Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 6


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Post haec abiit Iesus trans mare Galilaeae, quod est Tiberiadis.1 Μετα ταυτα ανεχωρησεν ο Ιησους περαν της θαλασσης της Γαλιλαιας της Τιβεριαδος?
2 Etsequebatur eum multitudo magna, quia videbant signa, quae faciebat super his,qui infirmabantur.2 και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, διοτι εβλεπον τα θαυματα αυτου, τα οποια εκαμνεν επι των ασθενουντων.
3 Subiit autem in montem Iesus et ibi sedebat cum discipulissuis.3 Ανεβη δε εις το ορος ο Ιησους και εκει εκαθητο μετα των μαθητων αυτου.
4 Erat autem proximum Pascha, dies festus Iudaeorum.4 Επλησιαζε δε το πασχα, η εορτη των Ιουδαιων.
5 Cum sublevassetergo oculos Iesus et vidisset quia multitudo magna venit ad eum, dicit adPhilippum: “ Unde ememus panes, ut manducent hi? ”.5 Υψωσας λοιπον ο Ιησους τους οφθαλμους και ιδων οτι πολυς οχλος ερχεται προς αυτον, λεγει προς τον Φιλιππον? Ποθεν θελομεν αγορασει αρτους, δια να φαγωσιν ουτοι;
6 Hoc autem dicebattentans eum; ipse enim sciebat quid esset facturus.6 Ελεγε δε τουτο δοκιμαζων αυτον? διοτι αυτος ηξευρε τι εμελλε να καμη.
7 Respondit ei Philippus:“ Ducentorum denariorum panes non sufficiunt eis, ut unusquisque modicum quidaccipiat! ”.7 Απεκριθη προς αυτον ο Φιλιππος? Διακοσιων δηναριων αρτοι δεν αρκουσιν εις αυτους, δια να λαβη ολιγον τι εκαστος αυτων.
8 Dicit ei unus ex discipulis eius, Andreas frater Simonis Petri:8 Λεγει προς αυτον εις εκ των μαθητων αυτου, Ανδρεας ο αδελφος Σιμωνος Πετρου?
9 “ Est puer hic, qui habet quinque panes hordeaceos et duos pisces; sed haecquid sunt propter tantos? ”.9 Εδω ειναι εν παιδαριον, το οποιον εχει πεντε αρτους κριθινους και δυο οψαρια? αλλα ταυτα τι ειναι εις τοσουτους;
10 Dixit Iesus: “ Facite homines discumbere ”.Erat autem fenum multum in loco. Discubuerunt ergo viri numero quasi quinquemilia.10 Ειπε δε ο Ιησους? Καμετε τους ανθρωπους να καθησωσιν? ητο δε χορτος πολυς εν τω τοπω. Εκαθησαν λοιπον οι ανδρες τον αριθμον εως πεντακισχιλιοι.
11 Accepit ergo panes Iesus et, cum gratias egisset, distribuitdiscumbentibus; similiter et ex piscibus, quantum volebant.11 Και ελαβεν ο Ιησους τους αρτους και ευχαριστησας διεμοιρασεν εις τους μαθητας, οι δε μαθηται εις τους καθημενους? ομοιως και εκ των οψαριων οσον ηθελον.
12 Ut autem impletisunt, dicit discipulis suis: “ Colligite, quae superaverunt, fragmenta, nequid pereat ”.12 Αφου δε εχορτασθησαν, λεγει προς τους μαθητας αυτους? Συναξατε τα περισσευσαντα κλασματα, δια να μη χαθη τιποτε.
13 Collegerunt ergo et impleverunt duodecim cophinosfragmentorum ex quinque panibus hordeaceis, quae superfuerunt his, quimanducaverunt.
13 Εσυναξαν λοιπον και εγεμισαν δωδεκα κοφινους κλασματων εκ των πεντε αρτων των κριθινων, τα οποια επερισσευσαν εις τους φαγοντας.
14 Illi ergo homines, cum vidissent quod fecerat signum, dicebant: “ Hic estvere propheta, qui venit in mundum! ”.14 Οι ανθρωποι λοιπον, ιδοντες το θαυμα, το οποιον εκαμεν ο Ιησους, ελεγον οτι Ουτος ειναι αληθως ο προφητης ο μελλων να ελθη εις τον κοσμον.
