Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 16


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Or quando David ebbe valicata di poco la cima del monte, comparve Siba, servo di Miphiboseth, che andogli incontro con due asini carichi di dugento pani, e di cento penzoli di uva secca, e di cento canestri di fichi, e di un otre di vino.1 Και οτε ο Δαβιδ επερασεν ολιγον κορυφην, ιδου, Σιβα, ο υπηρετης του Μεμφιβοσθε, συνηντησεν αυτον, μετα δυο ονων σαμαρωμενων, εχων επ' αυτους διακοσιους αρτους και εκατον βοτρυς σταφιδων και εκατον αρμαθιας θερινων καρπων και ασκον οινου.
2 E il re disse a Siba: A che fine queste cose? E Siba rispose: Gli asini pei domestici del re, che li cavalchino; i pani, e i fichi, perchè li mangino i tuoi servi: e il vino, perchè ne beva chiunque si trovi spossato nel deserto.2 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιβα, Δια τι φερεις ταυτα; Ο δε Σιβα ειπεν, Οι ονοι ειναι δια την οικογενειαν του βασιλεως δια να επικαθηται, και οι αρτοι και οι θερινοι καρποι δια να τρωγωσιν οι νεοι? ο δε οινος, δια να πινωσιν οσοι ατονισωσιν εν τη ερημω.
3 E il re disse: Dov'è il figliuolo del tuo signore? E Siba rispose al re: Egli è restato in Gerusalemme, e dice: Oggi il Signore d'Israele renderà a me il regno del padre mio,3 Τοτε ειπεν ο βασιλευς, Και που ειναι ο υιος του κυριου σου; Και ειπεν ο Σιβα προς τον βασιλεα, Ιδου, καθηται εν Ιερουσαλημ? διοτι ειπε, Σημερον ο οικος Ισραηλ θελει επιστρεψει προς εμε την βασιλειαν του πατρος μου.
4 E il re disse a Siba: Tutto quello che possedeva Miphiboseth è tuo. E Siba disse: Io, o re mio signore, chieggo di trovar grazia dinanzi a te.4 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιβα, Ιδου, ιδικα σου ειναι παντα τα υπαρχοντα του Μεμφιβοσθε. Και ειπεν ο Σιβα, Δεομαι υποκλινως να ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ.
5 Arrivò adunque il re David fino a Bahurim; e ad un tratto ne uscì fuora un uomo imparentato colla casa di Saul, per nome Semei, figliuolo di Gera, e facendosi più dappresso proferiva maledizioni.5 Και οτε ηλθεν ο βασιλευς Δαβιδ εως Βαουρειμ, ιδου, εξηρχετο εκειθεν ανθρωπος εκ της συγγενειας του οικου του Σαουλ, ονομαζομενος Σιμει, υιος του Γηρα? και εξελθων, ηρχετο καταρωμενος.
6 E gettava sassi contro Davidde, e contro tutti i servi del re Davidde: or tutto il popolo, e tutti i combattenti camminavano a destra, e a sinistra del re.6 Και ερριπτε λιθους επι τον Δαβιδ και επι παντας τους δουλους του βασιλεως Δαβιδ? πας δε ο λαος και παντες οι δυνατοι ησαν εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.
7 E queste erano le parole, colle quali Semei malediceva David: Vattene, vattene, uomo sanguinario, uomo di Belial.7 Και ουτως ελεγεν ο Σιμει καταρωμενος, Εξελθε, εξελθε, ανηρ αιματων και ανηρ κακοποιε?
8 Il Signore ti fa pagare il fio di tutto il sangue della casa di Saul: poiché tu usurpasti il suo regno, e il Signore ha trasportato il reame nelle mani di Assalonne tuo figliuolo: ed ecco che ti opprimono i mali tuoi, perchè tu se' un uomo sanguinario.8 επεστρεψεν ο Κυριος κατα σου παντα τα αιματα του οικου του Σαουλ, αντι του οποιου εβασιλευσας? και παρεδωκεν ο Κυριος την βασιλειαν εις την χειρα Αβεσσαλωμ του υιου σου? και ιδου, συ επιασθης εν τη κακια σου, διοτι εισαι ανηρ αιματων.
9 Ma Abisai figliuolo di Sarvia disse al re: Dovrà egli questo cane morto maledire il re mio signore? Andrò io a troncargli la testa.9 Τοτε ειπε προς τον βασιλεα Αβισαι ο υιος της Σερουιας, Δια τι ουτος ο νεκρος κυων καταραται τον κυριον μου τον βασιλεα; αφες, παρακαλω, να περασω και να κοψω την κεφαλην αυτου.
