Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Primo libro delle Cronache 29


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Il re Davide disse a tutta l’assemblea: «Salomone, mio figlio, il solo che Dio ha scelto, è giovane e inesperto, mentre l’impresa è grandiosa, perché l’edificio non è per un uomo ma per il Signore Dio.1 Τοτε ειπεν ο βασιλευς Δαβιδ προς πασαν την συναξιν, Σολομων ο υιος μου, τον οποιον μονον εξελεξεν ο Θεος, ειναι ετι νεος και απαλος? το δε εργον μεγα? διοτι δεν ειναι δια ανθρωπον η οικοδομη, αλλα δια Κυριον τον Θεον.
2 Con tutta la mia forza ho fatto preparativi per il tempio del mio Dio; ho preparato oro su oro, argento su argento, bronzo su bronzo, ferro su ferro, legname su legname, ònici, brillanti, topazi, pietre di vario valore e pietre preziose e marmo bianco in quantità.2 Εγω λοιπον ητοιμασα καθ' ολην την δυναμιν μου δια τον οικον του Θεου μου, τον χρυσον δια τα χρυσα και τον αργυρον δια τα αργυρα και τον χαλκον δια τα χαλκινα, τον σιδηρον δια τα σιδηρα και ξυλα δια τα ξυλινα, ονυχιτας λιθους και λιθους ενθεσεως, λιθους λαμπρους και ποικιλους και παντος ειδους πολυτιμους λιθους και μαρμαρα αφθονα.
3 Inoltre, per il mio amore per il tempio del mio Dio, quanto possiedo in oro e in argento lo dono per il tempio del mio Dio, oltre a quanto ho preparato per il santuario:3 Και ετι δια τον ποθον μου εις τον οικον του Θεου μου, και εκ των ιδιων μου υπαρχοντων εδωκα περιπλεον χρυσιον και αργυριον δια τον οικον του Θεου μου, εκτος παντος εκεινου το οποιον ητοιμασα δια τον οικον τον αγιον?
4 tremila talenti d’oro, d’oro di Ofir, e settemila talenti d’argento raffinato per rivestire le pareti interne,4 τρεις χιλιαδας ταλαντα χρυσιου, εκ του χρυσιου Οφειρ, και επτα χιλιαδας ταλαντα κεκαθαρισμενου αργυριου, δια να περισκεπασωσι τους τοιχους των οικων?
5 l’oro per gli oggetti in oro, l’argento per quelli in argento e per tutti i lavori eseguiti dagli artefici. E chi vuole ancora riempire oggi la sua mano per fare offerte al Signore?».5 το χρυσιον δια τα χρυσα, και το αργυριον δια τα αργυρα, και δια πασαν εργασιαν γινομενην δια των χειρων των τεχνιτων. Τις λοιπον προθυμειται να καμη σημερον προσφοραν εις τον Κυριον;
6 Fecero allora offerte i capi di casato, i capi delle tribù d’Israele, i comandanti di migliaia e di centinaia e i sovrintendenti agli affari del re.6 Τοτε οι αρχοντες των πατριων και οι αρχοντες των φυλων του Ισραηλ και οι χιλιαρχοι και οι εκατονταρχοι και οι επισταται των εργων του βασιλεως, επροθυμηθησαν?
7 Essi diedero per l’opera del tempio di Dio cinquemila talenti d’oro, diecimila dàrici, diecimila talenti d’argento, diciottomila talenti di bronzo e centomila talenti di ferro.7 και εδωκαν δια το εργον του οικου του Θεου, χρυσιου πεντακισχιλια ταλαντα και δεκα χιλιαδας χρυσων, και αργυριου δεκα χιλιαδας ταλαντων, και χαλκου δεκαοκτω χιλιαδας ταλαντων, και εκατον χιλιαδας ταλαντων σιδηρου.
8 Quanti si ritrovarono in possesso di pietre preziose le diedero nelle mani di Iechièl il Ghersonita, perché fossero depositate nel tesoro del tempio del Signore.8 Και εις οσους ευρεθησαν λιθοι τιμιοι, εδωκαν αυτους εις το θησαυροφυλακιον του οικου του Κυριου δια χειρος Ιεχιηλ του Γηρσωνιτου.
9 Il popolo gioì per queste loro offerte, perché erano fatte al Signore con cuore sincero; anche il re Davide gioì vivamente.
9 Εχαρη δε ο λαος, διοτι επροθυμηθησαν, επειδη με πληρη καρδιαν προσεφεραν αυτοπροαιρετως εις τον Κυριον? και ο βασιλευς Δαβιδ ετι εχαρη χαραν μεγαλην.
10 Davide benedisse il Signore sotto gli occhi di tutta l’assemblea. Davide disse:
«Benedetto sei tu, Signore,
Dio d’Israele, nostro padre,
ora e per sempre.
10 Και ευλογησεν ο Δαβιδ τον Κυριον ενωπιον πασης της συναξεως? και ειπεν ο Δαβιδ, Ευλογητος συ, Κυριε ο Θεος του Ισραηλ, ο πατηρ ημων, απο του αιωνος και εως του αιωνος.
11 Tua, Signore, è la grandezza, la potenza,
lo splendore, la gloria e la maestà:
perché tutto, nei cieli e sulla terra, è tuo.
Tuo è il regno, Signore:
ti innalzi sovrano sopra ogni cosa.
11 Σου, Κυριε, ειναι η μεγαλωσυνη και η δυναμις και η τιμη και η νικη και η δοξα? διοτι σου ειναι παντα τα εν ουρανω και τα επι γης? σου η βασιλεια, Κυριε, και συ εισαι ο υψουμενος ως κεφαλη υπερανω παντων?
12 Da te provengono la ricchezza e la gloria,
tu domini tutto;
nella tua mano c’è forza e potenza,
con la tua mano dai a tutti ricchezza e potere.
12 και ο πλουτος και η δοξα παρα σου ερχονται, και συ δεσποζεις των απαντων? και εις την χειρα σου ειναι η ισχυς και η δυναμις? και εις την χειρα σου το να μεγαλυνης και να ισχυροποιης τα παντα.
13 Ed ora, nostro Dio, noi ti ringraziamo
e lodiamo il tuo nome glorioso.
13 Τωρα λοιπον, Θεε ημων, ημεις ευχαριστουμεν σε και υμνουμεν το ενδοξον ονομα σου.
14 E chi sono io e chi è il mio popolo, per essere in grado di offrirti tutto questo spontaneamente? Tutto proviene da te: noi, dopo averlo ricevuto dalla tua mano, te l’abbiamo ridato.14 Αλλα τις ειμαι εγω, και τις ο λαος μου, ωστε να δυνηθωμεν να προσφερωμεν προθυμως εις σε κατα ταυτα; διοτι τα παντα ερχονται εκ σου και εκ των σων διδομεν εις σε.
15 Noi siamo forestieri davanti a te e ospiti come tutti i nostri padri. Come un’ombra sono i nostri giorni sulla terra e non c’è speranza.15 Διοτι ειμεθα ξενοι ενωπιον σου και παροικοι, καθως παντες οι πατερες ημων? αι ημεραι ημων επι της γης ειναι ως σκια, και μονιμοτης δεν υπαρχει.
16 Signore, nostro Dio, quanto noi abbiamo preparato per costruire una casa al tuo santo nome proviene da te ed è tutto tuo.16 Κυριε Θεε ημων, απαν τουτο το πληθος, το οποιον ητοιμασαμεν δια να οικοδομησωμεν οικον εις σε δια το ονομα σου το αγιον, εκ της χειρος σου ερχεται, και σου ειναι τα παντα.
17 So, mio Dio, che tu provi i cuori e ti compiaci della rettitudine. Io, con cuore retto, ho offerto spontaneamente tutte queste cose. Ora io vedo con gioia che anche il tuo popolo qui presente ti porta offerte spontanee.17 Και γνωριζω, Θεε μου, οτι συ εισαι ο δοκιμαζων την καρδιαν και αρεσκεσαι εις την ευθυτητα. Εγω εν ευθυτητι της καρδιας μου προσεφερα παντα ταυτα? και τωρα ειδον μετ' ευφροσυνης τον λαον σου, τον ενταυθα παροντα, οτι αυτοπροαιρετως προσφερει εις σε.
18 Signore, Dio di Abramo, di Isacco e d’Israele, nostri padri, custodisci per sempre questa disposizione come intimo intento del cuore del tuo popolo. Dirigi i loro cuori verso di te.18 Κυριε Θεε του Αβρααμ, του Ισαακ και του Ισραηλ, των πατερων ημων, φυλαττε τουτο δια παντος εις τους διαλογισμους της καρδιας του λαου σου, και κατευθυνε την καρδιαν αυτων προς σε?
19 A Salomone, mio figlio, concedi un cuore sincero, perché custodisca i tuoi comandi, le tue istruzioni e le tue norme, perché esegua tutto ciò e costruisca l’edificio per il quale io ho fatto i preparativi».
