Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 15


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Dopo di ciò Assalonne si procurò de’ cocchi, e dei cavalieri, e cinquanta uomini, che andavano innanzi a lui.1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.
2 E la mattina levatosi Assalonne si metteva vicino all'ingresso della porta, e tutti coloro che avevano affari, e venivano a chiedere giustizia al re, li chiamava a sé Assalonne, e diceva: Di qual città se' tu? E quegli rispondeva: Io tuo servo sono della tal tribù d'Israele.2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.
3 E Assalonne gli rispondeva: Mi pare che tu dica bene, e abbi ragione: ma non havvi chi sia destinato dal re per sentirti. E soggiungeva Assalonne:3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.
4 Oh chi mi facesse giudice del paese, affinchè a me ricorressero tutti quelli che hanno affari, e io li potessi decidere secondo giustizia?4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.
5 Oltre a ciò, quando alcuno andava a salutarlo, egli porgevagli la mano, e lo abbracciava, e lo baciava.5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.
6 Così faceva con tutti quei d'Israele che venivano per esser sentiti, e giudicati dal re; e si caparrava il cuore degli uomini d'Israele.6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.
7 Ma passato il quarantesimo anno disse Assalonne al re David: Io andrò, e adempirò in Hebron i voti fatti da me al Signore.7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?
8 Perocchè il tuo servo essendo a Gessur nella Siria, fece questo voto, e disse: Se il Signore mi farà tornare a Gerusalemme, offrirò sagrifizio al Signore.8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.
9 E il re David gli disse: Va in pace. E quegli partì e andò in Hebron.9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.
10 Ma Assalonne mandò emissarii in tutte le tribù d'Israele che dicessero: Subito che udirete il suono della tromba, direte: Assalonne regna già in Hebron.10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.
11 Or con Assalonne erano andati da Gerusalemme dugento uomini invitati (da lui) i quali lo seguirono con semplicità di cuore e senza sapere niente de' suoi fini.11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.
12 Assalonne invitò parimente Achitophel Gilonita consigliere di David dalla sua città di Gilo. E nel tempo ch’egli stava immolando vittime, si formava una possente congiura, e cresceva il numero della gente, che correva in folla verso Assalonne.12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.
13 Venne pertanto a Davidde un messo, che disse: Tutto Israele si è dato di tutto cuore a seguire Assalonne,13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.
14 E David disse a’ suoi servi, che eran con lui in Gerusalemme: Orsù fuggiamo, perocché non avrem luogo di scampo, quando sia venuto Assalonne: affrettatevi a partire, affinchè col suo arrivo non ci prevenga, e porti rovine sopra di noi, e metta a fil di spada la gente della città.14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.
15 Dissero i servi del re a lui: Tutto quel che ci comanderà il re nostro Signore, sarà eseguito di buona voglia da noi tuoi servi.15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.
16 Partì adunque il re a piedi con tutta la sua famiglia, e lasciò dieci concubine a custodire il palazzo.16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.
17 E il re, e tutto Israele uscirono a piedi, ed essendo già lungi dalla casa, egli si fermò:17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.
18 E tutti i suoi servi facevano il viaggio presso a lui, e le legioni di Gerethi, e di Phelethi, e tutti i Gethei, guerrieri di valore, in numero di seicento uomini, i quali lo avean seguito da Geth, camminavano a piedi dinanzi a lui,18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.
19 Ma il re disse ad Ethai di Geth: Perchè vieni tu con noi? Torna indietro, e statti col re, essendo tu forestiero, e uscito dal tuo paese.19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?
20 Jeri tu se’ arrivata, e oggi sarai costretto a partire con noi? quanto a me io andrò, dove debbo andare: torna indietro, e riconduci teco i tuoi fratelli, e il Signore sarà misericordioso, e fedele con te, perchè tu hai dimostrata la tua gratitudine, e lealtà.20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.
21 Ma Ethai rispose al re: Viva il Signore, e viva il re mio padrone: in qualunque luogo sarai tu, o re signor mio, ivi sarà o vivo, o morto il tuo servo.21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.
22 E David disse ad Ethai: Vieni, e passa. E passò Ethai Getheo, e tutta la gente che era con lui, e tutta l'altra moltitudine.22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.
23 E tutti piangevano, e singhiozzavano forte: e passò tutto il popolo, ed anche il re passò il torrente Cedron: e tutta la gente s'incamminò per la strada, che mena al deserto.23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.
24 Venne anche Sadoc sommo sacerdote, e con lui tutti i Leviti, che portavan l'arca del testamento di Dio, e deposero l’arca di Dio: e Abiathar le andò appresso aspettando che finisse di passar tutto il popolo, che era uscito dalla città.24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.
25 Ma il re disse a Sadoc: Riporta in città l'arca di Dio: se io troverò grazia negli occhi del Signore, egli mi rimenerà, e farammi vedere e questa, e il suo tabernacolo.25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?
26 Ma se egli mi dirà. Non ti voglio: io son preparato, faccia egli quello che a lui piace.26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
27 E soggiunse il re a Sadoc sommo sacerdote: Torna in pace alla città, o Veggente: e Achimaas tuo figliuolo, e Gionata figliuolo di Abiathar, due vostri figliuoli, sieno con voi.27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?
28 Ecco che io vo a nascondermi nelle pianure del deserto, sino a tanto che altre nuove mi vengano da voi.28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.
29 Sadoc adunque, e Abiathar riportarono l'arca di Dio in Gerusalemme, e ivi si stettero.29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.
30 Or Davidde saliva il colle degli ulivi, e lo saliva piangendo, e camminava a piedi ignudi, col capo coperto: e parimente tutto il popolo che era con lui, saliva col capo coperto, e piangendo.30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.
31 E fu riferito a Davidde, come anche Achitophel era entrato nella congiura di Assalonne; e disse David; Signore, infatua, ti prego, i consigli di Achitophel.31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.
32 E mentre Davidde stava per arrivare alla vetta del monte, in cui voleva adorare il Signore, sopraggiunse ad un tratto presso di lui Chusai di Arachi colla veste stracciata, e il capo coperto di polvere.32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.
33 E Davidde gli disse: Se tu vieni con me, mi sarai di peso.33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?
34 Ma se tornerai in città, e dirai ad Assalonne: Io, o re, son tuo servo: come ho servito al padre tuo, cosi servirò a te: tu dissiperai i disegni di Achitophel.34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?
35 E tu avrai con te Sadoc, e Abiathar sacerdoti, e tutto quello che sentirai dirsi in casa del re, lo farai sapere a Sadoc, e ad Abiathar sacerdoti.35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?
36 E sono con essi due loro figliuoli, Achimaas figliuolo di Sadoc, e Gionata figliuolo di Abiathar, e per essi mi darete notizia di tutto quello che saprete.36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.
37 Or nel punto, in cui Chusai amico di David arrivò in città Assalonne ancora arrivò in Gerusalemme.37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.