Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 1


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Il re Davide essendo diventato vecchio e molto avanzato negli anni per quanto si coprisse di vesti, non riusciva a scaldarsi.1 Και ο βασιλευς Δαβιδ ητο γερων, προβεβηκως την ηλικιαν? και εσκεπαζον αυτον με ιματια, πλην δεν εθερμαινετο.
2 I suoi servi pertanto gli dissero: «Cerchiamo al re nostro Signore una giovinetta vergine che stia dinanzi al re e lo assista e dorma fra le sue braccia e riscaldi il re nostro signore».2 Και ειπον οι δουλοι αυτου προς αυτον, Ας ζητησωσι δια τον κυριον μου τον βασιλεα νεανιδα παρθενον, δια να ισταται εμπροσθεν του βασιλεως και να περιθαλπη αυτον, και να κοιμαται εις τον κολπον σου, δια να θερμαινηται ο κυριος μου ο βασιλευς.
3 Cercarono quindi in tutto il paese d'Israele una bella giovinetta e trovarono Abisag la Sunamita e la condussero al re.3 Και εζητησαν εν πασι τοις οριοις του Ισραηλ νεανιδα ωραιαν? και ευρηκαν την Αβισαγ την Σουναμιτιν, και εφεραν αυτην προς τον βασιλεα.
4 La giovinetta era assai bella e dormiva col re e lo serviva; il re però non la conobbe.4 Ητο δε η νεανις ωραια σφοδρα, και περιεθαλπε τον βασιλεα, και υπηρετει αυτον? πλην ο βασιλευς δεν εγνωρισεν αυτην.
5 Adonia figlio di Aggit, montato in superbia, diceva: «Io regnerò»; e si procurò dei carri, dei cavalieri e cinquanta uomini che corressero dinanzi a lui.5 Τοτε Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ επηρθη εις εαυτον, λεγων, Εγω θελω βασιλευσει και ητοιμασεν εις εαυτον αμαξας και ιππεις και πεντηκοντα ανδρας προτρεχοντας εμπροσθεν αυτου.
6 Suo padre non lo aveva mai rimproverato e non gli aveva detto mai: «Perchè fai questo?». Adonia era anche bellissimo d'aspetto ed era nato dopo Absalom.6 Ο δε πατηρ αυτου δεν επικραινε ποτε αυτον, λεγων, Δια τι συ πραττεις ουτω; ητο δε και ωραιος την οψιν σφοδρα? και η μητηρ αυτου εγεννησεν αυτον μετα τον Αβεσσαλωμ.
7 Egli se la intendeva con Joab figlio di Sarvia e con Abiatar sacerdote, i quali sostenevano il suo partito.7 Και συνελαλησε μετα του Ιωαβ υιου της Σερουιας, και μετα Αβιαθαρ του ιερεως? και ουτοι, ακολουθησαντες τον Αδωνιαν, εβοηθουν αυτον.
8 Invece il sacerdote Sadoc e Banaia figlio di Joiada e il profeta Natan e Semei e Rei e il nerbo delle milizie di Davide non stavano per Adonia.8 Σαδωκ ομως ο ιερευς και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και Ναθαν ο προφητης και Σιμει και Ρει και οι δυνατοι του Δαβιδ δεν ησαν μετα του Αδωνια.
9 Avendo Adonia immolato arieti, vitelli, e grasse vittime d'ogni qualità presso la Pietra di Zoelet, che era vicina alla fontana di Rogel, chiamò tutti i suoi fratelli, figli del re e tutti gli uomini di Giuda, che erano al servizio del re;9 Και εσφαξεν ο Αδωνιας προβατα και βοας και σιτευτα πλησιον της πετρας του Ζωελεθ, ητις ειναι πλησιον της Εν-ρωγηλ, και εκαλεσε παντας τους αδελφους αυτου τους υιους του βασιλεως και παντας τους ανδρας του Ιουδα τους δουλους του βασιλεως.
