Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Giudici 6


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Ma i figliuoli d'Israele fecero il male nel cospetto del Signore, il quale li diede in potere de' Madianiti per sette anni,1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Μαδιαμ επτα ετη.
2 E furono grandemente vessati da loro. E si fecero caverne, e spelonche ne' monti e luoghi assai forti per resistere;2 Και κατισχυσεν χειρ του Μαδιαμ επι τον Ισραηλ? εξ αιτιας των Μαδιανιτων εκαμον εις εαυτους οι υιοι Ισραηλ τας φωλεας εκεινας, τας επι των ορεων, και τα σπηλαια και τα οχυρωματα.
3 E quando Israele avea seminato, veniva il Madianita, e l'Amalecita, e tutte le altre nazioni dell'oriente;3 Και οτε εσπερνεν ο Ισραηλ, ανεβαινον οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και ηρχοντο εναντιον αυτου?
4 E piantate vicino ad essi le tende guastavano il tutto in erba fino all'ingresso di Gaza: e non lasciavan cosa veruna ad Israele da sostentare la vita, non pecore, non bovi, non asini.4 και στρατοπεδευοντες εναντιον αυτων διεφθειρον τα γεννηματα της γης, εως της εισοδου Γαζης, και δεν αφινον ζωοτροφιαν εις τον Ισραηλ, ουτε προβατον ουτε βουν ουτε ονον.
5 Imperocché venivano con tutti i loro greggi, e colle loro tende, e a guisa di locuste inondavano la terra colla immensa moltitudine di uomini, e di cammelli, e dovunque stendeansi le loro mani, portavan desolazione.5 Διοτι ανεβαινον αυτοι και τα ποιμνια αυτων και ηρχοντο μετα των σκηνων αυτων, πολυαριθμοι ως ακριδες? αναριθμητοι ησαν και αυτοι και αι καμηλοι αυτων? και εισηρχοντο εις την γην δια να φθειρωσιν αυτην.
6 E Israele fu ridotto in gran miseria dalla presenza de' Madianiti.6 Και επτωχευσε σφοδρα ο Ισραηλ εξ αιτιας των Μαδιανιτων? δια τουτο οι υιοι Ισραηλ εβοησαν προς τον Κυριον.
7 E alzò le grida al Signore, domandando soccorso contro de' Madianiti.7 Και οτε εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ δια τους Μαδιανιτας,
8 E il Signore mandò ad essi un uomo profeta, il quale così parlò: Queste cose dice il Signore Dio d'Israele: Io vi feci uscir dall'Egitto, e vi trassi dalla casa di servitù,8 τοτε απεστειλεν ο Κυριος ανδρα προφητην προς τους υιους Ισραηλ, και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εγω ανεβιβασα υμας εξ Αιγυπτου και εξηγαγον υμας εξ οικου δουλειας,
9 E vi liberai dalle mani degli Egiziani, e di tutti i nemici vostri che vi straziavano: e li discacciai alla vostra venuta, e diedi a voi le loro terre.9 και ελυτρωσα υμας εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος παντων των καταθλιβοντων υμας, και εξεδιωξα αυτους απ' εμπροσθεν υμων και εδωκα εις εσας την γην αυτων?
10 E dissi: Io il Signore Dio vostro: Non temete gli dei degli Amorrhei, nella terra de' quali abitate: e non avete voluto ascoltar la mia voce.10 και ειπα προς εσας, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας? δεν θελετε σεβασθη τους θεους των Αμορραιων, εν τη γη των οποιων κατοικειτε? και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου.
11 Indi venne l’Angelo del Signore, e si assise sotto una quercia che era in Ephra, e apparteneva a Gioas capo della famiglia di Ezri: e mentre Gedeone suo figliuolo batteva, e nettava il grano in una cantina per fuggire, e nascondersi da' Madianiti,11 Και ηλθεν αγγελος Κυριου και εκαθισεν υπο την δρυν την εν Οφρα, την του Ιωας του Αβι-εζεριτου? και Γεδεων ο υιος αυτου εκοπανιζε σιτον εν τω ληνω, δια να κρυψη αυτον απο των Μαδιανιτων.
