Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Secondo libro delle Cronache 18


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Josaphat adunque fu molto ricco, e famoso, e contrasse parentela con Achab.1 Και ειχεν ο Ιωσαφατ πλουτον και δοξαν πολλην? και εσυμπενθερευσε μετα του Αχααβ.
2 E di lì a qualche anno andò a trovarlo in Samaria: e al suo arrivo Achab fece uccidere degli arieti, e de' bovi in gran numero per lui, e per la gente, che era con lui: e lo indusse ad andar seco a Ramoth di Galaad.2 Μετα δε χρονους κατεβη προς τον Αχααβ εις την Σαμαρειαν Και εσφαξεν ο Αχααβ προβατα και βοας εν αφθονια δι' αυτον και δια τον λαον τον μετ' αυτου, και κατεπεισεν αυτον να συναναβη εις Ραμωθ-γαλααδ.
3 E disse Achab re d'Israele a Josaphat re di Giuda: Vieni meco a Ramoth di Galaad. E questi gli rispose: Io, e tu siamo una stessa cosa: e il tuo popolo, e il mio popolo saranno una stessa cosa, e verremo con te alla guerra.3 Και ειπεν Αχααβ ο βασιλευς του Ισραηλ προς Ιωσαφατ τον βασιλεα του Ιουδα, Ερχεσαι μετ' εμου εις Ραμωθ-γαλααδ; Ο δε απεκριθη προς αυτον, Εγω ειμαι καθως συ, και ο λαος μου καθως ο λαος σου? και θελομεν εισθαι μετα σου εν τω πολεμω.
4 E Josaphat disse al re d'Israele: Di grazia, domanda un po' adesso quel, che dica il Signore.4 Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Ερωτησον σημερον, παρακαλω, τον λογον του Κυριου.
5 E il re d'Israele radunò quattrocento profeti, e disse loro: Dobbiam noi muover guerra a Ramoth di Galaad, ovvero starsene in riposo? E quelli dìssero: Va, il Signore ne darà il dominio al re.5 Και συνηθροισεν ο βασιλευς του Ισραηλ τους προφητας, τετρακοσιους ανδρας, και ειπε προς αυτους, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ, δια να πολεμησωμεν; η να απεχω; Οι δε ειπον, Αναβα, και θελει παραδωσει ο Θεος αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
6 E Josaphat disse: Non v'ha egli qua nissun profeta del Signore, cui noi possiamo interrogare?6 Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Δεν ειναι ενταυθα ετι προφητης του Κυριου, δια να ερωτησωμεν δι' αυτου;
7 E il re d'Israele disse a Josaphat: Havvi un uomo, a cui noi potremmo domandare qual sia il volere del Signore; ma io lo ho in ira, perchè sempre mi profetizza non del bene, ma del male: egli è Michea figliuolo di Jemla. E Josaphat disse: Non parlare, o re, in tal guisa.7 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, ειναι ετι ανθρωπος τις, δια του οποιου δυναμεθα να ερωτησωμεν τον Κυριον? πλην εγω μισω αυτον? διοτι δεν προφητευει καλον περι εμου αλλα παντοτε κακον? ειναι ο Μιχαιας ο υιος του Ιεμλα. Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Ας μη λαλη ο βασιλευς ουτως.
8 Chiamò pertanto il re d'Israele uno degli eunuchi, e gli disse: Chiamami subito Michea figliuolo di Jemla.8 Και εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ ενα ευνουχον και ειπε, Σπευσον να φερης Μιχαιαν τον υιον του Ιεμλα.
9 Or il re d'Israele, e Josaphat re di Giuda si stavano l'uno, e l'altro sul loro trono vestiti alla reale: ed erano sulla piazza vicino alla porta di Samaria, e tutti que' profeti profetizzavano dinanzi a loro.9 Ο δε βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εκαθηντο, εκαστος επι του θρονου αυτου, ενδεδυμενοι στολαις, και εκαθηντο εν τοπω ανοικτω, κατα την εισοδον της πυλης της Σαμαρειας? και παντες οι προφηται προεφητευον εμπροσθεν αυτων.
10 Ma Sedecia figliuolo di Chanaana si fece delle corna di ferro, e disse: Queste cose dice il Signore: Con queste tu getterai in aria la Siria, e finalmente la calpesterai.10 Και Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα ειχε καμει εις εαυτον κερατα σιδηρα και ειπεν, ουτω λεγει Κυριος? Δια τουτων θελεις κερατισει τους Συριους, εωσου συντελεσης αυτους.
