Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 13


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Erano nella Chiesa di Antiochia de profeti, e dei dottori, tra' quali Barnaba, e Simone chiamato il Nero, e Lucio di Cirene, e Manahen fratello di latte di Erode Tetrarca, e Saulo.1 Ησαν δε εν Αντιοχεια εν τη υπαρχουση εκκλησια προφηται τινες και διδασκαλοι, ο Βαρναβας και Συμεων ο καλουμενος Νιγερ, και Λουκιος ο Κυρηναιος, και Μαναην ο συνανατραφεις μετα του Ηρωδου του τετραρχου, και ο Σαυλος.
2 Or mentre essi offerivano al Signore i sacri misteri, e digiunavano, disse loro lo Spirito santo: Mettetemi a parte Saulo, e Barnaba per un'opera, alla quale gli ho destinati.2 Και ενω υπηρετουν εις τον Κυριον και ενηστευον, ειπε το Πνευμα το Αγιον? Χωρισατε εις εμε τον Βαρναβαν και τον Σαυλον δια το εργον, εις το οποιον προσεκαλεσα αυτους.
3 Allora dopo di aver digiunato, orato, imposte loro le mani, li licenziarono.3 Τοτε αφου ενηστευσαν και προσευχηθησαν και επεθεσαν τας χειρας επ' αυτους, απεστειλαν.
4 Eglino adunque mandati dallo Spirito santo, andarono a Seleucia; e di lì navigarono a Cipro.4 Ουτοι λοιπον πεμφθεντες υπο του Πνευματος του Αγιου, κατεβησαν εις την Σελευκειαν και εκειθεν απεπλευσαν εις την Κυπρον,
5 E giunti a Salamina, annunziavano la parola di Dio nelle Sinagoghe degli Ebrei. E avevano Giovanni per aiuto.5 και οτε ηλθον εις την Σαλαμινα, εκηρυττον τον λογον του Θεου εν ταις συναγωγαις των Ιουδαιων? ειχον δε και τον Ιωαννην υπηρετην.
6 E avendo scorsa tutta l'isola sino a Pafo, trovarono un certo uomo mago, falso profeta, Giudeo, per nome Barjesu,6 Και αφου διηλθον την νησον μεχρι της Παφου, ευρον τινα μαγον ψευδοπροφητην Ιουδαιον ονομαζομενον Βαριησουν,
7 Il quale era col proconsole Sergio Paolo, uomo prudente. Questi chiamati a se Barnaba, e Saulo, bramava di udire la parola di Dio.7 οστις ητο μετα του ανθυπατου Σεργιου Παυλου, ανδρος συνετου. Ουτος προσκαλεσας τον Βαρναβαν και Σαυλον, εζητησε να ακουση τον λογον του Θεου?
8 Ma Elima il mago (imperocché questa è l'interpretazione del di lui nome) si opponeva loro, cercando di alienare il proconsole dalla fede.8 ανθιστατο δε εις αυτους Ελυμας ο μαγος, διοτι ουτω μεθερμηνευεται το ονομα αυτου, ζητων να αποτρεψη τον ανθυπατον απο της πιστεως.
9 Ma Saulo, il quale si chiama anche Paolo, ripieno di Spirito santo, mirando fissamente colui,9 Πλην ο Σαυλος, ο και Παυλος, πλησθεις Πνευματος Αγιου και ατενισας εις αυτον,
10 Disse: O tu, che se' pieno d'ogni inganno, e di ogni falsità, figliuolo del Diavolo, nemico di ogni giustizia, tu non rifinisci di pervertire le vie diritte del Signore.10 ειπεν? Ω πληρης παντος δολου και πασης ραδιουργιας, υιε του διαβολου, εχθρε πασης δικαιοσυνης, δεν θελεις παυσει διαστρεφων τας ευθειας οδους του Κυριου;
11 Or ecco adunque la mano del Signore sopra di te, e resterai cieco senza vedere il sole per un tempo. E subitamente una tenebrosa caligine cadde sopra di lui, e aggirandosi intorno cercava, chi gli desse mano.11 Και τωρα ιδου, χειρ του Κυριου ειναι κατα σου, και θελεις εισθαι τυφλος, μη βλεπων τον ηλιον μεχρι καιρου. Και παρευθυς επεπεσεν επ' αυτον αμαυρωσις και σκοτος, και περιστρεφομενος εζητει χειραγωγους.
12 Allora il proconsole veduto il fatto, credette, ammirando la dottrina del Signore.12 Τοτε ιδων ο ανθυπατος το γεγονος επιστευσεν, εκπληττομενος εις την διδαχην του Κυριου.