10 ma non invitò il profeta Natan, nè Banaia nè i valorosi guerrieri nè Salomone suo fratello.10 Τον Ναθαν ομως τον προφητην και τον Βεναιαν και τους δυνατους και Σολομωντα τον αδελφον αυτου δεν εκαλεσε.
11 Perciò Natan disse a Betsabea madre di Salomone: «Non hai sentito dire che Adonia figlio di Aggit si è fatto re e Davide nostro Signore non ne sa nulla?11 Και ειπεν ο Ναθαν προς την Βηθ-σαβεε την μητερα του Σολομωντος, λεγων, Δεν ηκουσας οτι εβασιλευσεν Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ, και ο κυριος ημων Δαβιδ δεν εξευρει τουτο;
12 Or dunque vieni, segui un mio consiglio e salva la vite a te e al figliuol tuo Salomone.12 τωρα λοιπον ελθε να σοι δωσω, παρακαλω, συμβουλην, δια να σωσης την ζωην σου και την ζωην του υιου σου Σολομωντος?
13 Va', presentati al re Davide e digli: - Non hai tu, re mio signore, giurato a me tua ancella, dicendo: ''Salomone figliuol tuo regnerà dopo di me ed egli sederà sopra il mio trono? perchè regna adunque Adonia? " -13 υπαγε και εισελθε προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Κυριε μου βασιλευ, συ δεν ωμοσας εις την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου; δια τι λοιπον εβασιλευσεν ο Αδωνιας;
14 E quando tu ancora starai parlando col re, io entrerò dopo di te e completerò le tue parole».14 ιδου, ενω ετι συ λαλεις εκει μετα του βασιλεως, θελω ελθει και εγω κατοπιν σου και θελω αναπληρωσει τους λογους σου.
15 Entrò adunque Betsabea nella stanza del re; questi ormai era molto invecchiato, e Abisag la Sunamita gli prestava assistenza.15 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα εις τον κοιτωνα? ητο δε ο βασιλευς γερων σφοδρα και Αβισαγ η Σουναμιτις υπηρετει τον βασιλεα.
16 Betsabea si inchinò e adorò il re. Il re le domandò: «Che vuoi?»,16 Και κυψασα η Βηθ-σαβεε, προσεκυνησε τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπε, Τι εχεις;
17 e quella gli rispose: «Mio signore, tu giurasti alla tua ancella per il Signore Dio tuo: - Il tuo figlio Salomone regnerà dopo di me ed egli si assiderà sopra il mio trono -;17 Η δε ειπε προς αυτον, Κυριε μου, συ ωμοσας εις Κυριον τον Θεον σου προς την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως ο Σολομων, ο υιος σου, θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου?
18 ed ecco che ora Adonia regna, senza che tu, o re mio signore, lo sappia.18 αλλα τωρα, ιδου, ο Αδωνιας εβασιλευσε? και συ τωρα, κυριε μου βασιλευ, δεν εξευρεις τουτο?
19 Uccise buoi e ogni sorta di vittime pingui e moltissimi arieti e chiamò tutti i figli del re, perfino Abiatar sacerdote e Joab capo dell'esercito; non chiamò però Salomone tuo servo.19 και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και Αβιαθαρ τον ιερεα και Ιωαβ τον αρχιστρατηγον? τον δουλον σου ομως Σολομωντα δεν εκαλεσεν?
20 Tuttavia, o re mio signore, gli occhi di tutto Israele son rivolti verso di te, perchè tu gli dichiari chi dovrà sedere sul tuo trono dopo di te, o re mio signore.20 αλλ' εις σε, κυριε μου βασιλευ, εις σε αποβλεπουσιν οι οφθαλμοι παντος του Ισραηλ, δια να απαγγειλης προς αυτους τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον?
21 Altrimenti avverrà che, quando il re mio signore si sarà addormentato coi padri suoi, io e il figliuol mio Salomone saremo ritenuti come delinquenti».21 ειδεμη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς κοιμηθη μετα των πατερων αυτου, εγω και ο υιος μου ο Σολομων θελομεν θεωρεισθαι πταισται.
