Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Genesi 44


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Giuseppe dette all'intendente della sua casa quest'ordine: «Riempi di grano i loro sacchi finchè ne possono tenere, e rimetti alla bocca d'ogni sacco il suo prezzo;1 Προσεταξε δε τον επιστατην της οικιας αυτου λεγων, Γεμισον τα σακκια των ανθρωπων τροφας, οσας δυνανται να φερωσι, και βαλε το αργυριον εκαστου εν τω στοματι του σακκιου αυτου?
2 nel sacco poi del più piccolo, oltre il prezzo che ha dato del grano, metti la mia coppa d'argento». Così fece,2 και βαλε το ποτηριον μου, το ποτηριον το αργυρουν, εν τω στοματι του σακκιου του νεωτερου και το αργυριον του σιτου αυτου. Και εκαμε κατα τον λογον τον οποιον ειπεν ο Ιωσηφ.
3 e, fatto giorno, furon lasciati partire coi loro asini.3 Το πρωι καθως εφεγξεν, απεσταλησαν οι ανθρωποι, αυτοι και οι ονοι αυτων.
4 Erano usciti di città, e fatto poco cammino, quando Giuseppe chiamò l'intendente di casa, e gli disse: «Levati, va' dietro a quegli uomini, raggiungili, e di' loro: - Perchè avete reso male per bene?4 Αφου δε εξηλθον εκ της πολεως, πριν απομακρυνθωσι πολυ, ειπεν ο Ιωσηφ προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Σηκωθεις, δραμε κατοπιν των ανθρωπων? και προφθασας ειπε προς αυτους, δια τι ανταπεδωκατε κακον αντι καλου;
5 La coppa che avete rubata, è quella nella quale beve il mio signore, e con la quale fa gli augurii. Avete commesso un'azione indegna -».5 δεν ειναι τουτο το ποτηριον, εις το οποιον πινει ο κυριος μου, και δια του οποιου αληθως μαντευει; κακως εκαμετε πραξαντες τουτο.
6 Quegli eseguì il comando, e raggiuntili disse loro come aveva avuto ordine.6 Και καθως επροφθασεν αυτους, ειπε προς αυτους τους λογους τουτους.
7 Essi risposero: «Perchè parla così il nostro signore, come se i tuoi servi avessero commesso un tal misfatto?7 Οι δε ειπον προς αυτον, Δια τι ο κυριος ημων λαλει κατα τους λογους τουτους; μη γενοιτο οι δουλοι σου να πραξωσι τοιουτον πραγμα?
8 Il danaro che ritrovammo in cima ai sacchi, te lo riportammo dalla terra di Canaan; come dunque può essere che abbiamo rubato dell'oro e dell'argento dalla casa del tuo signore?8 ιδου, το αργυριον, το οποιον ευρηκαμεν εν τω στοματι των σακκιων ημων, επεστρεψαμεν προς σε εκ της γης Χανααν, και πως ηθελομεν κλεψει εκ της οικιας του κυριου σου αργυριον η χρυσιον;
9 Chiunque dei tuoi servi venga ritrovato avere quel che cerchi, sia messo a morte, e noi rimarremo schiavi del nostro signore».9 εις οντινα εκ των δουλων σου ευρεθη, ας αποθανη, και ημεις ετι θελομεν γεινει δουλοι του κυριου ημων.
10 Disse l'intendente: «Si faccia come dite. Chiunque si trovi avere [la coppa], diverrà mio schiavo, e voi rimarrete liberi».10 Ο δε ειπε, Και τωρα ας γεινη καθως λεγετε? εις οντινα ευρεθη, θελει γεινει δουλος μου, σεις δε θελετε εισθαι αθωοι.
11 Allora tutti si affrettarono a posare in terra i loro sacchi, ed aprirli.11 Και σπευσαντες, κατεβιβασαν εκαστος το σακκιον αυτου εις την γην και ηνοιξεν εκαστος το σακκιον αυτου.