15 Iesus ergo, cum cognovisset quiaventuri essent, ut raperent eum et facerent eum regem, secessit iterum in montemipse solus.
15 Ο Ιησους λοιπον γνωρισας οτι μελλουσι να ελθωσι και να αρπασωσιν αυτον, δια να καμωσιν αυτον βασιλεα, ανεχωρησε παλιν εις το ορος αυτος μονος.
16 Ut autem sero factum est, descenderunt discipuli eius ad mare16 Καθως δε εγεινεν εσπερα, κατεβησαν οι μαθηται αυτου εις την θαλασσαν,
17 et, cumascendissent navem, veniebant trans mare in Capharnaum. Et tenebrae iam factaeerant, et nondum venerat ad eos Iesus.17 και εμβαντες εις το πλοιον, ηρχοντο περαν της θαλασσης εις Καπερναουμ. Και ειχεν ηδη γεινει σκοτος και ο Ιησους δεν ειχεν ελθει προς αυτους,
18 Mare autem, vento magno flante,exsurgebat.18 και η θαλασσα υψονετο, επειδη επνεε δυνατος ανεμος.
19 Cum remigassent ergo quasi stadia viginti quinque aut triginta,vident Iesum ambulantem super mare et proximum navi fieri, et timuerunt.19 Αφου λοιπον εκωπηλατησαν ως εικοσιπεντε η τριακοντα σταδια βλεπουσι τον Ιησουν περιπατουντα επι της θαλασσης και πλησιαζοντα εις το πλοιον, και εφοβηθησαν.
20 Illeautem dicit eis: “ Ego sum, nolite timere! ”.20 Εκεινος δε λεγει προς αυτους? Εγω ειμαι? μη φοβεισθε.
21 Volebant ergo accipere eumin navem, et statim fuit navis ad terram, in quam ibant.
21 Ηθελον λοιπον να λαβωσιν αυτον εις το πλοιον, και παρευθυς το πλοιον εφθασεν εις την γην, εις την οποιαν υπηγαινον.
22 Altera die turba, quae stabat trans mare, vidit quia navicula alia non eratibi, nisi una, et quia non introisset cum discipulis suis Iesus in navem, sedsoli discipuli eius abiissent;22 Τη επαυριον ο οχλος ο ισταμενος περαν της θαλασσης οτε ειδεν οτι πλοιαριον αλλο δεν ητο εκει ειμη εν, εκεινο εις το οποιον εισηλθον οι μαθηται αυτου, και οτι ο Ιησους δεν εισηλθε μετα των μαθητων αυτου εις το πλοιαριον, αλλα μονοι οι μαθηται αυτου ανεχωρησαν?
23 aliae supervenerunt naves a Tiberiade iuxtalocum, ubi manducaverant panem, gratias agente Domino.23 ηλθον δε αλλα πλοιαρια εκ της Τιβεριαδος πλησιον του τοπου, οπου εφαγον τον αρτον, αφου ο Κυριος ευχαριστησεν?
24 Cum ergo vidissetturba quia Iesus non esset ibi neque discipuli eius, ascenderunt ipsi naviculaset venerunt Capharnaum quaerentes Iesum.24 οτε λοιπον ειδεν ο οχλος οτι ο Ιησους δεν ειναι εκει, ουδε οι μαθηται αυτου, εισηλθον και αυτοι εις τα πλοια και ηλθον εις Καπερναουμ ζητουντες τον Ιησουν.
25 Et cum invenissent eum trans mare,dixerunt ei: “ Rabbi, quando huc venisti? ”.
25 Και ευροντες αυτον περαν της θαλασσης, ειπον προς αυτον? Ραββι, ποτε ηλθες εδω;
26 Respondit eis Iesus et dixit: “ Amen, amen dico vobis: Quaeritis me, nonquia vidistis signa, sed quia manducastis ex panibus et saturati estis.26 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους και ειπεν? Αληθως, αληθως σας λεγω, με ζητειτε, ουχι διοτι ειδετε θαυματα, αλλα διοτι εφαγετε εκ των αρτων και εχορτασθητε.