22 Stava ancora parlando col re, quando il profeta Natan arrivò22 Και ιδου, ενω αυτη ελαλει ετι μετα του βασιλεως, ηλθε και Ναθαν ο προφητης.
23 e fu annunziato al re con queste parole: «È qui il profeta Natan». Entrato che fu Natan al cospetto del re, lo adorò inchinandosi fino a terra,23 Και ανηγγειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Ιδου, Ναθαν ο προφητης. Και εισελθων ενωπιον του βασιλεως, προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
24 e disse: «O re, mio signore, fosti tu a dire: - Regni Adonia dopo di me e si assida sul mio trono? -24 Και ειπεν ο Ναθαν, Κυριε μου βασιλευ, συ ειπας, Ο Αδωνιας θελει βασιλευσει μετ' εμε και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου;
25 poichè egli è disceso oggi ad immolare buoi, vittime grasse e moltissimi arieti e chiamò tutti i figli del re e i capi dell'esercito, come pure Abiatar sacerdote: e tra il mangiare e il bere dicono alla mia presenza: - Viva il re Adonia! -25 διοτι κατεβη σημερον και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και τους στρατηγους και Αβιαθαρ τον ιερεα? και ιδου, τρωγουσι και πινουσιν ενωπιον αυτου και λεγουσι, Ζητω ο βασιλευς Αδωνιας?
26 Ma non ha invitato me tuo servo, nè il sacerdote Sadoc, nè Banaia figlio di Joiada, nè Salomone tuo servo.26 εμε δε, εμε τον δουλον σου, και Σαδωκ τον ιερεα και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και Σολομωντα τον δουλον σου δεν εκαλεσε?
27 Questa cosa è proprio avvenuta per ordine del re mio signore, e tu non hai voluto dichiarare al servo tuo chi si sarebbe seduto sul trono del re mio signore dopo di lui?».27 παρα του κυριου μου του βασιλεως εγεινε το πραγμα τουτο, και δεν εφανερωσας εις τον δουλον σου τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον;
28 Il re Davide rispose: «Chiamatemi Betsabea». Come fu rientrata al cospetto del re e si fu messa a lui dinanzi,28 Και απεκριθη ο βασιλευς Δαβιδ και ειπε, Καλεσατε μοι την Βηθ-σαβεε. Και εισηλθεν ενωπιον του βασιλεως και εσταθη εμπροσθεν του βασιλεως.
29 il re giurò e disse: «Viva il Signore, che liberò la mia anima da ogni angustia;29 Και ωμοσεν ο βασιλευς και ειπε, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου εκ πασης στενοχωριας,
30 poichè, come ho giurato a te per il Signore Dio d'Israele, dicendo: - Salomone tuo figlio regnerà dopo di me e si assiderà sul mio trono in mia vece, - così oggi farò».30 βεβαιως, καθως ωμοσα προς σε εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, λεγων, οτι Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει αντ' εμου επι του θρονου μου, ουτω θελω καμει την ημεραν ταυτην.
31 Betsabea inchinò la faccia verso terra e adorò il re, dicendo: «Viva in eterno Davide, mio signore!».31 Τοτε η Βηθ-σαβεε, κυψασα κατα προσωπον εως εδαφους, προσεκυνησε τον βασιλεα και ειπε, Ζητω ο κυριος μου ο βασιλευς Δαβιδ εις τον αιωνα.
32 Il re Davide aggiunse ancora: «Chiamatemi il sacerdote Sadoc e il profeta Natan e Banaia figlio di Joiada». Quando essi furono entrati al cospetto del re,32 Και ειπεν ο βασιλευς Δαβιδ, Καλεσατε μοι Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητην και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε. Και ηλθον ενωπιον του βασιλεως.
33 disse loro: «Prendete con voi i servi del vostro padrone, fate salire Salomone mio figlio sulla mia mula e conducetelo a Gion,33 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Λαβετε μεθ' εαυτων τους δουλους του κυριου σας και καθισατε Σολομωντα τον υιον μου επι την ημιονον μου και καταβιβασατε αυτον εις Γιων?