12 E rovistatili, cominciando da quello del maggiore sino a quello del più piccolo, trovò la coppa nel sacco di Beniamino.12 Και ηρευνησεν, αρχισας απο του πρεσβυτερου και τελειωσας εις τον νεωτερον? και ευρεθη το ποτηριον εν τω σακκιω του Βενιαμιν.
13 Allora, strappatesi le vesti, e ricaricati gli asini, ritornarono in città.13 Τοτε εσχισαν τα ιματια αυτων και φορτωσαντες εκαστος τον ονον αυτου, επεστρεψαν εις την πολιν.
14 Giuda entrò pel primo coi fratelli nella casa di Giuseppe, che non s'era ancora mosso di lì; e tutti dinanzi a lui si gettaron per terra.14 Εισηλθε δε ο Ιουδας και οι αδελφοι αυτου εις την οικιαν του Ιωσηφ, ετι αυτου οντος εκει? και επεσαν εμπροσθεν αυτου επι την γην.
15 Disse loro: «Perchè avete voluto far questo? Non sapete che non v'è alcuno a me pari nell'arte d'indovinare?».15 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον επραξατε; δεν εξευρετε οτι ανθρωπος οποιος εγω αληθως μαντευει;
16 E Giuda a lui: «Che risponderemo al signor mio? O che gli diremo o che gli potremo opporre a nostro discarico? Iddio ha scoperto il peccato dei tuoi servi; ecco, siamo tutti schiavi del mio signore, noi, e quegli presso del quale è stata trovata la coppa».16 Και ειπεν ο Ιουδας, Τι να ειπωμεν προς τον κυριον μου; τι να λαλησωμεν; η πως να δικαιωθωμεν; ο Θεος ευρηκε την αδικιαν των δουλων σου? ιδου, ειμεθα δουλοι του κυριου μου και εμεις και εκεινος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον.
17 Rispose Giuseppe: «Non sarà mai ch'io faccia questo; chi ha rubato la coppa, sia egli mio schiavo; voi tornatevene liberi al padre vostro».17 Ο δε ειπε, Μη γενοιτο εις εμε να πραξω τουτο? ο ανθρωπος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον, ουτος θελει εισθαι εις εμε δουλος? σεις δε αναβητε εν ειρηνη προς τον πατερα σας.
18 Avvicinatosi ancor più, Giuda disse con franchezza: «Ti prego, signore; lascia che il tuo servo ti parli ancora, e non ti sdegnare con lui; tu, infatti, dopo il Faraone, sei18 Τοτε επλησιασεν εις αυτον ο Ιουδας και ειπε, Δεομαι, κυριε μου? ας λαληση, παρακαλω, ο δουλος σου λογον εις τα ωτα του κυριου μου και ας μη εξαφθη ο θυμος σου κατα του δουλου σου? διοτι συ εισαι ως Φαραω.
19 il mio signore. Tu interrogasti prima i tuoi servi: - Avete il padre, o un fratello? -19 Ο κυριος μου ηρωτησε τους δουλους αυτου λεγων, Εχετε πατερα, η αδελφον;
20 E noi rispondemmo a te signor nostro: - Abbiamo il padre vecchio, ed un figlioletto fanciullo che gli è nato nella sua vecchiaia; un fratello uterino di questo è morto; egli è rimasto solo di quella madre, ed il padre lo ama teneramente. -20 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, Εχομεν πατερα γεροντα και παιδιον του γηρατος αυτου μικρον, ο δε αδελφος αυτου απεθανε? και αυτος μονος εμεινεν εκ της μητρος αυτου και ο πατηρ αυτου αγαπα αυτον.
21 Tu dicesti ai tuoi servi: - Conducetelo a me, e gli farò buon viso. -21 Και ειπας προς τους δουλους σου, Φερετε αυτον προς εμε δια να ιδω αυτον ιδιοις οφθαλμοις.
22 Allora osservammo al signor mio: - Non può il fanciullo abbandonare il padre suo; se questi lo lasciasse partire, morrebbe. -22 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, το παιδιον δεν δυναται να αφηση τον πατερα αυτου διοτι εαν αφηση τον πατερα αυτου, ουτος θελει αποθανει.
