Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 21


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Dopo questi fatti Nabot di Jezrael, aveva in quel tempo una vigna, la quale si trovava in Jezrael, accanto al palazzo di Acab, re di Samaria.1 Μετα δε ταυτα τα πραγματα Ναβουθαι ο Ιεζραηλιτης ειχεν αμπελωνα εν Ιεζραελ, πλησιον του παλατιου του Αχααβ βασιλεως της Σαμαρειας.
2 Acab parlò così a Nabot: «Dammi la tua vigna per farne un orto da erbaggi, poichè è vicina alla mia casa; in cambio ti darò una vigna migliore, oppure, se preferisci, te la pagherò con giusto prezzo d'argento».2 Και ελαλησεν ο Αχααβ προς τον Ναβουθαι, λεγων, Δος μοι τον αμπελωνα σου, δια να εχω αυτον κηπον λαχανων, επειδη ειναι πλησιον του οικου μου? και θελω σοι δωσει αντ' αυτου αμπελωνα καλητερον παρ' αυτου? η, αν ηναι αρεστον εις σε, θελω σοι δωσει το αντιτιμον αυτου εις αργυριον.
3 Ma Nabot gli rispose: «Mi guardi il Signore dal dare a te l'eredità dei miei padri».3 Ο δε Ναβουθαι ειπε προς τον Αχααβ, Μη γενοιτο εις εμε παρα Θεου, να δωσω την κληρονομιαν των πατερων μου εις σε.
4 Acab venne perciò in casa indignato e irritato per la risposta avuta da Nabot Jezraelita, il quale aveva detto: «Non ti darò la eredità di mio padre». E gettatosi su un letto, volse la sua faccia alla parete e non volle prender cibo.4 Και ηλθεν ο Αχααβ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος δια τον λογον, τον οποιον ελαλησε προς αυτον Ναβουβαι ο Ιεζραηλιτης, ειπων, Δεν θελω σοι δωσει την κληρονομιαν των πατερων μου. Και επλαγιασεν επι της κλινης αυτου και απεστρεψε το προσωπον αυτου και δεν εφαγεν αρτον.
5 Jezabel sua moglie venne da lui e gli disse: «Perchè ciò? Perchè la tua anima è contristata? Perchè non mangi?».5 Και ηλθε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι το πνευμα σου ειναι περιλυπον, ωστε δεν τρωγεις αρτον;
6 Egli le rispose: «Ho parlato con Nabot Jezraelita e gli ho detto: - Dammi la tua vigna a prezzo di denaro, oppure, se preferisci, ti darò in cambio una vigna migliore -; ma egli rispose: - Non ti darò la mia vigna -».6 Ο δε ειπε προς αυτην, Επειδη ελαλησα προς Ναβουθαι τον Ιεζραηλιτην, και ειπα προς αυτον, Δος μοι τον αμπελωνα σου δι' αργυριου? η, αν αγαπας, θελω σοι δωσει αλλον αμπελωνα αντ' αυτου. και εκεινος απεκριθη, Δεν θελω σοι δωσει τον αμπελωνα μου.
7 Allora Jezabel sua moglie gli disse: «Hai davvero una grande autorità e reggi bene il regno d'Israele! Levati però e mangia e sta' di buon animo; io ti darò la vigna di Nabot Jezraelita».7 Και ειπε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου, Συ τωρα βασιλευεις επι τον Ισραηλ; σηκωθητι, φαγε αρτον, και ας ηναι ευθυμος η καρδια σου? εγω θελω σοι δωσει τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.
8 Scritta quindi una lettera in nome di Acab e sigillatala col suggello di lui, la mandò agli anziani e agli ottimati, che erano nella città e abitavano con Nabot.8 Τοτε εγραψεν επιστολας εν ονοματι του Αχααβ και εσφραγισε δια της σφραγιδος αυτου, και απεστειλε τας επιστολας προς τους πρεσβυτερους και προς τους αρχοντας, τους οντας εν τη πολει αυτου, τους κατοικουντας μετα του Ναβουβαι.
