Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 23


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Tutta l’assemblea si alzò; lo condussero da Pilato1 Τοτε εσηκωθη απαν το πληθος αυτων και εφεραν αυτον προς τον Πιλατον.
2 e cominciarono ad accusarlo: «Abbiamo trovato costui che metteva in agitazione il nostro popolo, impediva di pagare tributi a Cesare e affermava di essere Cristo re».2 Και ηρχισαν να κατηγορωσιν αυτον, λεγοντες? Τουτον ευρομεν διαστρεφοντα το εθνος και εμποδιζοντα το να διδωσι φορους εις τον Καισαρα, λεγοντα εαυτον οτι ειναι Χριστος βασιλευς.
3 Pilato allora lo interrogò: «Sei tu il re dei Giudei?». Ed egli rispose: «Tu lo dici».3 Ο δε Πιλατος ηρωτησεν αυτον, λεγων? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις προς αυτον, ειπε? Συ λεγεις.
4 Pilato disse ai capi dei sacerdoti e alla folla: «Non trovo in quest’uomo alcun motivo di condanna».4 Και ο Πιλατος ειπε προς τους αρχιερεις και τους οχλους? Ουδεν εγκλημα ευρισκω εν τω ανθρωπω τουτω.
5 Ma essi insistevano dicendo: «Costui solleva il popolo, insegnando per tutta la Giudea, dopo aver cominciato dalla Galilea, fino a qui».
5 Οι δε επεμενον λεγοντες οτι Ταραττει τον λαον, διδασκων καθ' ολην την Ιουδαιαν, αρχισας απο της Γαλιλαιας εως εδω.
6 Udito ciò, Pilato domandò se quell’uomo era Galileo6 Ο δε Πιλατος ακουσας Γαλιλαιαν ηρωτησεν αν ο ανθρωπος ηναι Γαλιλαιος,
7 e, saputo che stava sotto l’autorità di Erode, lo rinviò a Erode, che in quei giorni si trovava anch’egli a Gerusalemme.
7 και μαθων οτι ειναι εκ της επικρατειας του Ηρωδου, επεμψεν αυτον προς τον Ηρωδην, οστις ητο και αυτος εν Ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις.
8 Vedendo Gesù, Erode si rallegrò molto. Da molto tempo infatti desiderava vederlo, per averne sentito parlare, e sperava di vedere qualche miracolo fatto da lui.8 Ο δε Ηρωδης, ιδων τον Ιησουν, εχαρη πολυ? διοτι ηθελε προ πολλου να ιδη αυτον, επειδη ηκουε πολλα περι αυτου και ηλπιζε να ιδη τι θαυμα γινομενον υπ' αυτου.
9 Lo interrogò, facendogli molte domande, ma egli non gli rispose nulla.9 Ηρωτα δε αυτον με λογους πολλους? πλην αυτος δεν απεκριθη προς αυτον ουδεν.
10 Erano presenti anche i capi dei sacerdoti e gli scribi, e insistevano nell’accusarlo.10 Ισταντο δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις, κατηγορουντες αυτον εντονως.
11 Allora anche Erode, con i suoi soldati, lo insultò, si fece beffe di lui, gli mise addosso una splendida veste e lo rimandò a Pilato.11 Αφου δε ο Ηρωδης μετα των στρατευματων αυτου εξουθενησεν αυτον και ενεπαιξεν, ενεδυσεν αυτον λαμπρον ιματιον και επεμψεν αυτον παλιν προς τον Πιλατον.
12 In quel giorno Erode e Pilato diventarono amici tra loro; prima infatti tra loro vi era stata inimicizia.
12 Εν αυτη δε τη ημερα ο Πιλατος και ο Ηρωδης εγειναν φιλοι μετ' αλληλων? διοτι προτερον ησαν εις εχθραν προς αλληλους.