11 E tutti que' profeti profetizzavano nella stessa guisa, e dicevano: Vanne a Ramoth di Galaad, e avrai ottimo evento, e il Signore faranne padrone il re.11 Και παντες οι προφηται προεφητευον ουτω, λεγοντες, Αναβα εις Ραμωθ-γαλααδ και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
12 Or colui, che era stato mandato ad avvisare Michea, gli disse: Sappi, che tutti a una bocca i profeti annunziano prosperi successi al re: fa adunque, ti prego? che le tue parole non di scordino dalle loro, e annunzia buone nuove.12 Και ο μηνυτης, οστις υπηγε να καλεση τον Μιχαιαν, ειπε προς αυτον, λεγων, Ιδου, οι λογοι των προφητων φανερονουσιν εξ ενος στοματος καλον περι του βασιλεως? ο λογος σου λοιπον ας ηναι, παρακαλω, ως ενος εξ εκεινων, και λαλησον το καλον.
13 Ma gli rispose Michea: Viva il Signore: io dirò tutto quello, che dirà a me il mio Dio.13 Ο δε Μιχαιας ειπε, Ζη Κυριος, ο, τι μοι ειπη ο Θεος μου, τουτο θελω λαλησει.
14 Egli adunque si presentò al re. E il re gli disse: Michea, dobbiam noi muover guerra contro Ramoth di Galaad, ovvero stare in riposo? Ed ei gli rispose: Andate: perchè tutto vi riuscirà felicemente, e saran dati i nemici nelle vostre mani.14 Ηλθε λοιπον προς τον βασιλεα, και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Μιχαια, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ δια να πολεμησωμεν; η να απεχω; Ο δε ειπεν, Αναβητε και ευοδουσθε, διοτι θελουσι παραδοθη εις την χειρα σας.
15 Ma il re gli disse: Ti scongiuro una, e due vo]te pel nome del Signore, che tu non mi dica se non la verità.15 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Εως ποσακις θελω σε ορκιζει να μη λεγης προς εμε παρα την αληθειαν εν ονοματι Κυριου;
16 Ed egli disse: Ho veduto tutto quanto Israele disperso pei monti, come pecore senza pastore: e il Signore ha eletto: Costoro non hanno chi li governi: se ne torni ciascun di loro in pace a casa sua.16 Ο δε ειπεν? ειδον παντα τον Ισραηλ διεσπαρμενον επι τα ορη, ως προβατα μη εχοντα ποιμενα? και ειπε Κυριος, Ουτοι δεν εχουσι κυριον? ας επιστρεψωσιν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.
17 Ma il re d'Israele disse a Josaphat: Non te l'ho io detto, che costui non avrebbe profetizzato a me niente di bene, ma si del male?17 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Δεν σοι ειπα οτι δεν θελει προφητευσει καλον περι εμου, αλλα κακον;
18 Ma Michea disse: Udite adunque voi la parola del Signore: io ho veduto il Signore assiso sul suo trono, e tutte le milizie del cielo, che lo circondavano a destra, e a sinistra.18 Και ο Μιχαιας ειπεν, Ακουσατε λοιπον τον λογον του Κυριου? ειδον τον Κυριον καθημενον επι του θρονου αυτου και πασαν την στρατιαν του ουρανου παρισταμενην εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.
19 E il Signore ha detto: Chi ingannerà Achab re d'Israele affinchè egli si muova contro Ramoth di Galaad, e vi muoia? E dicendo chi una cosa, e chi un'altra.19 Και ειπε ο Κυριος, Τις θελει απατησει Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ, ωστε να αναβη και να πεση εν Ραμωθ-γαλααδ; Και ο μεν ελαλησε λεγων ουτως, ο δε λεγων ουτως.
20 Lo spirito si è fatto avanti, e si è presentato al Signore, e ha detto; Son qui io, che lo ingannerò. E il Signore disse a lui: Come lo ingannerai tu?20 Τοτε εξηλθε το πνευμα και εσταθη ενωπιον Κυριου και ειπεν, Εγω θελω απατησει αυτον. Και ειπε Κυριος προς αυτο, Τινι τροπω;
21 Ed egli rispose: Anderò, e sarò spirito mentitore nella bocca di tutti i suoi profeti. E il Signore ha detto: Lo ingannerai, e riuscirai: vattene, e fa cosi.21 Και ειπε, Θελω εξελθει και θελω εισθαι πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων των προφητων αυτου. Και ειπε Κυριος, Θελεις απατησει και μαλιστα θελεις κατορθωσει? εξελθε και καμε ουτω.
22 Il Signore adunque ha posto, come tu vedi, lo spirito di menzogna nella bocca di tutti i tuoi profeti, e il Signore stesso ha pronunziate sciagure contro di te.22 Τωρα λοιπον, ιδου, ο Κυριος εβαλε πνευμα ψευδους εν τω στοματι τουτων των προφητων σου, και ελαλησε Κυριος κακον επι σε.