13 E da Pafo partitosi Paolo, e quelli, che erano con lui, arrivarono a Perge della Panfilia. Ma Giovanni separatosi da essi, ritornò a Gerusalemme.13 Αποπλευσαντες δε απο της Παφου ο Παυλος και οι περι αυτον ηλθον εις την Περγην της Παμφυλιας? ο δε Ιωαννης, χωρισθεις απ' αυτων, υπεστρεψεν εις τα Ιεροσολυμα.
14 Eglino, lasciata Perge, giunsero ad Antiochia della Pisidia: ed entrati nella Sinagoga il giorno di sabato, si misero a sedere.14 Αυτοι δε περασαντες απο της Περγης, εφθασαν εις Αντιοχειαν της Πισιδιας, και εισελθοντες εις την συναγωγην τη ημερα του σαββατου εκαθησαν.
15 E fatta che fu la lettura della legge, e de' profeti, i capi della Sinagoga mandarono a dir loro: Fratelli, se avete qualche discorso da istruir il popolo, parlate.15 Και μετα την αναγνωσιν του νομου και των προφητων απεστειλαν εις αυτους οι αρχισυναγωγοι, λεγοντες? Ανδρες αδελφοι, εαν εχητε λογον τινα προτροπης εις τον λαον, λεγετε.
16 E Paolo alzatosi, e facendo colla mano segno di tacere, disse: Uomini Israeliti, e voi, che temete Dio, udite:16 Σηκωθεις δε ο Παυλος και σεισας την χειρα, ειπεν? Ανδρες Ισραηλιται και οι φοβουμενοι τον Θεον, ακουσατε.
17 Il Dio del popolo d'Israele elesse i padri nostri, ed esaltò il popolo, mentre abitavano pellegrini nella terra di Egitto, e alzato il suo braccio li trasse fuori di essa,17 Ο Θεος του λαου τουτου Ισραηλ εξελεξε τους πατερας ημων και υψωσε τον λαον παροικουντα εν γη Αιγυπτου, και μετα βραχιονος υψηλου εξηγαγεν αυτους εξ αυτης,
18 E per lo spazio di quaranta anni sopportò i loro costumi nel deserto.18 και εως τεσσαρακοντα ετη υπεφερε τους τροπους αυτων εν τη ερημω,
19 Distrutte poi sette nazioni nella terra di Chanaan, distribuì loro a sorte la terra di esse,19 και αφου κατεστρεψεν επτα εθνη εν γη Χανααν, διεμερισεν εις αυτους κατα κληρον την γην αυτων.
20 Circa quattrocento cinquanta anni dopo: e di poi diede i Giudici sino a Salimele profeta.20 Και μετα ταυτα ως τετρακοσια και πεντηκοντα περιπου ετη εδωκεν εις αυτους κριτας εως Σαμουηλ του προφητου.
21 E poscia chiesero un re: e Dio diede loro Saulle figliuolo di Cis, uomo della tribù di Beniamin, per anni quaranta:21 Και επειτα εζητησαν βασιλεα, και εδωκεν εις αυτους ο Θεος τον Σαουλ, υιον του Κις, ανδρα εκ της φυλης Βενιαμιν, τεσσαρακοντα ετη?
22 E tolto lui, suscitò loro per re Davidde: cui rendendo testimonianza, disse: Ho trovato Davidde figliuolo di Jesse, uomo secondo il cuor mio, il quale farà tutti i miei voleri.22 και μεταστησας αυτον, ανεστησεν εις αυτους βασιλεα τον Δαβιδ, περι του οποιου και ειπε μαρτυρησας? Ευρον Δαβιδ τον του Ιεσσαι, ανδρα κατα την καρδιαν μου, οστις θελει καμει παντα τα θεληματα μου.
23 Del seme di questo trasse Dio, secondo la promessa, il Salvatore per Israele, Gesù.23 Απο του σπερματος τουτου ο Θεος κατα την επαγγελιαν αυτου ανεστησεν εις τον Ισραηλ σωτηρα τον Ιησουν,
24 Avendo predicato Giovanni dinanzi a lui, che veniva, il battesimo di penitenza a tutto il popolo d'Israele.24 αφου ο Ιωαννης προ της ελευσεως αυτου προεκηρυξε βαπτισμα μετανοιας εις παντα τον λαον του Ισραηλ.
25 E terminando Giovanni la sua carriera, diceva: Chi credete voi, che io mi sia? Non sono io quello, ma ecco, che viene dopo di me uno, di cui non soli degno di scioglier dai piedi i sandali.25 Και ενω ο Ιωαννης ετελειονε τον δρομον αυτου, ελεγε? Τινα με στοχαζεσθε οτι ειμαι; δεν ειμαι εγω, αλλ' ιδου, ερχεται μετ' εμε εκεινος, του οποιου δεν ειμαι αξιος να λυσω το υποδημα των ποδων.