13 Pilato, riuniti i capi dei sacerdoti, le autorità e il popolo,13 Ο δε Πιλατος, συγκαλεσας τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον,
14 disse loro: «Mi avete portato quest’uomo come agitatore del popolo. Ecco, io l’ho esaminato davanti a voi, ma non ho trovato in quest’uomo nessuna delle colpe di cui lo accusate;14 ειπε προς αυτους? Εφερατε προς εμε τον ανθρωπον τουτον ως στασιαζοντα τον λαον, και ιδου, εγω ενωπιον σας ανακρινας δεν ευρον εν τω ανθρωπω τουτω ουδεν εγκλημα εξ οσων κατηγορειτε κατ' αυτου,
15 e neanche Erode: infatti ce l’ha rimandato. Ecco, egli non ha fatto nulla che meriti la morte.15 αλλ' ουδε ο Ηρωδης, διοτι σας επεμψα προς αυτον? και ιδου, ουδεν αξιον θανατου ειναι πεπραγμενον υπ' αυτου.
16 Perciò, dopo averlo punito, lo rimetterò in libertà».16 Αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.
17
17 Επρεπε δε αναγκαιως να απολυη εις αυτους ενα εν τη εορτη.
18 Ma essi si misero a gridare tutti insieme: «Togli di mezzo costui! Rimettici in libertà Barabba!».18 Παντες δε ομου ανεκραξαν, λεγοντες? Σηκωσον τουτον, απολυσον δε εις ημας τον Βαραββαν?
19 Questi era stato messo in prigione per una rivolta, scoppiata in città, e per omicidio.
19 οστις δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και δια φονον ητο βεβλημενος εις φυλακην.
20 Pilato parlò loro di nuovo, perché voleva rimettere in libertà Gesù.20 Παλιν λοιπον ο Πιλατος ελαλησε προς αυτους, θελων να απολυση τον Ιησουν.
21 Ma essi urlavano: «Crocifiggilo! Crocifiggilo!».21 Οι δε εφωναζον, λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον.
22 Ed egli, per la terza volta, disse loro: «Ma che male ha fatto costui? Non ho trovato in lui nulla che meriti la morte. Dunque, lo punirò e lo rimetterò in libertà».22 Ο δε και τριτην φοραν ειπε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν ουτος; ουδεμιαν αιτιαν θανατου ευρον εν αυτω? αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.
23 Essi però insistevano a gran voce, chiedendo che venisse crocifisso, e le loro grida crescevano.23 Αλλ' εκεινοι επεμενον, με φωνας μεγαλας ζητουντες να σταυρωθη, και αι φωναι αυτων και των αρχιερεων υπερισχυον.
24 Pilato allora decise che la loro richiesta venisse eseguita.24 Και ο Πιλατος απεφασισε να γεινη το ζητημα αυτων,
25 Rimise in libertà colui che era stato messo in prigione per rivolta e omicidio, e che essi richiedevano, e consegnò Gesù al loro volere.
25 και απελυσεν εις αυτους τον δια στασιν και φονον βεβλημενον εις την φυλακην, τον οποιον εζητουν, τον δε Ιησουν παρεδωκεν εις το θελημα αυτων.
26 Mentre lo conducevano via, fermarono un certo Simone di Cirene, che tornava dai campi, e gli misero addosso la croce, da portare dietro a Gesù.
26 Και καθως εφεραν αυτον εξω, επιασαν Σιμωνα τινα Κυρηναιον, ερχομενον απο του αγρου, και εθεσαν επανω αυτου τον σταυρον, δια να φερη αυτον οπισθεν του Ιησου.
27 Lo seguiva una grande moltitudine di popolo e di donne, che si battevano il petto e facevano lamenti su di lui.27 Ηκολουθει δε αυτον πολυ πληθος του λαου και γυναικων, αιτινες και ωδυροντο και εθρηνουν αυτον.
28 Ma Gesù, voltandosi verso di loro, disse: «Figlie di Gerusalemme, non piangete su di me, ma piangete su voi stesse e sui vostri figli.28 Στραφεις δε προς αυτας ο Ιησους, ειπε? θυγατερες της Ιερουσαλημ, μη κλαιετε δι' εμε, αλλα δι' εαυτας κλαιετε και δια τα τεκνα σας.
