ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 103
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 τω δαυιδ ευλογει η ψυχη μου τον κυριον κυριε ο θεος μου εμεγαλυνθης σφοδρα εξομολογησιν και ευπρεπειαν ενεδυσω | 1 Ipsi David. Benedic, anima mea, Domino : Domine Deus meus, magnificatus es vehementer. Confessionem et decorem induisti, |
2 αναβαλλομενος φως ως ιματιον εκτεινων τον ουρανον ωσει δερριν | 2 amictus lumine sicut vestimento. Extendens cælum sicut pellem, |
3 ο στεγαζων εν υδασιν τα υπερωα αυτου ο τιθεις νεφη την επιβασιν αυτου ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων | 3 qui tegis aquis superiora ejus : qui ponis nubem ascensum tuum ; qui ambulas super pennas ventorum : |
4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα και τους λειτουργους αυτου πυρ φλεγον | 4 qui facis angelos tuos spiritus, et ministros tuos ignem urentem. |
5 εθεμελιωσεν την γην επι την ασφαλειαν αυτης ου κλιθησεται εις τον αιωνα του αιωνος | 5 Qui fundasti terram super stabilitatem suam : non inclinabitur in sæculum sæculi. |
6 αβυσσος ως ιματιον το περιβολαιον αυτου επι των ορεων στησονται υδατα | 6 Abyssus sicut vestimentum amictus ejus ; super montes stabunt aquæ. |
7 απο επιτιμησεως σου φευξονται απο φωνης βροντης σου δειλιασουσιν | 7 Ab increpatione tua fugient ; a voce tonitrui tui formidabunt. |
8 αναβαινουσιν ορη και καταβαινουσιν πεδια εις τοπον ον εθεμελιωσας αυτοις | 8 Ascendunt montes, et descendunt campi, in locum quem fundasti eis. |
9 οριον εθου ο ου παρελευσονται ουδε επιστρεψουσιν καλυψαι την γην | 9 Terminum posuisti quem non transgredientur, neque convertentur operire terram. |
10 ο εξαποστελλων πηγας εν φαραγξιν ανα μεσον των ορεων διελευσονται υδατα | 10 Qui emittis fontes in convallibus ; inter medium montium pertransibunt aquæ. |
11 ποτιουσιν παντα τα θηρια του αγρου προσδεξονται οναγροι εις διψαν αυτων | 11 Potabunt omnes bestiæ agri ; expectabunt onagri in siti sua. |
12 επ' αυτα τα πετεινα του ουρανου κατασκηνωσει εκ μεσου των πετρων δωσουσιν φωνην | 12 Super ea volucres cæli habitabunt ; de medio petrarum dabunt voces. |
13 ποτιζων ορη εκ των υπερωων αυτου απο καρπου των εργων σου χορτασθησεται η γη | 13 Rigans montes de superioribus suis ; de fructu operum tuorum satiabitur terra : |
14 εξανατελλων χορτον τοις κτηνεσιν και χλοην τη δουλεια των ανθρωπων του εξαγαγειν αρτον εκ της γης | 14 producens f?num jumentis, et herbam servituti hominum, ut educas panem de terra, |
15 και οινος ευφραινει καρδιαν ανθρωπου του ιλαρυναι προσωπον εν ελαιω και αρτος καρδιαν ανθρωπου στηριζει | 15 et vinum lætificet cor hominis : ut exhilaret faciem in oleo, et panis cor hominis confirmet. |
16 χορτασθησεται τα ξυλα του πεδιου αι κεδροι του λιβανου ας εφυτευσεν | 16 Saturabuntur ligna campi, et cedri Libani quas plantavit : |
17 εκει στρουθια εννοσσευσουσιν του ερωδιου η οικια ηγειται αυτων | 17 illic passeres nidificabunt : herodii domus dux est eorum. |