23 Allora Sedecia figliuolo di Chanaana si appressò, e diede uno schiaffo a Michea, e disse: Quale strada ha preso lo Spirito del Signore per andarsene da me, e venire a parlarti?23 Τοτε πλησιασας Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα, ερραπισε τον Μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπε, Δια ποιας οδου επερασε το πνευμα του Κυριου απ' εμου, δια να λαληση προς σε;
24 E Michea disse: Te ne avvedrai tu stesso in quel giorno, quando ti ritirerai d'una in altra stanza per nasconderti.24 Και ειπεν ο Μιχαιας, Ιδου, θελεις ιδει καθ' ην ημεραν θελεις εισερχεσθαι απο ταμειου εις ταμειον, δια να κρυφθης.
25 Ma il re d'Israele comandò, e disse: Prendete Michea, e menatelo ad Amon governatore della città, e a Gioas figliuolo di Amalech:25 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ, Πιασατε τον Μιχαιαν και επαναφερετε αυτον προς Αμων τον αρχοντα της πολεως, και προς Ιωας τον υιον του βασιλεως,
26 E direte loro; Queste cose dice il re: Mettetelo in prigione, e dategli un po' di pane, e un poco di acqua, sino al mio felice ritorno26 και ειπατε, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Βαλετε τουτον εις την φυλακην και τρεφετε αυτον με αρτον θλιψεως και με υδωρ θλιψεως, εωσου επιστρεψω εν ειρηνη.
27 E Michea disse: Se tu tornerai felicemente, non sarà vero che il Signore abbia parlato per bocca mia. E soggiunse: Popoli tutti avete inteso.27 Και ειπεν ο Μιχαιας, Εαν τωοντι επιστρεψης εν ειρηνη, ο Κυριος δεν ελαλησε δι' εμου. Και ειπεν, Ακουσατε σεις, παντες οι λαοι.
28 Si mossero adunque il re d'Israele, e Josaphat re di Giuda contro Ramoth di Galaad.28 Και ανεβη ο βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εις Ραμωθ-γαλααδ.
29 E il re d'Israele disse a Josaphat: Io cambierò il mio abito, e cosi entrerò in battaglia: tu poi porta le tue vesti. E cangiate le vesti il re d'Israele, entrò in battaglia.29 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Εγω θελω μετασχηματισθη και εισελθει εις την μαχην? συ δε ενδυθητι την στολην σου. Και μετεσχηματισθη ο βασιλευς του Ισραηλ και εισηλθον εις την μαχην.
30 Or il re di Siria avea comandato ai capitani della sua cavalleria: Non vi azzuffate con veruno o grande, o piccolo, ma col solo re d'Israele.30 Ο δε βασιλευς της Συριας ειχε προσταξει τους αρχοντας των αμαξων αυτου, λεγων, Μη πολεμειτε μητε μικρον μητε μεγαν, αλλα μονον τον βασιλεα του Ισραηλ.
31 Per la qual cosa i capitani della cavalleria, veduto Josaphat, dissero: Egli è il re d'Israele. E circondatolo lo assalirono: ed egli invocò gridando il Signore, il quale lo soccorse, e allontanò coloro da lui.31 Και ως ειδον οι αρχοντες των αμαξων τον Ιωσαφατ, τοτε αυτοι ειπον, Ουτος ειναι ο βασιλευς του Ισραηλ? και περιεκυκλωσαν αυτον δια να πολεμησωσιν αυτον? αλλ' ο Ιωσαφατ ανεβοησε, και εβοηθησεν αυτον ο Κυριος? και απεστρεψεν αυτους ο Θεος απ' αυτου.
32 Perocché avendo conosciuto i capitani della cavalleria, com'ei non era il re d'Israele, lo lasciarono stare.32 Ιδοντες δε οι αρχοντες των αμαξων οτι δεν ητο ο βασιλευς του Ισραηλ, επεστρεψαν απο της καταδιωξεως αυτου.
33 Or egli avvenne, che uno della turba tirò a caso una freccia, e ferì il re d'Israele tra i collo, e le spalle: ond'egli disse al suo cocchiere: Volgiti in dietro, e menami fuora della battaglia, perchè io son ferito.33 Ανθρωπος δε τις, τοξευσας ασκοπως, εκτυπησε τον βασιλεα του Ισραηλ μεταξυ των αρθρωσεων του θωρακος? ο δε ειπεν προς τον ηνιοχον, Στρεψον την χειρα σου και εκβαλε με εκ του στρατευματος, διοτι επληγωθην.
34 E finì in quel giorno la guerra. Ora il re d'Israele si stette sul suo cocchio fino alla sera in vista de' Siri; e sul tramontare del sole morì.34 Και εμεγαλυνθη η μαχη εν τη ημερα εκεινη? ο δε βασιλευς του Ισραηλ ιστατο επι της αμαξης αντικρυ των Συριων εως εσπερας? και περι την δυσιν του ηλιου απεθανε.