27 Operamini non cibum, qui perit, sed cibum, qui permanet in vitam aeternam, quemFilius hominis vobis dabit; hunc enim Pater signavit Deus! ”.27 Εργαζεσθε μη δια την τροφην την φθειρομενην, αλλα δια την τροφην την μενουσαν εις ζωην αιωνιον, την οποιαν ο Υιος του ανθρωπου θελει σας δωσει? διοτι τουτον εσφραγισεν ο Πατηρ ο Θεος.
28 Dixerunt ergoad eum: “ Quid faciemus, ut operemur opera Dei? ”.28 Ειπον λοιπον προς αυτον? Τι να καμωμεν, δια να εργαζωμεθα τα εργα του Θεου;
29 Respondit Iesus etdixit eis: “ Hoc est opus Dei, ut credatis in eum, quem misit ille ”.
29 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το εργον του Θεου, να πιστευσητε εις τουτον, τον οποιον εκεινος απεστειλε.
30 Dixerunt ergo ei: “ Quod ergo tu facis signum, ut videamus et credamustibi? Quid operaris?30 Τοτε ειπον προς αυτον? Τι σημειον λοιπον καμνεις συ, δια να ιδωμεν και πιστευσωμεν εις σε; τι εργαζεσαι;
31 Patres nostri manna manducaverunt in deserto, sicutscriptum est: “Panem de caelo dedit eis manducare” ”.31 οι πατερες ημων εφαγον το μαννα εν τη ερημω, καθως ειναι γεγραμμενον? Αρτον εκ του ουρανου εδωκεν εις αυτους να φαγωσιν.
32 Dixit ergo eisIesus: “ Amen, amen dico vobis: Non Moyses dedit vobis panem de caelo, sedPater meus dat vobis panem de caelo verum;32 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω, δεν εδωκεν εις εσας τον αρτον εκ του ουρανου ο Μωυσης, αλλ' ο Πατηρ μου σας διδει τον αρτον εκ του ουρανου τον αληθινον.
33 panis enim Dei est, qui descenditde caelo et dat vitam mundo ”.33 Διοτι ο αρτος του Θεου ειναι ο καταβαινων εκ του ουρανου και διδων ζωην εις τον κοσμον.
34 Dixerunt ergo ad eum: “ Domine, semper danobis panem hunc ”.34 Ειπον λοιπον προς αυτον? Κυριε, παντοτε δος εις ημας τον αρτον τουτον.
35 Dixit eis Iesus: “ Ego sum panis vitae. Qui venit adme, non esuriet; et, qui credit in me, non sitiet umquam.35 Και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Εγω ειμαι ο αρτος της ζωης? οστις ερχεται προς εμε, δεν θελει πεινασει, και οστις πιστευει εις εμε, δεν θελει διψησει πωποτε.
36 Sed dixi vobis,quia et vidistis me et non creditis.36 Πλην σας ειπον οτι και με ειδετε και δεν πιστευετε.
37 Omne, quod dat mihi Pater, ad me veniet;et eum, qui venit ad me, non eiciam foras,37 Παν ο, τι μοι διδει ο Πατηρ, προς εμε θελει ελθει, και τον ερχομενον προς εμε δεν θελω εκβαλει εξω?
38 quia descendi de caelo, non utfaciam voluntatem meam sed voluntatem eius, qui misit me.38 διοτι κατεβην εκ του ουρανου, ουχι δια να καμω το θελημα το εμον, αλλα το θελημα του πεμψαντος με.
39 Haec est autemvoluntas eius, qui misit me, ut omne, quod dedit mihi, non perdam ex eo, sedresuscitem illud in novissimo die.39 Τουτο δε ειναι το θελημα του πεμψαντος με Πατρος, παν ο, τι μοι εδωκε να μη απολεσω ουδεν εξ αυτου, αλλα να αναστησω αυτο εν τη εσχατη ημερα.
40 Haec est enim voluntas Patris mei, utomnis, qui videt Filium et credit in eum, habeat vitam aeternam; et resuscitaboego eum in novissimo die ”.
40 Και τουτο ειναι το θελημα του πεμψαντος με, πας οστις βλεπει τον Υιον και πιστευει εις αυτον να εχη ζωην αιωνιον, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα.
41 Murmurabant ergo Iudaei de illo, quia dixisset: “ Ego sum panis, qui decaelo descendi ”,41 Εγογγυζον λοιπον οι Ιουδαιοι περι αυτου οτι ειπεν, Εγω ειμαι ο αρτος ο καταβας εκ του ουρανου,
42 et dicebant: “ Nonne hic est Iesus filius Ioseph, cuiusnos novimus patrem et matrem? Quomodo dicit nunc: “De caelo descendi”? ”.