26 Uomini fratelli, figliuoli della stirpe di Abramo, e chiunque tra voi teme Dio, a voi la parola di questa saluto è stata mandata.26 Ανδρες αδελφοι, υιοι του γενους του Αβρααμ και οι εν υμιν φοβουμενοι τον Θεον, προς εσας απεσταλη ο λογος της σωτηριας ταυτης.
27 Imperocché gli abitanti di Gerusalemme, e i di lei principi non avendo cognizione di lui, né delle voci de' profeti, le quali si leggono ogni sabbato, condannato lui le adempirono:27 Διοτι οι κατοικουντες εν Ιερουσαλημ και οι αρχοντες αυτων, μη γνωρισαντες τουτον μηδε τας ρησεις των προφητων, τας αναγινωσκομενας κατα παν σαββατον, επληρωσαν αυτας κριναντες τουτον,
28 E non avendo trovato in lui causa alcuna di morte, chiesero a Pilato, ch'ei fosse ucciso.28 και μη ευροντες μηδεμιαν αιτιαν θανατου, εζητησαν παρα του Πιλατου να θανατωθη.
29 E consumate che ebbero tutte le cose, che erano siate scritte di lui, depostolo dal legno, lo posero nel monumento.29 Αφου δε ετελειωσαν παντα τα περι αυτου γεγραμμενα, καταβιβασαντες αυτον απο του ξυλου εθεσαν εις μνημειον.
30 Ma Dio lo risuscitò da morte il terzo giorno: e fu veduto per molti dì da coloro,30 Ο Θεος ομως ανεστησεν αυτον εκ νεκρων?
31 I quali erano andati insieme con lui dalla Galilea a Gerusalemme: i quali sino a quest' ora sono suoi testimoni presso del popolo.31 οστις εφανη επι πολλας ημερας εις τους μετ' αυτου αναβαντας απο της Γαλιλαιας εις Ιερουσαλημ, οιτινες ειναι μαρτυρες αυτου προς τον λαον.
32 E noi vi annunziamo, come quella promessa, la quale fu fatta a' nostri padri,32 Και ημεις ευαγγελιζομεθα προς εσας την γενομενην εις τους πατερας επαγγελιαν,
33 La ha Dio adempiuta pe' nostri figliuoli, avendo risuscitato Gesù, siccome anche nel Salmo secondo sta scritto: Tu se' mio Figliuolo, oggi io ti ho generato.33 οτι ταυτην ο Θεος εξεπληρωσεν εις ημας τα τεκνα αυτων, αναστησας τον Ιησουν, ως ειναι γεγραμμενον και εν τω ψαλμω τω δευτερω? Υιος μου εισαι συ, εγω σημερον σε εγεννησα.
34 Come poi lo ha risuscitato da morte, e come non debbe più ritornare nella corruzione, lo disse in questo modo: Farò, che siano ferme per voi le promesse fatte a Davidde.34 Οτι δε ανεστησεν αυτον εκ νεκρων, μη μελλοντα πλεον να υποστρεψη εις την διαφθοραν, λεγει ουτως, οτι θελω σας δωσει τα ελεη του Δαβιδ τα πιστα.
35 Per questo anche altrove dice: Non permetterai, che il tuo Santo vegga la corruzione.35 Δια τουτο και εν αλλω ψαλμω λεγει? Δεν θελεις αφησει τον οσιον σου να ιδη διαφθοραν.
36 Imperocché Davidde avendo nella sua età servito alla volontà di Dio, sì addormentò, e fu aggiunto a' suoi padri,e vide la corruzione.36 Διοτι ο μεν Δαβιδ, αφου υπηρετησε την βουλην του Θεου εν τη γενεα αυτου, εκοιμηθη και προσετεθη εις τους πατερας αυτου και ειδε διαφθοραν?
37 Ma quegli, cui Dio risuscitò, non vide la corruzione.37 εκεινος ομως, τον οποιον ο Θεος ανεστησε, δεν ειδε διαφθοραν.
38 Sia adunque noto a voi, uomini fratelli, come per lui è annunziata a voi la liberazione da' peccati, e da tutte quelle cose, dalle quali non avete potuto essere giustificati nella legge di Mosè,38 Εστω λοιπον γνωστον εις εσας, ανδρες αδελφοι, οτι δια τουτου κηρυττεται προς εσας αφεσις αμαρτιων.