18 ορη τα υψηλα ταις ελαφοις πετρα καταφυγη τοις χοιρογρυλλιοις | 18 Montes excelsi cervis ; petra refugium herinaciis. |
19 εποιησεν σεληνην εις καιρους ο ηλιος εγνω την δυσιν αυτου | 19 Fecit lunam in tempora ; sol cognovit occasum suum. |
20 εθου σκοτος και εγενετο νυξ εν αυτη διελευσονται παντα τα θηρια του δρυμου | 20 Posuisti tenebras, et facta est nox ; in ipsa pertransibunt omnes bestiæ silvæ : |
21 σκυμνοι ωρυομενοι αρπασαι και ζητησαι παρα του θεου βρωσιν αυτοις | 21 catuli leonum rugientes ut rapiant, et quærant a Deo escam sibi. |
22 ανετειλεν ο ηλιος και συνηχθησαν και εν ταις μανδραις αυτων κοιτασθησονται | 22 Ortus est sol, et congregati sunt, et in cubilibus suis collocabuntur. |
23 εξελευσεται ανθρωπος επι το εργον αυτου και επι την εργασιαν αυτου εως εσπερας | 23 Exibit homo ad opus suum, et ad operationem suam usque ad vesperum. |
24 ως εμεγαλυνθη τα εργα σου κυριε παντα εν σοφια εποιησας επληρωθη η γη της κτησεως σου | 24 Quam magnificata sunt opera tua, Domine ! omnia in sapientia fecisti ; impleta est terra possessione tua. |
25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος εκει ερπετα ων ουκ εστιν αριθμος ζωα μικρα μετα μεγαλων | 25 Hoc mare magnum et spatiosum manibus ; illic reptilia quorum non est numerus : animalia pusilla cum magnis. |
26 εκει πλοια διαπορευονται δρακων ουτος ον επλασας εμπαιζειν αυτω | 26 Illic naves pertransibunt ; draco iste quem formasti ad illudendum ei. |
27 παντα προς σε προσδοκωσιν δουναι την τροφην αυτοις ευκαιρον | 27 Omnia a te expectant ut des illis escam in tempore. |
28 δοντος σου αυτοις συλλεξουσιν ανοιξαντος δε σου την χειρα τα συμπαντα πλησθησονται χρηστοτητος | 28 Dante te illis, colligent ; aperiente te manum tuam, omnia implebuntur bonitate. |
29 αποστρεψαντος δε σου το προσωπον ταραχθησονται αντανελεις το πνευμα αυτων και εκλειψουσιν και εις τον χουν αυτων επιστρεψουσιν | 29 Avertente autem te faciem, turbabuntur ; auferes spiritum eorum, et deficient, et in pulverem suum revertentur. |
30 εξαποστελεις το πνευμα σου και κτισθησονται και ανακαινιεις το προσωπον της γης | 30 Emittes spiritum tuum, et creabuntur, et renovabis faciem terræ. |
31 ητω η δοξα κυριου εις τον αιωνα ευφρανθησεται κυριος επι τοις εργοις αυτου | 31 Sit gloria Domini in sæculum ; lætabitur Dominus in operibus suis. |
32 ο επιβλεπων επι την γην και ποιων αυτην τρεμειν ο απτομενος των ορεων και καπνιζονται | 32 Qui respicit terram, et facit eam tremere ; qui tangit montes, et fumigant. |
33 ασω τω κυριω εν τη ζωη μου ψαλω τω θεω μου εως υπαρχω | 33 Cantabo Domino in vita mea ; psallam Deo meo quamdiu sum. |
34 ηδυνθειη αυτω η διαλογη μου εγω δε ευφρανθησομαι επι τω κυριω | 34 Jucundum sit ei eloquium meum ; ego vero delectabor in Domino. |
35 εκλιποισαν αμαρτωλοι απο της γης και ανομοι ωστε μη υπαρχειν αυτους ευλογει η ψυχη μου τον κυριον | 35 Deficiant peccatores a terra, et iniqui, ita ut non sint. Benedic, anima mea, Domino. |