34 e là il sacerdote Sadoc e il profeta Natan lo ungano re d'Israele. Sonerete quindi la tromba e direte: - Viva il re Salomone! -34 και ας χρισωσιν αυτον εκει Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα επι τον Ισραηλ? και σαλπισατε δια της σαλπιγγος και ειπατε, Ζητω ο βασιλευς Σολομων?
35 Salirete poi dietro a lui ed egli verrà ad assidersi sopra il mio trono e regnerà in mia vece; io gli comanderò di essere il condottiere di Israele e di Giuda».35 τοτε θελετε αναβη κατοπιν αυτου, δια να ελθη και να καθιση επι τον θρονον μου? και αυτος θελει βασιλευσει αντ' εμου? και αυτον προσεταξα να ηναι ηγεμων επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν.
36 Banaia figlio di Joiada così rispose al re: «Così sia; allo stesso modo parli anche Iddio Signore del mio padrone il re.36 Και απεκριθη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Αμην? ουτως ας επικυρωση Κυριος ο Θεος του κυριου μου του βασιλεως?
37 Come il Signore assistette il mio padrone il re, così assista Salomone e innalzi il trono di lui al di sopra del trono del re Davide mio signore».37 καθως εσταθη ο Κυριος μετα του κυριου μου του βασιλεως, ουτω να ηναι και μετα του Σολομωντος, και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως Δαβιδ.
38 Discesero adunque il sacerdote Sadoc, il profeta Natan, Banaia figlio di Joiada, i Ceretei e i Feletei; e fatto montare Salomone sulla mula del re Davide, lo condussero a Gion,38 Τοτε κατεβη Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και οι Χερεθαιοι και οι Φελεθαιοι, και εκαθισαν τον Σολομωντα επι την ημιονον του βασιλεως Δαβιδ και εφεραν αυτον εις Γιων.
39 dove il sacerdote Sadoc, preso l'olio del corno del tabernacolo, unse Salomone. Datosi quindi fiato alla tromba, tutto il popolo esclamò: «Viva il re Salomone!».39 Και ελαβε Σαδωκ ο ιερευς το κερας του ελαιου εκ της σκηνης και εχρισε τον Σολομωντα. Και εσαλπισαν δια της σαλπιγγος? και ειπε πας ο λαος, Ζητω ο βασιλευς Σολομων.
40 Dopo di che salì dietro a lui tutta la moltitudine e il popolo a suono di flauti e fra la più grande allegria, e la terra rimbombava alle loro acclamazioni.40 Και ανεβη πας ο λαος κατοπιν αυτου? και επαιζεν ο λαος αυλους και ευφραινετο ευφροσυνην μεγαλην, και η γη εσχιζετο εκ των φωνων αυτων.
41 Lo strepito fu udito da Adonia e da tutti quelli che erano stati invitati da lui. Il banchetto era già finito. Anche Joab all'udire il suono della tromba disse: «Che cosa significa questo strepito della città tumultuante?».41 Και ηκουσεν Αδωνιας και παντες οι κεκλημενοι αυτου, καθως ετελειωσαν να τρωγωσι. Και οτε ηκουσεν ο Ιωαβ την φωνην της σαλπιγγος, ειπε, Τις η φωνη αυτη της πολεως θορυβουσης;
42 Parlava ancora quando Jonata figlio del sacerdote Abiatar si fece innanzi. Voltosi a lui, Adonia disse: «Entra, poichè tu sei un uomo di valore e porti buone notizie».42 Ενω ετι ελαλει, ιδου, Ιωναθαν, ο υιος Αβιαθαρ του ιερεως, ηλθε? και ειπεν ο Αδωνιας προς αυτον, Εισελθε? διοτι συ εισαι ανηρ γενναιος και φερεις αγαθας αγγελιας.
43 Ma Jonata rispose ad Adonia: «No, poichè il re Davide nostro signore ha costituito re Salomone;43 Και αποκριθεις ο Ιωναθαν ειπε προς τον Αδωνιαν, Βεβαιως κυριος ημων ο βασιλευς Δαβιδ εκαμε βασιλεα τον Σολομωντα?