10 E il re disse: Che avete da far con me voi, figliuoli di Sarvia? lasciate ch'ei maledica: imperocché il Signore gli ha ordinato di maledir David: e chi ardirà di domandargli conto del perchè così faccia?10 Ο δε βασιλευς ειπε, Τι μεταξυ εμου και ημων, υιοι της Σερουιας; ας καταραται, διοτι ο Κυριος ειπε προς αυτον, Καταρασθητι τον Δαβιδ. Τις λοιπον θελει ειπει, Δια τι εκαμες ουτω;
11 Disse ancora il re ad Abisai, e a tutti i suoi servi: Ecco che un mio figliuolo generato da me vuol la mia vita: non debb'egli far peggio un figliuolo di Jemini? lasciale ch'ei maledica secondo l'ordine del Signore.11 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβισαι και προς παντας τους δουλους αυτου, Ιδου, ο υιος μου, ο εξελθων εκ των σπλαγχνων μου ζητει την ζωην μου? ποσω μαλλον τωρα ο Βενιαμιτης; αφησατε αυτον, και ας καταραται, διοτι ο Κυριος προσεταξεν αυτον?
12 Forse (chi sa?) il Signore mirerà la mia afflizione: e mi renderà del bene per la maledizione di questo giorno.12 ισως επιβλεψη ο Κυριος επι την θλιψιν μου, και ανταποδωση ο Κυριος εις εμε αγαθον αντι της καταρας τουτου την ημεραν ταυτην.
13 David pertanto, e i suoi compagni facevano loro strada. Ma Semei sul giogo del monte camminando dirimpetto a lui, lo malediceva, e gettava sassi verso di lui, e spargeva terra.13 Και επορευοντο ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εις την οδον, ο δε Σιμει επορευετο κατα τα πλευρα του ορους απεναντι αυτου, και κατηρατο πορευομενος και ερριπτε λιθους κατ' αυτου και εσκονιζε με χωμα.
14 II re adunque, e tutta sua gente arrivarono stanchi (a Bahurim), e ivi si ristorarono.14 Και ηλθεν ο βασιλευς, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, εκλελυμενοι και ανεπαυθησαν εκει.
15 Ma Assalonne, e tutta la moltitudine che lo seguiva, entrarono in Gerusalemme, ed era con lui anche Achitophel.15 Ο δε Αβεσσαλωμ και πας ο λαος, οι ανδρες Ισραηλ, ηλθον εις Ιερουσαλημ, και ο Αχιτοφελ μετ' αυτου.
16 E Chusai di Arachi amico di David essendosi presentato ad Assalonne, gli disse: Dio ti salvi, o re, Dio ti salvi, o re.16 Και οτε ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ Χουσαι ο Αρχιτης, ο φιλος του Δαβιδ, ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Ζητω ο βασιλευς? ζητω ο βασιλευς.
17 E Assalonne disse a lui: È ella questa la gratitudine pel tuo amico? Perchè non se’ tu andato col tuo amico?17 Ο δε Αβεσσαλωμ ειπε προς τον Χουσαι, τουτο ειναι το ελεος σου προς τον φιλον σου; δια τι δεν υπηγες μετα του φιλου σου;
18 E Chusai rispose ad Assalonne: No: perchè io sarò di colui che è eletto dal Signore, e da tutto questo popolo, e da tutto Israele; e con lui io mi starò.18 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Ουχι? αλλ' εκεινου, τον οποιον εξελεξεν ο Κυριος και ουτος ο λαος και παντες οι ανδρες Ισραηλ, τουτου θελω εισθαι και μετα τουτου θελω κατοικει?
19 E per dire anche questo; di chi sarò io servo? nol sarò io del figliuolo del re? come io obbedii al padre tuo, così obbedirò anche a te.19 και επειτα, ποιον θελω δουλευει εγω; ουχι εμπροσθεν του υιου αυτου; καθως εδουλευσα εμπροσθεν του πατρος σου, ουτω θελω εισθαι εμπροσθεν σου.
20 Or Assalonne disse ad Achitophel: Consultate quello che abbiam da fare.20 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Αχιτοφελ, Συμβουλευθητε μεταξυ σας τι θελομεν καμει.
21 Achitophel disse ad Assalonne: Serviti delle concubine del padre tuo lasciate da lui a custodire la casa; affinchè quando tutto Israele saprà, come tu avrai fatto questo smacco al padre tuo, si assodino quelli nel tuo partito.21 Και ειπεν ο Αχιτοφελ προς τον Αβεσσαλωμ, Εισελθε εις τας παλλακας του πατρος σου, τας οποιας αφηκε δια να φυλαττωσι τον οικον? και θελει ακουσει πας ο Ισραηλ, οτι εγεινες μισητος εις τον πατερα σου? και θελουσιν ενδυναμωθη αι χειρες παντων των μετα σου.
22 Alzarono adunque sul solajo un padiglione per Assalonne, e a vista di tutto Israele andò egli a trovarvi le concubine del padre suo.22 Εστησαν λοιπον εις τον Αβεσσαλωμ σκηνην επι του δωματος, και εισηλθεν ο Αβεσσαλωμ εις τας παλλακας του πατρος αυτου, ενωπιον παντος του Ισραηλ.
23 Or il consultare Achitophel in quel tempo era come consultare un Dio: tanto erano stimati i consigli di Achitophel sia quando era con Davidde, sia quando era con Assalonne.23 Και η συμβουλη του Αχιτοφελ, την οποιαν εδιδε κατ' εκεινας τας ημερας, ητο ως εαν τις ηθελε συμβουλευθη τον Θεον? ουτως ενομιζετο πασα συμβουλη του Αχιτοφελ και εις τον Δαβιδ και εις τον Αβεσσαλωμ.