9 La lettera era di questo tenore: «Pubblicate un digiuno e fatto sedere Nabot tra i principali del popolo,9 Και εγραφεν εν ταις επιστολαις, λεγουσα, Κηρυξατε νηστειαν και καθισατε τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου?
10 subornate due uomini figli di Belial, i quali contro di lui testifichino il falso, dicendo: - Ha bestemmiato Dio e il re -; e poi conducetelo fuori e lapidatelo e così muoia!».10 και παρακαθισατε δυο ανδρας κακους αντικρυ αυτου, και ας μαρτυρησωσι κατ' αυτου, λεγοντες, Συ εβλασφημησας τον Θεον και τον βασιλεα? και εκβαλετε αυτον και λιθοβολησατε αυτον, και ας αποθανη.
11 I suoi concittadini, gli anziani e i notabili che abitavano con lui in quella città, fecero quanto aveva comandato di fare Jezabel e come stava scritto nella lettera, ch'essa aveva inviata a loro.11 Και εκαμον οι ανδρες της πολεως αυτου, οι πρεσβυτεροι και οι αρχοντες οι κατοικουντες εν τη πολει αυτου, καθως εμηνυσε προς αυτους η Ιεζαβελ, κατα το γεγραμμενον εν ταις επιστολαις τας οποιας εστειλε προς αυτους.
12 Intimarono un digiuno e fecero sedere Nabot tra i principali del popolo:12 Εκηρυξαν νηστειαν και εκαθησαν τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου?
13 poi fatti venire due uomini malvagi li fecero sedere contro di lui: e costoro da veri uomini perversi diedero, al cospetto della moltitudine, questa testimonianza: «Nabot ha bestemmiato Dio e il re». Perciò lo condussero fuori della città e lo uccisero lapidandolo.13 και εισηλθον δυο ανδρες κακοι και εκαθισαν αντικρυ αυτου? και εμαρτυρησαν οι ανδρες οι κακοι κατ' αυτου, κατα του Ναβουθαι, ενωπιον του λαου, λεγοντες, Ο Ναβουθαι εβλασφημησε τον Θεον και τον βασιλεα. Τοτε εξεβαλον αυτον εξω της πολεως και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους, και απεθανε.
14 Poi mandarono a dire a Jezabel: «Nabot è stato lapidato ed è morto».14 Και απεστειλαν προς την Ιεζαβελ, λεγοντες, Ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανε.
15 Quando Jezabel seppe che Nabot era stato lapidato ed era morto, disse ad Acab: «Levati e prendi possesso della vigna di Nabot Jezraelita, che si rifiutò di fare a modo tuo e di dartela dietro compenso in denaro; poichè Nabot non vive più, ma è morto».15 Και ως ηκουσεν η Ιεζαβελ οτι ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανεν, ειπεν η Ιεζαβελ προς τον Αχααβ, Σηκωθητι, κληρονομησον τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, τον οποιον δεν ηθελε να σοι δωση δι' αργυριου? διοτι ο Ναβουθαι δεν ζη αλλ' απεθανε.
16 Acab avendo udito una tal cosa, che cioè Nabot era morto, si levò e discese verso la vigna di Nabot per prenderne possesso.16 Και ως ηκουσεν ο Αχααβ οτι ο Ναβουθαι απεθανεν, εσηκωθη ο Αχααβ να καταβη εις τον αμπελωνα του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, δια να κληρονομηση αυτον.
17 Frattanto la voce del Signore parlò ad Elia il Tesbite in questi termini:17 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,
18 «Levati e scendi incontro ad Acab, re d'Israele, che è in Samaria; eccolo, egli discende nella vigna di Nabot per prenderne possesso.18 Σηκωθητι, καταβα εις συναντησιν του Αχααβ, βασιλεως του Ισραηλ, οστις κατοικει εν Σαμαρεια? ιδου, εν τω αμπελωνι του Ναβουθαι ειναι, οπου κατεβη δια να κληρονομηση αυτον?