29 Ecco, verranno giorni nei quali si dirà: “Beate le sterili, i grembi che non hanno generato e i seni che non hanno allattato”.29 Διοτι ιδου, ερχονται ημεραι καθ' ας θελουσιν ειπει? Μακαριαι αι στειραι και αι κοιλιαι, αιτινες δεν εγεννησαν, και οι μαστοι, οιτινες δεν εθηλασαν.
30 Allora cominceranno a dire ai monti: “Cadete su di noi!”, e alle colline: “Copriteci!”.30 Τοτε θελουσιν αρχισει να λεγωσιν εις τα ορη, Πεσετε εφ' ημας, και εις τα βουνα, Σκεπασατε ημας?
31 Perché, se si tratta così il legno verde, che avverrà del legno secco?».31 διοτι εαν εις το υγρον ξυλον πραττωσι ταυτα, τι θελει γεινει εις το ξηρον;
32 Insieme con lui venivano condotti a morte anche altri due, che erano malfattori.
32 Εφεροντο δε και αλλοι δυο μετ' αυτου, οιτινες ησαν κακουργοι δια να θανατωθωσι.
33 Quando giunsero sul luogo chiamato Cranio, vi crocifissero lui e i malfattori, uno a destra e l’altro a sinistra.33 Και οτε ηλθον εις τον τοπον τον ονομαζομενον Κρανιον, εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους, τον μεν εκ δεξιων, τον δε εξ αριστερων.
34 Gesù diceva: «Padre, perdona loro perché non sanno quello che fanno». Poi dividendo le sue vesti, le tirarono a sorte.
34 Ο δε Ιησους ελεγε? Πατερ, συγχωρησον αυτους? διοτι δεν εξευρουσι τι πραττουσι. Διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου, εβαλον κληρον.
35 Il popolo stava a vedere; i capi invece lo deridevano dicendo: «Ha salvato altri! Salvi se stesso, se è lui il Cristo di Dio, l’eletto».35 Και ιστατο ο λαος θεωρων. Ενεπαιζον δε και οι αρχοντες μετ' αυτων, λεγοντες? Αλλους εσωσεν, ας σωση αυτον, εαν ουτος ηναι ο Χριστος ο εκλεκτος του Θεου.
36 Anche i soldati lo deridevano, gli si accostavano per porgergli dell’aceto36 Ενεπαιζον δε αυτον και οι στρατιωται, πλησιαζοντες και προσφεροντες οξος εις αυτον
37 e dicevano: «Se tu sei il re dei Giudei, salva te stesso».37 και λεγοντες? Εαν συ ησαι ο βασιλευς των Ιουδαιων, σωσον σεαυτον.
38 Sopra di lui c’era anche una scritta: «Costui è il re dei Giudei».
38 Ητο δε και επιγραφη γεγραμμενη επανωθεν αυτου με γραμματα Ελληνικα και Ρωμαικα και Εβραικα? Ουτος εστιν ο Βασιλευς των Ιουδαιων.
39 Uno dei malfattori appesi alla croce lo insultava: «Non sei tu il Cristo? Salva te stesso e noi!».39 Εις δε των κρεμασθεντων κακουργων εβλασφημει αυτον, λεγων? Εαν συ ησαι ο Χριστος, σωσον σεαυτον και ημας.
40 L’altro invece lo rimproverava dicendo: «Non hai alcun timore di Dio, tu che sei condannato alla stessa pena?40 Αποκριθεις δε ο αλλος, επεπληττεν αυτον, λεγων? Ουδε τον Θεον δεν φοβεισαι συ, οστις εισαι εν τη αυτη καταδικη;
41 Noi, giustamente, perché riceviamo quello che abbiamo meritato per le nostre azioni; egli invece non ha fatto nulla di male».41 και ημεις μεν δικαιως? διοτι αξια των οσα επραξαμεν απολαμβανομεν? ουτος ομως ουδεν ατοπον επραξε.