42 και ελεγον? δεν ειναι ουτος Ιησους ο υιος του Ιωσηφ, του οποιου ημεις γνωριζομεν τον πατερα και την μητερα; πως λοιπον λεγει ουτος οτι εκ του ουρανου κατεβην;
43 Respondit Iesus et dixit eis: “ Nolite murmurare in invicem.43 Απεκριθη λοιπον ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Μη γογγυζετε μεταξυ σας.
44 Nemo potestvenire ad me, nisi Pater, qui misit me, traxerit eum; et ego resuscitabo eum innovissimo die.44 Ουδεις δυναται να ελθη προς εμε, εαν δεν ελκυση αυτον ο Πατηρ ο πεμψας με, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα.
45 Est scriptum in Prophetis: “Et erunt omnes docibiles Dei “.Omnis, qui audivit a Patre et didicit, venit ad me.45 Ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Και παντες θελουσιν εισθαι διδακτοι του Θεου. Πας λοιπον, οστις ακουση παρα του Πατρος και μαθη, ερχεται προς εμε?
46 Non quia Patrem viditquisquam, nisi is qui est a Deo, hic vidit Patrem.46 ουχι οτι ειδε τις τον Πατερα, ειμη εκεινος οστις ειναι παρα του Θεου, ουτος ειδε τον Πατερα.
47 Amen, amen dico vobis: Quicredit, habet vitam aeternam.
47 Αληθως αληθως, σας λεγω, Ο πιστευων εις εμε εχει ζωην αιωνιον.
48 Ego sum panis vitae.48 Εγω ειμαι ο αρτος της ζωης.
49 Patres vestri manducaverunt in deserto manna etmortui sunt.49 Οι πατερες σας εφαγον το μαννα εν τη ερημω και απεθανον?
50 Hic est panis de caelo descendens, ut, si quis ex ipsomanducaverit, non moriatur.50 ουτος ειναι ο αρτος ο καταβαινων εκ του ουρανου, δια να φαγη τις εξ αυτου και να μη αποθανη.
51 Ego sum panis vivus, qui de caelo descendi. Siquis manducaverit ex hoc pane, vivet in aeternum; panis autem, quem ego dabo,caro mea est pro mundi vita ”.
51 Εγω ειμαι ο αρτος ο ζων, ο καταβας εκ του ουρανου. Εαν τις φαγη εκ τουτου του αρτου, θελει ζησει εις τον αιωνα. Και ο αρτος δε τον οποιον εγω θελω δωσει, ειναι η σαρξ μου την οποιαν εγω θελω δωσει υπερ της ζωης του κοσμου.
52 Litigabant ergo Iudaei ad invicem dicentes: “ Quomodo potest hic nobiscarnem suam dare ad manducandum? ”.52 Εμαχοντο λοιπον προς αλληλους Ιουδαιοι, λεγοντες? Πως δυναται ουτος να δωση εις ημας να φαγωμεν την σαρκα αυτου;
53 Dixit ergo eis Iesus: “ Amen, amendico vobis: Nisi manducaveritis carnem Filii hominis et biberitis eiussanguinem, non habetis vitam in vobismetipsis.53 Ειπε λοιπον εις αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω, Εαν δεν φαγητε την σαρκα του υιου του ανθρωπου και πιητε το αιμα αυτου, δεν εχετε ζωην εν εαυτοις.
54 Qui manducat meam carnem etbibit meum sanguinem, habet vitam aeternam; et ego resuscitabo eum in novissimodie.54 Οστις τρωγει την σαρκα μου και πινει το αιμα μου, εχει ζωην αιωνιον, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα.
55 Caro enim mea verus est cibus, et sanguis meus verus est potus.55 Διοτι η σαρξ μου αληθως ειναι τροφη, και το αιμα μου αληθως ειναι ποσις.
56 Quimanducat meam carnem et bibit meum sanguinem, in me manet, et ego in illo.56 Οστις τρωγει την σαρκα μου και πινει το αιμα μου εν εμοι μενει, και εγω εν αυτω.