19 και δος εις τον Σολομωντα τον υιον μου καρδιαν τελειαν, δια να φυλαττη τας εντολας σου, τα μαρτυρια σου και τα προσταγματα σου, και να εκτελη τα παντα και να κατασκευαση την οικοδομην, την οποιαν προητοιμασα.
20 Davide disse a tutta l’assemblea: «Benedite dunque il Signore, vostro Dio!». Tutta l’assemblea benedisse il Signore, Dio dei loro padri; si inginocchiarono e si prostrarono davanti al Signore e al re.
20 Και ειπεν ο Δαβιδ προς πασαν την συναξιν, Ευλογησατε τωρα Κυριον τον Θεον σας. Και πασα η συναξις ευλογησε Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων και κυψαντες, προσεκυνησαν τον Κυριον και τον βασιλεα.
21 Offrirono sacrifici al Signore e gli bruciarono olocausti il giorno dopo: mille giovenchi, mille arieti, mille agnelli con le loro libagioni, oltre a numerosi sacrifici per tutto Israele.21 Και την ακολουθον ημεραν εθυσιασαν θυσιας εις τον Κυριον και προσεφεραν ολοκαυτωματα προς τον Κυριον, χιλιους μοσχους, χιλιους κριους, χιλια αρνια, και τας σπονδας αυτων και θυσιας αφθονους δια παντα τον Ισραηλ?
22 Mangiarono e bevvero alla presenza del Signore in quel giorno con grande gioia. Di nuovo proclamarono re Salomone, figlio di Davide, e unsero per il Signore lui come capo e Sadoc come sacerdote.
22 και εφαγον και επιον ενωπιον του Κυριου την ημεραν εκεινην, εν χαρα μεγαλη. Και εκηρυξαν εκ δευτερου Σολομωντα τον υιον του Δαβιδ βασιλεα, και εχρισαν αυτον εις τον Κυριον, δια να ηναι αρχων, και τον Σαδωκ δια ιερεα.
23 Salomone sedette sul trono del Signore come re al posto di Davide, suo padre; prosperò e tutto Israele gli fu sottomesso.23 Τοτε ο Σολομων εκαθησεν επι του θρονου του Κυριου βασιλευς αντι Δαβιδ του πατρος αυτου, και ευημερησε? και πας ο Ισραηλ υπηκουσεν εις αυτον.
24 Tutti i comandanti, i prodi e anche tutti i figli del re Davide si sottomisero al re Salomone.24 Και παντες οι αρχοντες και οι δυνατοι και παντες ετι οι υιοι του βασιλεως Δαβιδ υπεταχθησαν εις Σολομωντα τον βασιλεα.
25 Il Signore rese grande Salomone agli occhi di tutto Israele e gli diede un regno così splendido, che nessun predecessore in Israele aveva mai avuto.
25 Και εμεγαλυνεν ο Κυριος εις ακρον τον Σολομωντα εμπροσθεν παντος του Ισραηλ, και εθεσεν επ' αυτον μεγαλειοτητα βασιλικην, οποια δεν εσταθη εις ουδενα βασιλεα προ αυτου εν τω Ισραηλ.
26 Davide, figlio di Iesse, regnò su tutto Israele.26 Ουτω Δαβιδ ο υιος του Ιεσσαι εβασιλευσεν επι παντα τον Ισραηλ?
27 La durata del suo regno su Israele fu di quarant’anni: a Ebron regnò sette anni e a Gerusalemme regnò trentatré anni.27 και ο καιρος τον οποιον εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ ητο τεσσαρακοντα ετη? επτα ετη εβασιλευσεν εν Χεβρων και τριακοντα τρια εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ.
28 Morì in vecchiaia, sazio di anni, di ricchezza e di gloria. Al suo posto divenne re suo figlio Salomone.
28 Και ετελευτησεν εις γηρας καλον, πληρης ημερων, πλουτου και δοξης? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Σολομων ο υιος αυτου.
29 Le gesta del re Davide, dalle prime alle ultime, sono descritte nei libri del veggente Samuele, nel libro del profeta Natan e nel libro del veggente Gad,29 Αι δε πραξεις του βασιλεως Δαβιδ, αι πρωται και αι τελευταιαι ιδου, ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω Σαμουηλ του βλεποντος, και εν τω βιβλιω Ναθαν του προφητου, και εν τω βιβλιω Γαδ του βλεποντος,
30 con tutta la storia del suo regno, della sua potenza e di quanto in quei tempi accadde a lui, a Israele e a tutti i regni del mondo.30 μετα πασης αυτου της βασιλειας και της δυναμεως αυτου και των καιρων, οιτινες παρηλθον επ' αυτον και επι τον Ισραηλ και επι πασας τας βασιλειας της γης.