Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 15


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 In quel tempo alcuni farisei e alcuni scribi, venuti da Gerusalemme, si avvicinarono a Gesù e gli dissero:1 Τοτε προσερχονται προς τον Ιησουν οι απο Ιεροσολυμων γραμματεις και Φαρισαιοι, λεγοντες?
2 «Perché i tuoi discepoli trasgrediscono la tradizione degli antichi? Infatti quando prendono cibo non si lavano le mani!».2 Δια τι οι μαθηται σου παραβαινουσιν την παραδοσιν των πρεσβυτερων; διοτι δεν νιπτονται τας χειρας αυτων οταν τρωγωσιν αρτον.
3 Ed egli rispose loro: «E voi, perché trasgredite il comandamento di Dio in nome della vostra tradizione?
3 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Δια τι και σεις παραβαινετε την εντολην του Θεου δια την παραδοσιν σας;
4 Dio ha detto: Onora il padre e la madre e inoltre: Chi maledice il padre o la madre sia messo a morte.
4 Διοτι ο Θεος προσεταξε, λεγων? Τιμα τον πατερα σου και την μητερα? και, Ο κακολογων πατερα η μητερα εξαπαντος να θανατονηται?
5 Voi invece dite: “Chiunque dichiara al padre o alla madre: Ciò con cui dovrei aiutarti è un’offerta a Dio,5 σεις ομως λεγετε? Οστις ειπη προς τον πατερα η προς την μητερα, Δωρον ειναι ο, τι ηθελες ωφεληθη εξ εμου, αρκει, και δυναται να μη τιμηση τον πατερα αυτου η την μητερα αυτου?
6 non è più tenuto a onorare suo padre”. Così avete annullato la parola di Dio con la vostra tradizione.
6 και ηκυρωσατε την εντολην του Θεου δια την παραδοσιν σας.
7 Ipocriti! Bene ha profetato di voi Isaia, dicendo:
7 Υποκριται, καλως προεφητευσε περι υμων ο Ησαιας, λεγων?
8 Questo popolo mi onora con le labbra,
ma il suo cuore è lontano da me.
8 Ο λαος ουτος με πλησιαζει με το στομα αυτων και με τα χειλη με τιμα, η δε καρδια αυτων μακραν απεχει απ' εμου.
9 Invano essi mi rendono culto,
insegnando dottrine che sono precetti di uomini».
9 Εις ματην δε με σεβονται, διδασκοντες διδασκαλιας, ενταλματα ανθρωπων.
10 Poi, riunita la folla, disse loro: «Ascoltate e comprendete bene!10 Και προσκαλεσας τον οχλον, ειπε προς αυτους? Ακουετε και νοειτε.
11 Non ciò che entra nella bocca rende impuro l’uomo; ciò che esce dalla bocca, questo rende impuro l’uomo!».
11 Δεν μολυνει τον ανθρωπον το εισερχομενον εις το στομα, αλλα το εξερχομενον εκ του στοματος τουτο μολυνει τον ανθρωπον.
12 Allora i discepoli si avvicinarono per dirgli: «Sai che i farisei, a sentire questa parola, si sono scandalizzati?».12 Τοτε προσελθοντες οι μαθηται αυτου, ειπον προς αυτον? Εξευρεις οτι οι Φαρισαιοι ακουσαντες τον λογον τουτον εσκανδαλισθησαν;
13 Ed egli rispose: «Ogni pianta, che non è stata piantata dal Padre mio celeste, verrà sradicata.13 Ο δε αποκριθεις ειπε? Πασα φυτεια, την οποιαν δεν εφυτευσεν ο Πατηρ μου ο ουρανιος, θελει εκριζωθη.
14 Lasciateli stare! Sono ciechi e guide di ciechi. E quando un cieco guida un altro cieco, tutti e due cadranno in un fosso!».
14 Αφησατε αυτους? ειναι οδηγοι τυφλοι τυφλων? τυφλος δε τυφλον εαν οδηγη, αμφοτεροι εις βοθρον θελουσι πεσει.
15 Pietro allora gli disse: «Spiegaci questa parabola».15 Αποκριθεις δε ο Πετρος ειπε προς αυτον? Εξηγησον εις ημας την παραβολην ταυτην.
16 Ed egli rispose: «Neanche voi siete ancora capaci di comprendere?16 Και ο Ιησους ειπεν? Ετι και σεις ασυνετοι εισθε;
17 Non capite che tutto ciò che entra nella bocca, passa nel ventre e viene gettato in una fogna?17 Δεν εννοειτε ετι οτι παν το εισερχομενον εις το στομα καταβαινει εις την κοιλιαν και εκβαλλεται εις αφεδρωνα;
18 Invece ciò che esce dalla bocca proviene dal cuore. Questo rende impuro l’uomo.18 Τα δε εξερχομενα εκ του στοματος εκ της καρδιας εξερχονται, και εκεινα μολυνουσι τον ανθρωπον.
19 Dal cuore, infatti, provengono propositi malvagi, omicidi, adultèri, impurità, furti, false testimonianze, calunnie.19 Διοτι εκ της καρδιας εξερχονται διαλογισμοι πονηροι, φονοι, μοιχειαι, πορνειαι, κλοπαι, ψευδομαρτυριαι, βλασφημιαι.
20 Queste sono le cose che rendono impuro l’uomo; ma il mangiare senza lavarsi le mani non rende impuro l’uomo».
20 Ταυτα ειναι τα μολυνοντα τον ανθρωπον? το δε να φαγη τις με ανιπτους χειρας δεν μολυνει τον ανθρωπον.