12 Apparve a lui l'Angelo del Signore, e disse: II Signore è con te, o il più forte di tutti gli uomini.12 Και εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου και ειπε προς αυτον, Ο Κυριος μετα σου, δυνατε εν ισχυι.
13 E Gedeone gli disse: Di grazia, signor mio, se è con noi il Signore, donde avvien egli che siamo stretti da tutti questi mali? Dove sono i miracoli di lui raccontatici da' padri nostri, i quali dicevano: Dall'Egitto ci trasse il Signore? Ma adesso il Signore ci ha abbandonati, e ci ha dati in potere de' Madianiti.13 Και ειπε προς αυτον ο Γεδεων, Ω κυριε μου, αν ο Κυριος ηναι μεθ' ημων, δια τι λοιπον ευρηκαν ημας παντα ταυτα; και που ειναι παντα τα θαυμασια αυτου, τα οποια διηγηθησαν εις ημας οι πατερες ημων, λεγοντες, Δεν ανεβιβασεν ημας ο Κυριος εξ Αιγυπτου; αλλα τωρα εγκατελιπεν ημας ο Κυριος και παρεδωκεν ημας εις τας χειρας των Μαδιανιτων.
14 Allora il Signore lo mirò, e disse: Va con questa tua fortezza, e libererai Israele dal potere di Madian: sappi, che son io che ti mando.14 Και εμβλεψας προς αυτον ο Κυριος ειπεν, Υπαγε εν τη δυναμει σου ταυτη, και θελεις σωσει τον Ισραηλ εκ της χειρος του Μαδιαμ? δεν σε απεστειλα εγω;
15 Ma quegli rispose, e disse: Signor mio, dimmi, ti prego, in qual modo libererò io Israele? tu vedi come la mia famiglia è la infima di Manasse, e io sono il minimo della casa del padre mio.15 Ο δε ειπε προς αυτον, Ω κυριε μου, με τι θελω σωσει τον Ισραηλ; ιδου, η οικογενεια μου ειναι η ταπεινοτερα μεταξυ του Μανασση, και εγω ο μικροτερος εν τω οικω του πατρος μου.
16 E il Signore gli disse: Io sarò con te, e abbatterai i Madianiti, quasi fossero un solo uomo.16 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Αλλ' εγω θελω εισθαι μετα σου και θελεις παταξει τους Μαδιανιτας ως ανδρα ενα.
17 Ed egli: Se ho trovato grazia dinanzi a te, dammi, disse, un segno che se' tu quegli che meco parli.17 Ο δε ειπε προς αυτον, Εαν λοιπον ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, δειξον μοι σημειον οτι συ εισαι ο λαλων μετ' εμου.
18 E non andartene di qua fino a tanto che io torni a te, e porti un sacrifizio, e te l'offerisca. E quegli rispose: Io aspetto il tuo ritorno.18 Μη αναχωρησης εντευθεν, δεομαι, εωσου ελθω προς σε και εκφερω την προσφοραν μου και θεσω ενωπιον σου. Ο δε ειπε, Θελω περιμεινει εωσου επιστρεψης.
19 Gedeone adunque andò a sua casa, e cosse un capretto, e pane azzimo per una misura di farina: e mise le carni in un canestro, e il brodo delle carni in una pentola, e portò ogni cosa sotto la quercia e a lui l'offerse.19 Και εισηλθεν ο Γεδεων και ητοιμασεν εριφιον εξ αιγων και αζυμα ενος εφα αλευρου? το μεν κρεας εθεσεν εις κανιστρον, τον δε ζωμον εβαλεν εις χυτραν, και εφερεν εξω προς αυτον υπο την δρυν και προσεφερε.
20 Disse a lui l’Angelo del Signore: Prendi le carni, e i pani azzimi, e mettili sopra quella pietra, e versa sopra di essa il brodo. E fatto ch'egli ebbe così,20 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Θεου, Λαβε το κρεας και τα αζυμα και θες επι ταυτην την πετραν, και τον ζωμον επιχεε. Και εκαμεν ουτω.