23 Tu dicesti ai tuoi servi: - Se il vostro fratellino più piccolo non viene con voi, io non vi ammetterò più alla mia presenza. -23 Συ δε ειπας προς τους δουλους σου, Εαν δεν καταβη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων, δεν θελετε ιδει πλεον το προσωπον μου.
24 Quando dunque fummo tornati al padre nostro e tuo servo, gli raccontammo tutto quello che il signor mio aveva detto.24 Και οτε ανεβημεν προς τον δουλον σου τον πατερα μου, απηγγειλαμεν προς αυτον τους λογους του κυριου μου.
25 Ci disse il padre: - Tornate a comprarci un poco di grano. -25 Ο δε πατηρ ημων ειπεν, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
26 Gli rispondemmo: - Non possiamo andare; se il nostro fratello minore verrà con noi, partiremo tutti insieme; altrimenti, senza di lui non ardiremo presentarci a quel signore. -26 Και ειπομεν, Δεν δυναμε0α να καταβωμεν? εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος ηναι μεθ' ημων, τοτε θελομεν καταβη? διοτι δεν δυναμεθα να ιδωμεν το προσωπον του ανθρωπου, εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος δεν ηναι μεθ' ημων.
27 Al che rispose: - Voi sapete che la moglie mia ne ha partoriti due.27 Και ο δουλος σου ο πατηρ μου ειπε προς ημας, Σεις εξευρετε οτι δυο υιους εγεννησεν εις εμε η γυνη μου?
28 Il primo uscì alla campagna; voi mi diceste che una bestia feroce lo aveva divorato, e difatti sin qui non è ricomparso.28 και ο εις εξηλθεν απο πλησιον μου και ειπα, Βεβαιως κατεσπαραχθη υπο θηριου? και δεν ειδον αυτον εως του νυν?
29 Se mi prendete anche questo, e gli accade qualche disgrazia nel viaggio, mi farete discendere, così vecchio, piangendo, al luogo de' morti. -29 εαν δε λαβητε και τουτον απ' εμπροσθεν μου και συμβη εις αυτον συμφορα, θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.
30 Se dunque io tornerò al tuo servo il padre nostro, ed il fanciullo non vi sarà, essendo che la vita di lui dipende dalla vita di questi,30 Τωρα λοιπον οταν υπαγω προς τον δουλον σου τον πατερα μου, και το παιδιον δεν ηναι μεθ' ημων επειδη η ψυχη αυτου κρεμαται εκ της ψυχης εκεινου,
31 quando vedrà che il fanciullo non è con noi ne morrà, ed i tuoi servi avranno sospinto la sua dolente canizie al soggiorno dei morti.31 καθως ιδη οτι το παιδιον δεν ειναι, θελει αποθανει και οι δουλοι σου θελουσι καταβιβασει την πολιαν του δουλου σου του πατρος ημων μετα λυπης εις τον ταφον.
32 Sarò io tuo schiavo; poichè lo presi io in consegna, e mi obbligai dicendo: - Se non lo ricondurrò, sarò io colpevole di tal peccato innanzi al padre, per tutta la vita. -32 Διοτι ο δουλος σου εγγυηθη περι του παιδιου προς τον πατερα μου λεγων, Εαν δεν φερω αυτον προς σε, τοτε θελω εισθαι υπευθυνος προς τον πατερα μου διαπαντος.
33 Resterò dunque io tuo schiavo, in vece del fanciullo, a servizio del mio signore; ed il fanciullo ritornerà co' suoi fratelli.33 Τωρα λοιπον, δεομαι σου, ας μεινη ο δουλος σου αντι του παιδιου δουλος εις τον κυριον μου, το δε παιδιον ας αναβη μετα των αδελφων αυτου?
34 Non posso infatti tornare al padre mio senza di lui, se non voglio veder co' miei occhi la disgrazia che starà per opprimerlo».34 διοτι πως να αναβω προς τον πατερα μου, εαν το παιδιον δεν ηναι μετ' εμου; ουχι, δια να μη ιδω το κακον, το οποιον θελει ευρει τον πατερα μου.