Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 7


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Gli abitanti di Kiriat-Iearìm vennero a portare via l’arca del Signore e la introdussero nella casa di Abinadàb, sulla collina; consacrarono suo figlio Eleàzaro perché custodisse l’arca del Signore.
1 Και ηλθον οι ανδρες της Κιριαθ-ιαρειμ, και ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και εφεραν αυτην εις τον οικον του Αβιναδαβ επι τον λοφον, και Ελεαζαρ τον υιον αυτου καθιερωσαν, δια να φυλαττη την κιβωτον του Κυριου.
2 Era trascorso molto tempo da quando l’arca era rimasta a Kiriat-Iearìm; erano passati venti anni, quando tutta la casa d’Israele alzò lamenti al Signore.2 Και αφ' ης ημερας ετεθη η κιβωτος εν Κιριαθ-ιαρειμ, παρηλθε καιρος πολυς? και εγειναν εικοσι ετη? και πας ο οικος Ισραηλ εστεναζεν, αναζητων τον Κυριον.
3 Allora Samuele disse a tutta la casa d’Israele: «Se è proprio di tutto cuore che voi tornate al Signore, eliminate da voi tutti gli dèi stranieri e le Astarti; indirizzate il vostro cuore al Signore e servite lui, lui solo, ed egli vi libererà dalla mano dei Filistei».3 Και ειπε Σαμουηλ προς παντα τον οικον Ισραηλ, λεγων, Εαν σεις επιστρεφητε εξ ολης υμων της καρδιας προς τον Κυριον, αποβαλετε εκ μεσου υμων τους Θεους τους αλλοτριους και τας Ασταρωθ, και ετοιμασατε τας καρδιας υμων προς τον Κυριον και αυτον μονον λατρευετε? και θελει ελευθερωσει υμας εκ χειρος των Φιλισταιων.
4 Subito gli Israeliti eliminarono i Baal e le Astarti e servirono solo il Signore.4 Τοτε απεβαλον οι υιοι Ισραηλ τους Βααλειμ και τας Ασταρωθ και ελατρευσαν τον Κυριον μονον.
5 Disse poi Samuele: «Radunate tutto Israele a Mispa, perché voglio pregare il Signore per voi».5 Και ειπε Σαμουηλ, Συναξατε παντα τον Ισραηλ εις Μισπα, και θελω προσευχηθη υπερ υμων προς τον Κυριον.
6 Si radunarono pertanto a Mispa, attinsero acqua, la versarono davanti al Signore, digiunarono in quel giorno e là dissero: «Abbiamo peccato contro il Signore!». A Mispa Samuele fu giudice degli Israeliti.6 Και συνηχθησαν ομου εις Μισπα, και ηντλησαν υδωρ και εξεχεαν ενωπιον του Κυριου, και ενηστευσαν την ημεραν εκεινην και ειπον εκει, Ημαρτησαμεν εις τον Κυριον. Και εκρινεν ο Σαμουηλ τους υιους Ισραηλ εν Μισπα.
7 Anche i Filistei udirono che gli Israeliti si erano radunati a Mispa e i prìncipi filistei si levarono contro Israele. Quando gli Israeliti lo udirono, ebbero paura dei Filistei.7 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι συνηθροισθησαν οι υιοι Ισραηλ εις Μισπα ανεβησαν οι σατραπαι των Φιλισταιων κατα του Ισραηλ. Και ακουσαντες οι υιοι Ισραηλ, εφοβηθησαν απο προσωπου των Φιλισταιων.
8 Dissero allora gli Israeliti a Samuele: «Non cessare di gridare per noi al Signore, nostro Dio, perché ci salvi dalle mani dei Filistei».8 Και ειπον οι υιοι Ισραηλ προς τον Σαμουηλ, Μη παυσης βοων υπερ ημων προς Κυριον τον Θεον ημων, δια να σωση ημας εκ χειρος των Φιλισταιων.