21 Partito di là, Gesù si ritirò verso la zona di Tiro e di Sidone.21 Και εξελθων εκειθεν ο Ιησους ανεχωρησεν εις τα μερη Τυρου και Σιδωνος.
22 Ed ecco, una donna cananea, che veniva da quella regione, si mise a gridare: «Pietà di me, Signore, figlio di Davide! Mia figlia è molto tormentata da un demonio».22 Και ιδου, γυνη Χαναναια, εξελθουσα απο των οριων εκεινων, εκραυγασε προς αυτον λεγουσα? Ελεησον με, Κυριε, υιε του Δαβιδ? η θυγατηρ μου κακως δαιμονιζεται.
23 Ma egli non le rivolse neppure una parola. Allora i suoi discepoli gli si avvicinarono e lo implorarono: «Esaudiscila, perché ci viene dietro gridando!».23 Ο δε δεν απεκριθη προς αυτην λογον. Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου, παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Απολυσον αυτην, διοτι κραζει οπισθεν ημων.
24 Egli rispose: «Non sono stato mandato se non alle pecore perdute della casa d’Israele».24 Ο δε αποκριθεις ειπε? Δεν απεσταλην ειμη εις τα προβατα τα απολωλοτα του οικου Ισραηλ.
25 Ma quella si avvicinò e si prostrò dinanzi a lui, dicendo: «Signore, aiutami!».25 Η δε ελθουσα προσεκυνει αυτον, λεγουσα? Κυριε, βοηθει μοι.
26 Ed egli rispose: «Non è bene prendere il pane dei figli e gettarlo ai cagnolini».26 Ο δε αποκριθεις ειπε? Δεν ειναι καλον να λαβη τις τον αρτον των τεκνων και να ριψη εις τα κυναρια.
27 «È vero, Signore – disse la donna –, eppure i cagnolini mangiano le briciole che cadono dalla tavola dei loro padroni».27 Η δε ειπε? Ναι, Κυριε? αλλα και τα κυναρια τρωγουσιν απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης των κυριων αυτων.
28 Allora Gesù le replicò: «Donna, grande è la tua fede! Avvenga per te come desideri». E da quell’istante sua figlia fu guarita.
28 Τοτε αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτην? Ω γυναι, μεγαλη σου η πιστις? ας γεινη εις σε ως θελεις. Και ιατρευθη η θυγατηρ αυτης απο της ωρας εκεινης.
29 Gesù si allontanò di là, giunse presso il mare di Galilea e, salito sul monte, lì si fermò.29 Και μεταβας εκειθεν ο Ιησους, ηλθε παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, και αναβας εις το ορος εκαθητο εκει.
30 Attorno a lui si radunò molta folla, recando con sé zoppi, storpi, ciechi, sordi e molti altri malati; li deposero ai suoi piedi, ed egli li guarì,30 Και ηλθον προς αυτον οχλοι πολλοι εχοντες μεθ' εαυτων χωλους, τυφλους, κωφους, κουλλους και αλλους πολλους? και ερριψαν αυτους εις τους ποδας του Ιησου, και εθεραπευσεν αυτους?
31 tanto che la folla era piena di stupore nel vedere i muti che parlavano, gli storpi guariti, gli zoppi che camminavano e i ciechi che vedevano. E lodava il Dio d’Israele.
31 ωστε οι οχλοι εθαυμασαν βλεποντες κωφους λαλουντας, κουλλους υγιεις, χωλους περιπατουντας και τυφλους βλεποντας? και εδοξασαν τον Θεον του Ισραηλ.
32 Allora Gesù chiamò a sé i suoi discepoli e disse: «Sento compassione per la folla. Ormai da tre giorni stanno con me e non hanno da mangiare. Non voglio rimandarli digiuni, perché non vengano meno lungo il cammino».32 Ο δε Ιησους, προσκαλεσας τους μαθητας αυτου, ειπε? Σπλαγχνιζομαι δια τον οχλον, διοτι τρεις ηδη ημερας μενουσι πλησιον μου και δεν εχουσι τι να φαγωσι? και να απολυσω αυτους νηστεις δεν θελω, μηποτε αποκαμωσι καθ' οδον.
33 E i discepoli gli dissero: «Come possiamo trovare in un deserto tanti pani da sfamare una folla così grande?».33 Και λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Ποθεν εις ημας εν τη ερημια αρτοι τοσοι, ωστε να χορτασωμεν τοσον οχλον;
34 Gesù domandò loro: «Quanti pani avete?». Dissero: «Sette, e pochi pesciolini».34 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους? Ποσους αρτους εχετε; οι δε ειπον? Επτα, και ολιγα οψαρακια.
35 Dopo aver ordinato alla folla di sedersi per terra,35 Και προσεταξε τους οχλους να καθησωσιν επι την γην.
36 prese i sette pani e i pesci, rese grazie, li spezzò e li dava ai discepoli, e i discepoli alla folla.36 Και λαβων τους επτα αρτους και τα οψαρια, αφου ευχαριστησεν, εκοψε και εδωκεν εις τους μαθητας αυτου, οι δε μαθηται εις τον οχλον.
37 Tutti mangiarono a sazietà. Portarono via i pezzi avanzati: sette sporte piene.37 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν το περισσευμα των κλασματων επτα σπυριδας πληρεις?
38 Quelli che avevano mangiato erano quattromila uomini, senza contare le donne e i bambini.38 οι δε τρωγοντες ησαν τετρακισχιλιοι ανδρες εκτος γυναικων και παιδιων.
39 Congedata la folla, Gesù salì sulla barca e andò nella regione di Magadàn.39 Αφου δε απελυσε τους οχλους, εισηλθεν εις το πλοιον και ηλθεν εις τα ορια Μαγδαλα.