Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Ijob 15


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Da antwortete Elifas von Teman und sprach:1 Τοτε απεκριθη Ελιφας ο Θαιμανιτης και ειπεν?
2 Gibt ein Weiser windige Kunde zur Antwort,
füllt er sein Inneres mit Ostwind an,
2 Επρεπε σοφος να προφερη στοχασμους ματαιους και να γεμιζη την κοιλιαν αυτου απο ανατολικου ανεμου;
3 um zu rechten mit Gerede, das nichts taugt,
mit Worten, in denen kein Nutzen liegt?
3 Επρεπε να φιλονεικη δια λογων ματαιων και ομιλιων ανωφελων;
4 Du brichst sogar die Gottesfurcht,
zerstörst das Besinnen vor Gott.
4 Βεβαιως συ απορριπτεις τον φοβον και αποκλειεις την δεησιν ενωπιον του Θεου.
5 Denn deine Schuld belehrt deinen Mund,
die Sprache der Listigen hast du gewählt.
5 Διοτι το στομα σου αποδεικνυει την ανομιαν σου, και εξελεξας την γλωσσαν των πανουργων.
6 Dein eigener Mund verurteilt dich, nicht ich,
deine Lippen zeugen gegen dich.
6 Το στομα σου σε καταδικαζει, και ουχι εγω? και τα χειλη σου καταμαρτυρουσιν εναντιον σου.
7 Bist du als erster Mensch geboren,
kamst du zur Welt noch vor den Hügeln?
7 Μη πρωτος ανθρωπος εγεννηθης; η προ των βουνων επλασθης;
8 Hast du gelauscht im Rate Gottes
und die Weisheit an dich gerissen?
8 Μηπως ηκουσας τας βουλας του Θεου; και εξηντλησας εις σεαυτον την σοφιαν;
9 Was weißt du, das wir nicht wissen,
verstehst du, was uns nicht bekannt ist?
9 Τι εξευρεις, και δεν εξευρομεν; τι εννοεις, και δεν εννοουμεν;
10 Auch unter uns sind Alte, sind Ergraute,
die älter sind an Tagen als dein Vater.
10 Υπαρχουσι και μεταξυ ημων πολιοι και γεροντες, γεροντοτεροι του πατρος σου.
11 Ist zu gering dir Gottes Tröstung,
ein Wort, das sanft mit dir verfährt?
11 Αι παρηγοριαι του Θεου φαινονται μικρον πραγμα εις σε; η εχεις τι αποκρυφον εν σεαυτω;
12 Wie reißt doch dein Herz dich fort,
wie überheben sich deine Augen,
12 Δια τι σε αποπλανα η καρδια σου; και δια τι παραφερονται οι οφθαλμοι σου,
13 dass gegen Gott deinen Zorn du wendest
und Worte (gegen ihn) aus deinem Mund stößt?
13 ωστε στρεφεις το πνευμα σου κατα του Θεου και αφινεις να εξερχωνται τοιουτοι λογοι εκ του στοματος σου;
14 Was ist der Mensch, dass rein er wäre,
der vom Weib Geborene, dass er im Recht sein könnte?
14 Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε να ηναι καθαρος; και ο γεγεννημενος εκ γυναικος, ωστε να ηναι δικαιος;
15 Sieh doch, selbst seinen Heiligen traut er nicht
und der Himmel ist nicht rein vor ihm.
15 Ιδου, εις τους αγιους αυτου δεν εμπιστευεται? και οι ουρανοι δεν ειναι καθαροι εις τους οφθαλμους αυτου?
16 Geschweige denn ein Unreiner und Verderbter,
ein Mensch, der Verkehrtes trinkt wie Wasser.
16 ποσω μαλλον βδελυρος και ακαθαρτος ειναι ο ανθρωπος, ο πινων ανομιαν ως υδωρ;
17 Verkünden will ich dir, hör mir zu!
Was ich geschaut, will ich erzählen,
17 Εγω θελω σε διδαξει? ακουσον μου? τουτο βεβαιως ειδον και θελω φανερωσει,
18 was Weise zu berichten wissen,
was ihre Väter ihnen nicht verhehlten.
18 το οποιον οι σοφοι ανηγγειλαν παρα των πατερων αυτων, και δεν εκρυψαν?
19 Ihnen allein war das Land gegeben,
kein Fremder ging unter ihnen einher.
