο του ορθρου συνηρχετο προς αυτον εν τω ιερω δια να ακουη αυτον. |