42 E disse: «Gesù, ricòrdati di me quando entrerai nel tuo regno».42 Και ελεγε προς τον Ιησουν? Μνησθητι μου, Κυριε, οταν ελθης εν τη βασιλεια σου.
43 Gli rispose: «In verità io ti dico: oggi con me sarai nel paradiso».
43 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω, σημερον θελεις εισθαι μετ' εμου εν τω παραδεισω.
44 Era già verso mezzogiorno e si fece buio su tutta la terra fino alle tre del pomeriggio,44 Ητο δε ως εκτη ωρα και εγεινε σκοτος εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης,
45 perché il sole si era eclissato. Il velo del tempio si squarciò a metà.45 και εσκοτισθη ο ηλιος και εσχισθη εις το μεσον το καταπετασμα του ναου?
46 Gesù, gridando a gran voce, disse: «Padre, nelle tue mani consegno il mio spirito». Detto questo, spirò.
46 και φωναξας με φωνην μεγαλην ο Ιησους ειπε? Πατερ, εις χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? και ταυτα ειπων εξεπνευσεν.
47 Visto ciò che era accaduto, il centurione dava gloria a Dio dicendo: «Veramente quest’uomo era giusto».47 Ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον, εδοξασε τον Θεον, λεγων? Οντως ο ανθρωπος ουτος ητο δικαιος.
48 Così pure tutta la folla che era venuta a vedere questo spettacolo, ripensando a quanto era accaduto, se ne tornava battendosi il petto.48 Και παντες οι οχλοι οι συνελθοντες εις την θεωριαν ταυτην, βλεποντες τα γενομενα, υπεστρεφον τυπτοντες τα στηθη αυτων.
49 Tutti i suoi conoscenti, e le donne che lo avevano seguito fin dalla Galilea, stavano da lontano a guardare tutto questo.
49 Ισταντο δε μακροθεν παντες οι γνωστοι αυτου, και αι γυναικες αιτινες συνηκολουθησαν αυτον απο της Γαλιλαιας, και εβλεπον ταυτα.
50 Ed ecco, vi era un uomo di nome Giuseppe, membro del sinedrio, buono e giusto.50 Και ιδου, ανηρ τις Ιωσηφ το ονομα, οστις ητο βουλευτης, ανηρ αγαθος και δικαιος,
51 Egli non aveva aderito alla decisione e all’operato degli altri. Era di Arimatea, una città della Giudea, e aspettava il regno di Dio.51 ουτος δεν ητο συμφωνος με την βουλην και την πραξιν αυτων, απο Αριμαθαιας πολεως των Ιουδαιων, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου,
52 Egli si presentò a Pilato e chiese il corpo di Gesù.52 ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου,
53 Lo depose dalla croce, lo avvolse con un lenzuolo e lo mise in un sepolcro scavato nella roccia, nel quale nessuno era stato ancora sepolto.53 και καταβιβασας αυτο ετυλιξεν αυτο με σινδονα και εθεσεν αυτο εν μνημειω λελατομημενω? οπου ουδεις ετι ειχεν ενταφιασθη.
54 Era il giorno della Parasceve e già splendevano le luci del sabato.54 Και ητο ημερα παρασκευη, και εξημερονε σαββατον.
55 Le donne che erano venute con Gesù dalla Galilea seguivano Giuseppe; esse osservarono il sepolcro e come era stato posto il corpo di Gesù,55 Ηκολουθησαν δε και γυναικες, αιτινες ειχον ελθει μετ' αυτου απο της Γαλιλαιας, και ειδον το μνημειον και πως ετεθη το σωμα αυτου.
56 poi tornarono indietro e prepararono aromi e oli profumati. Il giorno di sabato osservarono il riposo come era prescritto.56 Και αφου υπεστρεψαν ητοιμασαν αρωματα και μυρα. Και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην.