Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Proverbi 30


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Detti di Agur, figlio di Iakè, da Massa.
Dice quest’uomo: Sono stanco, o Dio,
sono stanco, o Dio, e vengo meno,
1 Οι λογοι του Αγουρ, υιου του Ιακαι? τουτεστιν ο χρησμος, τον οποιον ο ανθρωπος ελαλησε προς τον Ιθιηλ, προς τον Ιθιηλ και τον Ουκαλ.
2 perché io sono il più stupido degli uomini
e non ho intelligenza umana;
2 Βεβαιως εγω ειμαι ο αφρονεστερος των ανθρωπων, και φρονησις ανθρωπου δεν υπαρχει εν εμοι?
3 non ho imparato la sapienza
e la scienza del Santo non l’ho conosciuta.
3 και δεν εμαθον την σοφιαν, ουτε εξευρω την γνωσιν των αγιων.
4 Chi è salito al cielo e ne è sceso?
Chi ha raccolto il vento nel suo pugno?
Chi ha racchiuso le acque nel suo mantello?
Chi ha fissato tutti i confini della terra?
Come si chiama? Qual è il nome di suo figlio, se lo sai?
4 Τις ανεβη εις τον ουρανον και κατεβη; τις συνηγαγε τον ανεμον εν ταις χερσιν αυτου; τις εδεσμευσε τα υδατα εν ιματιω; τις εστερεωσε παντα τα ακρα της γης; τι το ονομα αυτου; και τι το ονομα του υιου αυτου, εαν εξευρης;
5 Ogni parola di Dio è purificata nel fuoco;
egli è scudo per chi in lui si rifugia.
5 Πας λογος Θεου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις εις τους πεποιθοτας επ' αυτον.
6 Non aggiungere nulla alle sue parole,
perché non ti riprenda e tu sia trovato bugiardo.
6 Μη προσθεσης εις τους λογους αυτου? μηποτε σε εξελεγξη, και ευρεθης ψευστης.
7 Io ti domando due cose,
non negarmele prima che io muoia:
7 Δυο ζητω παρα σου? μη αρνηθης ταυτα εις εμε πριν αποθανω.
8 tieni lontano da me falsità e menzogna,
non darmi né povertà né ricchezza,
ma fammi avere il mio pezzo di pane,
8 Ματαιοτητα και λογον ψευδη απομακρυνε απ' εμου? πτωχειαν και πλουτον μη δωσης εις εμε? τρεφε με με αυταρκη τροφην.
9 perché, una volta sazio, io non ti rinneghi
e dica: «Chi è il Signore?»,
oppure, ridotto all’indigenza, non rubi
e abusi del nome del mio Dio.
9 Μηποτε χορτασθω και σε αρνηθω και ειπω, Τις ειναι ο Κυριος; η μηποτε ευρεθεις πτωχος κλεψω και λαβω το ονομα του Θεου μου επι ματαιω.
10 Non calunniare lo schiavo presso il padrone,
perché egli non ti maledica e tu non venga punito.
10 Μη καταλαλει υπηρετην προς τον κυριον αυτου? μηποτε σε καταρασθη και ευρεθης ενοχος.
11 C’è gente che maledice suo padre
e non benedice sua madre.
11 Υπαρχει γενεα, ητις καταραται τον πατερα αυτης και δεν ευλογει την μητερα αυτης?
12 C’è gente che si crede pura,
ma non si è lavata della sua lordura.
12 Υπαρχει γενεα καθαρα εις τους οφθαλμους αυτης, αλλα δεν ειναι πεπλυμενη απο της ακαθαρσιας αυτης.
13 C’è gente dagli occhi così alteri
e dalle ciglia così altezzose!
13 Υπαρχει γενεα, της οποιας ποσον υψηλοι ειναι οι οφθαλμοι και τα βλεφαρα αυτης επηρμενα.
14 C’è gente i cui denti sono spade
e le cui mascelle sono coltelli,
per divorare gli umili eliminandoli dalla terra
e togliere i poveri di mezzo agli uomini.
14 Υπαρχει γενεα, της οποιας οι οδοντες ειναι ρομφαιαι και οι μυλοδοντες μαχαιραι, δια να κατατρωγωσι τους πτωχους της γης και τους ενδεεις εκ μεσου των ανθρωπων.
15 La sanguisuga ha due figlie: «Dammi! Dammi!».
Tre cose non si saziano mai,
anzi quattro non dicono mai: «Basta!»:
15 Η βδελλα εχει δυο θυγατερας, αιτινες φωναζουσι, Φερε, φερε. Τα τρια ταυτα δεν χορταινουσι ποτε, μαλιστα τεσσαρα δεν λεγουσι ποτε, Αρκει.
16 il regno dei morti, il grembo sterile,
la terra mai sazia d’acqua
e il fuoco che mai dice: «Basta!».
16 Ο αδης, και η στειρα μητρα? η γη, ητις δεν χορταινει απο υδατος, και το πυρ, το οποιον δεν λεγει, Αρκει.
17 L’occhio che guarda con scherno il padre
e si rifiuta di ubbidire alla madre
sia cavato dai corvi della valle
e divorato dagli aquilotti.
17 Τον οφθαλμον, οστις εμπαιζει τον πατερα αυτου και καταφρονει να υπακουση εις την μητερα αυτου, οι κορακες της φαραγγος θελουσιν εκβαλει και οι νεοσσοι των αετων θελουσι φαγει.
18 Tre cose sono troppo ardue per me,
anzi quattro, che non comprendo affatto:
18 Τα τρια ταυτα ειναι θαυμαστα εις εμε, μαλιστα τεσσαρα δεν εννοω?
19 la via dell’aquila nel cielo,
la via del serpente sulla roccia,
la via della nave in alto mare,
la via dell’uomo in una giovane donna.
19 Τα ιχνη του αετου εις τον ουρανον? τα ιχνη του οφεως επι του βραχου? τα ιχνη του πλοιου εν μεσω της θαλασσης? και τα ιχνη του ανθρωπου εν τη νεοτητι.
20 Così si comporta la donna adultera:
mangia e si pulisce la bocca
e dice: «Non ho fatto nulla di male!».
20 Τοιαυτη ειναι η οδος της μοιχαλιδος γυναικος? τρωγει και σπογγιζει το στομα αυτης, και λεγει, Δεν επραξα ανομιαν.
21 Per tre cose freme la terra,
anzi quattro non può sopportare:
21 Δια τρια η γη ταραττεται, μαλιστα δια τεσσαρα, τα οποια δεν δυναται να υποφερη?
22 uno schiavo che diventa re
e uno stolto che si sazia di pane,
22 Δια τον δουλον, οταν βασιλευση? και τον αφρονα, οταν χορτασθη αρτον?
23 una donna già trascurata da tutti che trova marito
e una schiava che prende il posto della padrona.
23 δια την μισητην γυναικα, οταν υπανδρευθη? και την δουλην, οταν εκδιωξη την κυριαν αυτης.
24 Quattro esseri sono fra le cose più piccole della terra,
eppure sono più saggi dei saggi:
24 Τα τεσσαρα ταυτα ειναι ελαχιστα επι της γης, ειναι ομως σοφωτατα?
25 le formiche sono un popolo senza forza,
eppure si provvedono il cibo durante l’estate;
25 οι μυρμηκες, οιτινες ειναι λαος αδυνατος αλλ' εν τω θερει ετοιμαζουσι την τροφην αυτων?
26 gli iràci sono un popolo imbelle,
eppure hanno la tana sulle rupi;
26 οι χοιρογρυλλιοι, οιτινες ειναι λαος ανισχυρος αλλα καμνουσι τους οικους αυτων επι βραχου?
27 le cavallette non hanno un re,
eppure marciano tutte ben schierate;
27 αι ακριδες, αιτινες δεν εχουσι βασιλεα αλλ' εκβαινουσι πασαι ομου κατα ταγματα?
28 la lucertola si può prendere con le mani,
eppure penetra anche nei palazzi dei re.
28 ο ασκαλαβος, οστις βασταζεται εν ταις χερσιν αυτου, και διατριβει εν τοις παλατιοις των βασιλεων.
29 Tre cose hanno un portamento magnifico,
anzi quattro hanno un’andatura maestosa:
29 Τα τρια ταυτα βαδιζουσι καλως, μαλιστα τεσσαρα περιπατουσιν ευπρεπως?
30 il leone, il più forte degli animali,
che non indietreggia davanti a nessuno;
30 Ο λεων, οστις ειναι ο ισχυροτερος των ζωων, και δεν στρεφει απο προσωπου τινος?
31 il gallo pettoruto e il caprone
e un re alla testa del suo popolo.
31 Ο αλεκτωρ, ο τραγος ετι? και ο βασιλευς, περικεκυκλωμενος υπο του λαου αυτου.
32 Se stoltamente ti sei esaltato e se poi hai riflettuto,
mettiti una mano sulla bocca,
32 Εαν επραξας αφρονως υψονων σεαυτον, και εαν εβουλευθης κακον, βαλε χειρα επι στοματος.
33 poiché, sbattendo il latte ne esce la panna,
premendo il naso ne esce il sangue
e spremendo la collera ne esce la lite.
33 Διοτι οστις κτυπα το γαλα, εκβαλλει βουτυρον? και οστις εκθλιβει την ρινα, εκβαλλει αιμα? και οστις ερεθιζει οργην, εξαγει μαχας.