57 Sicut misit me vivens Pater, et ego vivo propter Patrem; et, qui manducat me, etipse vivet propter me.57 Καθως με απεστειλεν ο ζων Πατηρ και εγω ζω δια τον Πατερα, ουτω και οστις με τρωγει θελει ζησει και εκεινος δι' εμε.
58 Hic est panis, qui de caelo descendit, non sicutmanducaverunt patres et mortui sunt; qui manducat hunc panem, vivet in aeternum”.58 Ουτος ειναι ο αρτος ο καταβας εκ του ουρανου, ουχι καθως οι πατερες σας εφαγον το μαννα και απεθανον? οστις τρωγει τουτον τον αρτον θελει ζησει εις τον αιωνα.
59 Haec dixit in synagoga docens in Capharnaum.59 Ταυτα ειπεν εν τη συναγωγη, διδασκων εν Καπερναουμ.
60 Multi ergo audientes exdiscipulis eius dixerunt: “ Durus est hic sermo! Quis potest eum audire? ”.60 Πολλοι λοιπον εκ των μαθητων αυτου ακουσαντες, ειπον? Σκληρος ειναι ουτος ο λογος? τις δυναται να ακουη αυτον;
61 Sciens autem Iesus apud semetipsum quia murmurarent de hoc discipuli eius,dixit eis: “ Hoc vos scandalizat?61 Νοησας δε ο Ιησους εν εαυτω οτι γογγυζουσι περι τουτου οι μαθηται αυτου, ειπε προς αυτους? Τουτο σας σκανδαλιζει;
62 Si ergo videritis Filium hominisascendentem, ubi erat prius?62 εαν λοιπον θεωρητε τον Υιον του ανθρωπου αναβαινοντα οπου ητο το προτερον;
63 Spiritus est, qui vivificat, caro non prodestquidquam; verba, quae ego locutus sum vobis, Spiritus sunt et vita sunt.63 το πνευμα ειναι εκεινο το οποιον ζωοποιει, η σαρξ δεν ωφελει ουδεν? οι λογοι, τους οποιους εγω λαλω προς εσας, πνευμα ειναι και ζωη ειναι.
64 Sedsunt quidam ex vobis, qui non credunt ”. Sciebat enim ab initio Iesus, quiessent non credentes, et quis traditurus esset eum.64 Πλην ειναι τινες απο σας, οιτινες δεν πιστευουσι. Διοτι ηξευρεν εξ αρχης ο Ιησους, τινες ειναι οι μη πιστευοντες και τις ειναι ο μελλων να παραδωση αυτον.
65 Et dicebat: “ Proptereadixi vobis: Nemo potest venire ad me, nisi fuerit ei datum a Patre ”.
65 Και ελεγε? Δια τουτο σας ειπον οτι ουδεις δυναται να ελθη προς εμε, εαν δεν ειναι δεδομενον εις αυτον εκ του Πατρος μου.
66 Ex hoc multi discipulorum eius abierunt retro et iam non cum illo ambulabant.66 Εκτοτε πολλοι των μαθητων αυτου εστραφησαν εις τα οπισω και δεν περιεπατουν πλεον μετ' αυτου.
67 Dixit ergo Iesus ad Duodecim: “ Numquid et vos vultis abire? ”.67 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς τους δωδεκα? Μηπως και σεις θελετε να υπαγητε;
68 Respondit ei Simon Petrus: “ Domine, ad quem ibimus? Verba vitae aeternaehabes;68 Απεκριθη λοιπον προς αυτον ο Σιμων Πετρος? Κυριε, προς τινα θελομεν υπαγει; λογους ζωης αιωνιου εχεις?
69 et nos credidimus et cognovimus quia tu es Sanctus Dei ”.69 και ημεις επιστευσαμεν και εγνωρισαμεν οτι συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου του ζωντος.
70 Respondit eis Iesus: “ Nonne ego vos Duodecim elegi? Et ex vobis unus Diabolusest ”.70 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Δεν εξελεξα εγω εσας τους δωδεκα και εις απο σας ειναι διαβολος;
71 Dicebat autem Iudam Simonis Iscariotis; hic enim erat tradituruseum, cum esset unus ex Duodecim.
71 Ελεγε δε τον Ιουδαν του Σιμωνος τον Ισκαριωτην? διοτι ουτος, εις ων εκ των δωδεκα, εμελλε να παραδωση αυτον.