39 In lui è giustificato chiunque crede.39 Και απο παντων, αφ' οσων δεν ηδυνηθητε δια του νομου του Μωυσεως να δικαιωθητε, δια τουτου πας ο πιστευων δικαιουται.
40 Badate adunque, che non venga sopra di voi quel, che sta scrìtto ne' profeti:40 Βλεπετε λοιπον μη επελθη εφ' υμας το λαληθεν υπο των προφητων?
41 Mirate voi, disprezzatori, e stupite, e andate in dispersione: conciossiachè fo io un'opera ne' vostri giorni, opera, che voi non crederete, se alcuno ve la racconterà.41 Ιδετε, οι καταφρονηται, και θαυμασατε και αφανισθητε, διοτι εργον εγω εργαζομαι εν ταις ημεραις υμων, εργον, εις το οποιον δεν θελετε πιστευσει, εαν τις διηγηθη εις εσας.
42 E uscendo essi (della Sinagoga) li pregarono, che discorressero di queste cose il sabato seguente.42 Ενω δε εξηρχοντο εκ της συναγωγης των Ιουδαιων, παρεκαλουν τα εθνη να κηρυχθωσιν εις αυτους οι λογοι ουτοι το ακολουθον σαββατον.
43 E licenziata l'adunanza, molti de' Giudei, e dei proseliti religiosi seguitarono Paolo, e Barnaba: e questi con le loro parole persuadevan loro a star fermi nella grazia di Dio.43 Και αφου ελυθη η συναγωγη, πολλοι εκ των Ιουδαιων και των ευσεβων προσηλυτων ηκολουθησαν τον Παυλον και τον Βαρναβαν, οιτινες λαλουντες προς αυτους, επειθον αυτους να εμμενωσιν εις την χαριν του Θεου.
44 E il sabato seguente quasi tutta la città si raunò per sentire la parola di Dio.44 το δε ερχομενον σαββατον σχεδον ολη η πολις συνηχθη δια να ακουσωσι τον λογον του Θεου.
45 Ma i Giudei veduto quel concorso, si riempiron di zelo, e contradicevano a quel, che diceva Paolo, bestemmiando.45 Ιδοντες δε οι Ιουδαιοι τα πλη0η, επλησθηααν φθονου και ηναντιουντο εις τα υπο του Παυλου λεγομενα, αντιλεγοντες και βλασφημουντες.
46 Allora con fermezza dissero Paolo, e Barnaba: A voi primamente dovea essere detta la parola di Dio: ma giacché la rigettate, e vi sentenziate come indegni della vita eterna, ecco, che ci rivolgiamo alle genti:46 Ο Παυλος δε και ο Βαρναβας, λαλουντες μετα παρρησιας, ειπον? Εις εσας πρωτον ητο αναγκαιον να λαληθη ο λογος του Θεου? αλλ' επειδη απορριπτετε αυτον και δεν κρινετε εαυτους αξιους της αιωνιου ζωης, ιδου, στρεφομεθα εις τα εθνη?
47 Imperocché cosi ci ha ordinato il Signore: Ti ho costituito luce delle genti per essere salute fino alle terre più rimote.47 διοτι ουτω προσεταξεν ημας ο Κυριος, λεγων? Σε εθεσα φως των εθνων, δια να ησαι προς σωτηριαν εως εσχατου της γης.
48 Ciò udendo i Gentili, si rallegravano, e glorificavano la parola del Signore: e credettero tutti quelli, che erano preordinati alla vita eterna.48 Και οι εθνικοι ακουσαντες εχαιρον και εδοξαζον τον λογον του Κυριου, και επιστευσαν οσοι ησαν ωρισμενοι δια την αιωνιον ζωην?
49 E la parola di Dio si spargeva per tutto quel paese.49 και ο λογος του Κυριου διεδιδετο δι' ολου του τοπου.
50 Ma i Giudei miser su delle matrone timorate, e ragguardevoli, e i principali uomini della città, e suscitarono persecuzione contro di Paolo, e Barnaba: e gli scacciarono dal loro territorio.50 Οι δε Ιουδαιοι παρεκινησαν τας ευλαβεις και επισημους γυναικας και τους πρωτους της πολεως και διηγειραν διωγμον κατα του Παυλου και του Βαρναβα, και εξεβαλον αυτους απο των οριων αυτων.
51 Eglino però scossa contro di coloro la polvere de' loro piedi, andarono a Iconio.51 Εκεινοι δε εκτιναξαντες τον κονιορτον των ποδων αυτων επ' αυτους, ηλθον εις το Ικονιον.
52 I discepoli poi erano ripieni di gaudio, e di Spirito santo.52 Και οι μαθηται επληρουντο χαρας και Πνευματος Αγιου.