19 εις τους οποιους μονους εδοθη η γη, και ξενος δεν επερασε δια μεσου αυτων.
20 Der Frevler bebt in Ängsten all seine Tage,
die Zahl der Jahre ist dem Tyrannen verborgen.
20 Ο ασεβης βασανιζεται πασας τας ημερας, και αριθμητα ετη ειναι πεφυλαγμενα δια τον τυραννον.
21 In seinen Ohren hallen Schreckensrufe,
mitten im Frieden kommt der Verwüster über ihn.
21 Ηχος φοβου ειναι εις τα ωτα αυτου? εν μεσω ειρηνης θελει επελθει επ' αυτον ο εξολοθρευτης.
22 Er kann nicht hoffen, dem Dunkel zu entfliehen,
aufgespart ist er für das Schwert.
22 Δεν πιστευει οτι θελει επιστρεψει εκ του σκοτους, και περιμενει την μαχαιραν.
23 Er irrt umher nach Brot, wo (er es finde),
er weiß, dass ihn ein schwarzer Tag bedroht.
23 Περιπλαναται δια αρτον, και που; εξευρει οτι η ημερα του σκοτους ειναι ετοιμη πλησιον αυτου.
24 Not und Drangsal erschrecken ihn,
sie packen ihn wie ein kampfbereiter König.
24 Θλιψις και στενοχωρια θελουσι καταπληττει αυτον? θελουσιν υπερισχυσει κατ' αυτου, ως βασιλευς εις μαχην παρεσκευασμενος?
25 Denn gegen Gott erhebt er seine Hand,
gegen den Allmächtigen erkühnt er sich.
25 διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου κατα του Θεου και ηλαζονευθη κατα του Παντοδυναμου?
26 Halsstarrig rennt er gegen ihn an
mit den dicken Buckeln seiner Schilde.
26 ωρμησε κατ' αυτου με τραχηλον επηρμενον, με την πεπυκνωμενην ραχιν των ασπιδων αυτου?
27 Mit Fett bedeckt er sein Gesicht,
tut Fett um seine Hüfte.
27 διοτι εσκεπασε το προσωπον αυτου με το παχος αυτου και υπερεπαχυνε τα πλευρα αυτου?
28 Er wohnt in zerstörten Städten,
in Häusern, darin niemand wohnt,
die man zu Trümmerstätten bestimmt.
28 και κατωκησεν εις πολεις ερημους, εις οικους ακατοικητους, ετοιμους δια σωρους.
29 Er wird nicht reich; sein Besitz hat nicht Bestand;
zur Erde neigt sich seine Ähre nicht.
29 δεν θελει πλουτισθη, ουδε θελουσι διαμενει τα υπαρχοντα αυτου, ουδε θελει εκτανθη η αφθονια αυτων επι την γην.
30 Der Finsternis entrinnt er nicht,
die Flammenglut dörrt seinen Schößling aus,
er schwindet dahin beim Hauch seines Mundes.
30 Δεν θελει χωρισθη εκ του σκοτους? φλοξ θελει ξηρανει τους βλαστους αυτου, και με την πνοην του στοματος αυτου θελει απελθει.
31 Er baue nicht auf eitlen Trug;
denn sein Erwerb wird nur Enttäuschung sein.
31 Ας μη πιστευση εις την ματαιοτητα ο ηπατημενος, διοτι ματαιοτης θελει εισθαι η αμοιβη αυτου.
32 Bevor sein Tag kommt, welkt er hin
und sein Palmzweig grünt nicht mehr.
32 Προ του καιρου αυτου θελει φθαρη, και ο κλαδος αυτου δεν θελει πρασινισει.
33 Er stößt ihn ab wie der Weinstock saure Trauben,
wie der Ölbaum wirft er seine Blüten fort.
33 Θελει αποβαλει την αωρον σταφυλην αυτου ως η αμπελος, και θελει ριψει το ανθος αυτου ως η ελαια.
34 Unfruchtbar ist der Ruchlosen Rotte
und Feuer verzehrt die Zelte der Bestechung.
34 Διοτι η συναξις των υποκριτων θελει ερημωθη, και πυρ θελει καταφαγει τας σκηνας της δωροληψιας.
35 Von Mühsal schwanger, gebären sie nur Unheil;
nur Trug ist, was ihr Schoß hervorbringt.
35 Συλλαμβανουσι πονηριαν και γεννωσι ματαιοτητα, και η καρδια αυτων μηχαναται δολον.