9 Samuele prese un agnello da latte e lo offrì tutto intero in olocausto al Signore; Samuele alzò grida al Signore per Israele e il Signore lo esaudì.
9 Και ελαβεν ο Σαμουηλ εν αρνιον γαλαθηνον, και προσεφερεν ολοκληρον ολοκαυτωμα εις τον Κυριον? και εβοησεν ο Σαμουηλ προς τον Κυριον υπερ του Ισραηλ? και επηκουσεν αυτου ο Κυριος.
10 Mentre Samuele offriva l’olocausto, i Filistei attaccarono battaglia contro Israele; ma in quel giorno il Signore tuonò con voce potente contro i Filistei, li terrorizzò ed essi furono sconfitti davanti a Israele.10 Και ενω προσεφερεν ο Σαμουηλ το ολοκαυτωμα, επλησιασαν οι Φιλισταιοι δια να πολεμησωσι κατα του Ισραηλ? και εβροντησεν ο Κυριος εν φωνη μεγαλη την ημεραν εκεινην επι τους Φιλισταιους και κατετροπωσεν αυτους? και εκτυπηθησαν εμπροσθεν του Ισραηλ.
11 Gli Israeliti uscirono da Mispa per inseguire i Filistei, e li batterono fin sotto Bet-Car.11 Και εξηλθον οι ανδρες Ισραηλ εκ Μισπα, και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους και επαταξαν αυτους, εως υποκατω της Βαιθ-χαρ.
12 Samuele prese allora una pietra e la pose tra Mispa e il Dente, e la chiamò Eben-Ezer, dicendo: «Fin qui ci ha soccorso il Signore».12 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ ενα λιθον και εστησε μεταξυ Μισπα και Σεν και εκαλεσε το ονομα αυτου Εβεν-εζερ, λεγων, Μεχρι τουδε εβοηθησεν ημας ο Κυριος.
13 Così i Filistei furono umiliati e non vennero più nel territorio d’Israele: la mano del Signore fu contro i Filistei per tutto il periodo di Samuele.13 Και εταπεινωθησαν οι Φιλισταιοι και δεν ηλθον πλεον εις τα ορια του Ισραηλ? και ητο η χειρ του Κυριου κατα των Φιλισταιων πασας τας ημερας του Σαμουηλ.
14 Tornarono anche in possesso d’Israele le città che i Filistei avevano preso agli Israeliti, da Ekron a Gat: Israele liberò il loro territorio dalla mano dei Filistei. E ci fu anche pace tra Israele e l’Amorreo.
14 Και αι πολεις, τας οποιας οι Φιλισταιοι ειχον λαβει απο του Ισραηλ, απεδοθησαν εις τον Ισραηλ, απο Ακκαρων εως Γαθ? και ηλευθερωσεν ο Ισραηλ τα ορια αυτων εκ χειρος των Φιλισταιων. Και ητο ειρηνη μεταξυ Ισραηλ και Αμορραιων.
15 Samuele fu giudice d’Israele per tutto il tempo della sua vita.15 Και εκρινεν ο Σαμουηλ τον Ισραηλ πασας τας ημερας της ζωης αυτου?
16 Ogni anno egli compiva il giro di Betel, Gàlgala e Mispa, ed era giudice d’Israele in tutte queste località.16 και επορευετο κατ' ετος περιερχομενος εις Βαιθηλ και Γαλγαλα και Μισπα και εκρινε τον Ισραηλ εν πασι τοις τοποις τουτοις?
17 Poi ritornava a Rama, perché là era la sua casa e anche là era giudice d’Israele. In quel luogo costruì anche un altare al Signore.17 η δε επιστροφη αυτου ητο εις Ραμα? διοτι εκει ητο ο οικος αυτου και εκει εκρινε τον Ισραηλ? εκει προσετι ωκοδομησε θυσιαστηριον εις τον Κυριον.