21 Stese l'Angelo del Signore la punta del bastone che aveva in mano, e toccò le carni, e i pani azzimi, e uscì dalla pietra una fiamma, la quale divorò le carni, e i pani azzimi; e l'Angelo del Signore sparì da' suoi occhi.21 Και εξετεινεν ο αγγελος του Κυριου το ακρον της ραβδου, την οποιαν ειχεν εν τη χειρι αυτου, και ηγγισε το κρεας και τα αζυμα? και ανεβη πυρ εκ της πετρας και κατεφαγε το κρεας και τα αζυμα. Τοτε απηλθεν ο αγγελος του Κυριου απο των οφθαλμων αυτου.
22 E Gedeone veggendo che quegli era un Angelo del Signore, disse: Ahi, mio Signore Dio, io ho veduto un Angelo del Signore faccia a faccia.22 Και ιδων ο Γεδεων οτι ητο αγγελος Κυριου, ειπεν ο Γεδεων, Οιμοι, Κυριε Θεε? διοτι ειδον τον αγγελον του Κυριου προσωπον προς προσωπον.
23 E il Signore gli disse: Pace con te: non temere, tu non morrai.23 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ειρηνη σοι? μη φοβου? δεν θελεις αποθανει.
24 Gedeone adunque edificò in quel luogo un altare al Signore, e chiamoIlo la pace del Signore, come si chiama fin al dì d'oggi. Ed essendo egli tuttora in Ephra, la quale appartiene alla famiglia di Ezri,24 Και ωκοδομησεν εκει ο Γεδεων θυσιαστηριον εις τον Κυριον και ωνομασεν αυτο Ιεοβα-σαλωμ? εως της ημερας ταυτης ειναι εν Οφρα των Αβι-εζεριτων.
25 In quella notte dissegli il Signore: Prendi il toro del padre tuo, e l'altro toro di sette anni, e va a distruggere l’altare di Baal che è del padre tuo, e taglia il boschetto che è intorno all'altare:25 Και την αυτην νυκτα ειπεν ο Κυριος προς αυτον, Λαβε τον βουν του πατρος σου και τον δευτερον βουν τον επταετη, και κατεδαφισον τον βωμον του Βααλ, τον οποιον εχει ο πατηρ σου, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακοψον?
26 Ed edificherai un altare al Signore Dio tuo sulla cima della pietra, sopra la qual ponesti già il sacrifizio: e prenderai l'altro toro, e l'offerirai in olocausto sopra una massa di legna del boschetto tagliato.26 και οικοδομησον θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον σου επι της κορυφης της πετρας ταυτης, κατα το διατεταγμενον? και λαβε τον δευτερον βουν και προσφερε ολοκαυτωμα με τα ξυλα του αλσους, το οποιον θελεις κατακοψει.
27 Prese adunque Gedeone dieci de’ suoi servi, e fece quanto aveagli ordinato il Signore. Ma avendo paura della famiglia del padre suo, e degli uomini di quella città, non volle ciò fare di giorno, ma eseguì ogni cosa la notte.27 Και ελαβεν ο Γεδεων δεκα ανδρας εκ των δουλων αυτου και εκαμε καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος? και επειδη εφοβηθη τον οικον του πατρος αυτου και τους ανθρωπους της πολεως, να καμη τουτο την ημεραν, εκαμεν αυτο την νυκτα.
28 E gli uomini della città levatisi la mattina, vider distrutto l'altare di Baal, e il boschetto atterrato, e l'altro toro posto sopra l’altare che era stato eretto di nuovo.28 Και οτε οι ανθρωποι της πολεως εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ητο κρημνισμενος ο βωμος του Βααλ, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακεκομμενον, και ο δευτερος βους ωλοκαυτωμενος επι το θυσιαστηριον το ωκοδομημενον.
29 E dissero tra di loro: Chi ha fatta tal cosa? E fatta diligente ricerca dell'autore di tal fatto, fu detto loro: Gedeone figliuolo di Gioas ha fatte tutte queste cose.29 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Τις εκαμε το πραγμα τουτο; Και εξετασαντες και ανερευνησαντες ειπον, Ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκαμε το πραγμα τουτο.