44 e ha mandato con lui il sacerdote Sadoc e il profeta Natan e Banaia figlio di Joiada e i Ceretei e i Feletei, i quali l'hanno fatto montare sopra la mula del re.44 και απεστειλε μετ' αυτου ο βασιλευς Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητη και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και τους Χερεθαιους και τους Φελεθαιους, και εκαθισαν αυτον επι την ημιονον του βασιλεως?
45 E il sacerdote Sadoc e il profeta Natan lo hanno unto re in Gion. Di là poi fra la più grande esultanza ascesero tutti e la città ne risuonò. Questo è il rumore che avete inteso.45 και εχρισαν αυτον Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα εν Γιων? και ανεβησαν εκειθεν ευφραινομενοι, και η πολις αντηχησεν? αυτη ειναι η φωνη, την οποιαν ηκουσατε?
46 Di più Salomone fu fatto sedere sul trono regale,46 και μαλιστα εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου της βασιλειας?
47 ed entrati i servi del re hanno bene augurato al re Davide nostro signore, dicendo: - Renda Iddio il nome di Salomone più glorioso del nome tuo e innalzi il trono di lui al di sopra del tuo trono. - Ed il re si è prosternato sul suo letto47 και εισηλθον ετι οι δουλοι του βασιλεως να ευχηθωσι τον κυριον ημων τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Θεος να λαμπρυνη το ονομα του Σολομωντος υπερ το ονομα σου, και να μεγαλυνη τον θρονον σου και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον σου. και προσεκυνησεν ο βασιλευς επι της κλινης?
48 e ha detto: -Benedetto il Signore Dio d'Israele che mi ha dato oggi uno che segga sopra il mio trono e mi ha permesso di vederlo coi miei occhi-».48 και ειπε προσετι ο βασιλευς ουτως? Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εδωκεν εις εμε σημερον διαδοχον καθημενον επι του θρονου μου, και οι οφθαλμοι μου βλεπουσι τουτο.
49 Atterriti allora tutti quelli che erano stati invitati da Adonia, si alzarono e se ne andò ciascuno pei fatti suoi;49 Τοτε παντες οι κεκλημενοι, οι μετα του Αδωνια, εξεπλαγησαν και σηκωθεντες, υπηγαν εκαστος την οδον αυτου.
50 mentre Adonia per paura di Salomone si alzò e andò a stringersi al corno dell'altare.50 Ο δε Αδωνιας εφοβηθη απο προσωπου του Σολομωντος και σηκωθεις υπηγε και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
51 E vennero a dire a Salomone: «Adonia per paura del re Salomone si è stretto al corno dell'altare e dice: -Mi giuri il re Salomone oggi che non ucciderà colla spada il suo servo -».51 Και ανηγγειλαν προς τον Σολομωντα, λεγοντες, Ιδου, ο Αδωνιας φοβειται τον βασιλεα Σολομωντα? και ιδου, επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου, λεγων, Ας ομοση προς εμε σημερον ο βασιλευς Σολομων, οτι δεν θελει θανατωσει τον δουλον αυτου δια ρομφαιας.
52 Salomone disse: «Se sarà un uomo dabbene, non cadrà in terra neppur uno dei suoi capelli; ma se in lui si troverà del male, morrà».52 Και ειπεν ο Σολομων, Εαν σταθη ανηρ αγαθος, ουδε μια εκ των τριχων αυτου θελει πεσει επι την γην? εαν ομως ευρεθη κακια εν αυτω θελει θανατωθη.
53 Il re Salomone allora mandò [gente] a farlo allontanare dall'altare e [Adonia] venuto alla presenza del re, adorò Salomone e Salomone gli disse: «Va', a casa tua».53 Και απεστειλεν ο βασιλευς Σολομων, και κατεβιβασαν αυτον απο του θυσιαστηριου? και ηλθε και προσεκυνησε τον βασιλεα Σολομωντα? και ειπε προς αυτον ο Σολομων, Υπαγε εις τον οικον σου.