19 Tu gli dirai: - Così parla il Signore: " Hai ucciso e di più ti sei impossessato ". - E poi aggiungerai: - Così dice il Signore: " Nel luogo stesso ove i cani hanno leccato il sangue di Nabot, i cani leccheranno anche il tuo sangue "- ».19 και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Εφονευσας και ετι εκληρονομησας; Και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, ουτω λεγει Κυριος? Εν τω τοπω, οπου οι κυνες εγλειψαν το αιμα του Ναβουθαι, θελουσι γλειψει οι κυνες το αιμα σου, ναι, σου.
20 Rispose Acab ad Elia: «Mi hai tu dunque trovato tuo nemico?». Elia disse: «Sì, ti ho trovato [tale], poichè ti sei venduto per fare il male al cospetto del Signore;20 Και ειπεν ο Αχααβ προς τον Ηλιαν, Με ευρηκας, εχθρε μου; Και απεκριθη, Σε ευρηκα? διοτι επωλησας σεαυτον εις το να πραττης το πονηρον ενωπιον του Κυριου.
21 perciò io farò venire sopra di te la sventura, io mieterò la tua posterità e sterminerò dalla casa di Acab chiunque orina contro al muro, chi è rinchiuso e chi è ultimo in Israele;21 Ιδου, λεγει Κυριος, Εγω θελω φερει κακον επι σε, και θελω σαρωσει κατοπιν σου και εξολοθρευσει του Αχααβ τον ουρουντα προς τον τοιχον και τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον μεταξυ του Ισραηλ?
22 e ridurrò la tua casa come la casa di Geroboamo figlio di Nabat e come la casa di Baasa figlio di Aia, perchè tu hai agito in modo da provocarmi alla collera e hai fatto peccare Israele».22 και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα υιου του Αχια, δια τον παροργισμον τον οποιον με παρωργιαας, και εκαμες τον Ισραηλ να αμαρτηση.
23 Anche contro Jezabel parlò il Signore, dicendo: «I cani mangeranno Jezabel nel campo di Jezrael.23 Και περι της Ιεζαβελ ετι ελαλησεν ο Κυριος, λεγων, Οι κυνες θελουσι καταφαγει την Ιεζαβελ πλησιον του προτειχισματος της Ιεζραελ?
24 Se Acab morirà nella città lo mangeranno i cani; se morirà nella campagna lo divoreranno gli uccelli del cielo».24 οστις εκ του Αχααβ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον? και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον.
25 Non vi fu adunque altra persona, che come Acab siasi venduta per fare il male al cospetto del Signore, e fu sua moglie Jezabel che lo spinse a ciò.25 Ουδεις τωοντι δεν εσταθη ομοιος του Αχααβ, οστις επωλησεν εαυτον εις το να πραττη πονηρα ενωπιον του Κυριου, οπως εκινει αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου.
26 Divenne abominevole tanto da seguire gli idoli fatti dagli Amorrei, che il Signore aveva sterminato dalla faccia dei figli d'Israele.26 Και επραξε βδελυρα σφοδρα ακολουθων τα ειδωλα, κατα παντα οσα επραττον οι Αμορραιοι, τους οποιους ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.
27 Acab avendo udito tali parole si stracciò le vesti, si coprì la carne col cilicio, digiunò e dormì con un sacco e se ne andava a testa bassa.27 Ως δε ηκουσεν ο Αχααβ τους λογους τουτους, διερρηξε τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον επι την σαρκα αυτου και ενηστευσε, και εκοιτετο περιτετυλιγμενος σακκον και εβαδιζε κεκυφως.
28 Perciò la parola del Signore si rivolse a Elia Tesbite in questo modo:28 Ηλθε δε ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,
29 «Hai tu visto Acab umiliato dinanzi a me? Poichè si umiliò davanti a me, io non farò venire la sventura durante la vita di lui; ma durante quella del figliuol suo, manderò la sventura sulla sua casa».29 Ειδες πως εταπεινωθη ο Αχααβ ενωπιον μου; επειδη εταπεινωθη ενωπιον μου, δεν θελω φερει το κακον εν ταις ημεραις αυτου? εν ταις ημεραις του υιου αυτου θελω φερει το κακον επι τον οικον αυτου.