30 E dissero a Gioas: Conduci qua fuori il tuo figliuolo, affinchè sia messo a morte; perchè ha distrutto l’altare di Baal, e ha tagliato il boschetto.30 Τοτε οι ανθρωποι της πολεως ειπον προς τον Ιωας, Εκβαλε τον υιον σου δια να θανατωθη, επειδη εκρημνισε τον βωμον του Βααλ και επειδη κατεκοψε το αλσος το πλησιον αυτου.
31 Ma quegli rispose loro: Vi assumete voi forse di far le vendette di Baal, e di combatter per lui? Chiunque è nemico di lui, muoia prima che venga il dì di domane: se egli è Dio, si vendichi di colui che ha distrutto il suo altare.31 Και ειπεν ο Ιωας προς παντας τους εξανισταμενους εναντιον αυτου, Μηπως σεις θελετε διεκδικησει υπερ του Βααλ; η σεις θελετε σωσει αυτον; οστις διεκδικηση υπερ αυτου θελει θανατωθη εως πρωιας? εαν ουτος ηναι Θεος, ας διεκδικηση υπερ εαυτου, διοτι εκρημνισαν τον βωμον αυτου.
32 Da quel dì in poi Gedeone fu chiamato Jerobaal per aver detto Gioas: Si vendichi Baal di colui che ha distrutto il suo altare.32 Δια τουτο ωνομασεν αυτον εν τη ημερα εκεινη Ιεροβααλ, λεγων, Ας εκδικηση κατ' αυτου ο Βααλ, διοτι εκρημνισε τον βωμον αυτου.
33 Si raunarono adunque tutti i Madianiti, e gli Amaleciti, e i popoli d'oriente; e passato il Giordano posero il campo nella valle di Jezrael.33 Τοτε συνηχθησαν ομου παντες οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και διεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ιεζραελ.
34 Ma lo spirito di Dio investì Gedeone, il quale sonando la tromba convocò la famiglia di Abiezer, perchè andasse con lui.34 Και το Πνευμα του Κυριου περιεχυθη επι τον Γεδεων, και εσαλπισεν εν σαλπιγγι και συνηχθησαν οι Αβι-εζεριται οπισω αυτου.
35 E spedì avvisi a tutto Manasse, il quale anch'esso lo seguitò; e altri nunzii ad Aser, e a Zabulon, e a Nephthali, i quali andarono incontro a lui.35 Και εξαπεστειλε μηνυτας προς παντα τον Μανασση, και συνηχθη και αυτος οπισω αυτου? εξαπεστειλεν ετι μηνυτας προς τον Ασηρ και προς τον Ζαβουλων και προς τον Νεφθαλι? και ανεβησαν εις συναντησιν αυτων.
36 E Gedeone disse a Dio: Se tu sei per salvare Israele per mezzo mio, come hai detto,36 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Εαν μελλης να σωσης δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας,
37 Io metterò questo vello di lana nell'aia: se sul vello sarà la rugiada, e tutto il terreno asciutto, io intenderò, che per mezzo di me libererai Israele, conforme hai detto.37 ιδου, εγω θελω βαλει τον ποκον του μαλλιου εις το αλωνιον? εαν γεινη δροσος μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ξηρασια, τοτε θελω γνωρισει οτι θελεις σωσει δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας.
38 E così avvenne. Ed essendosi egli alzato che era ancor notte, spremuto il vello, empì un catino di rugiada.38 Και εγεινεν ουτω? διοτι σηκωθεις την επαυριον το πρωι, επιεσε τον ποκον και εξεθλιψε δροσον εκ του ποκου, λεκανην πληρη υδατος.
39 E dinuovo diss'egli a Dio: Non si accenda il tuo furore contro di me, se io cerco ancor una prova chiedendo un segno nel vello. Io prego che il solo vello sia asciutto, e tutta la terra molle di rugiada.39 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Ας μη εξαφθη ο θυμος σου εναντιον μου, και θελω λαλησει μονον ταυτην την φοραν? ας δοκιμασω, δεομαι, ταυτην μονην την φοραν εν τω ποκω? ας γεινη τωρα ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ας ηναι δροσος.
40 E il Signore fece quella notte come egli avea domandato: e il solo vello fu asciutto, e la rugiada per tutto il terreno.40 Και εκαμεν ο Θεος ουτω την νυκτα εκεινην? και εγεινε ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ητο δροσος.