Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 11


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Un certo Lazzaro di Betània, il villaggio di Maria e di Marta sua sorella, era malato.1 Ητο δε τις ασθενης Λαζαρος απο Βηθανιας, εκ της κωμης της Μαριας και Μαρθας της αδελφης αυτης.
2 Maria era quella che cosparse di profumo il Signore e gli asciugò i piedi con i suoi capelli; suo fratello Lazzaro era malato.2 Η δε Μαρια ητο η αλειψασα τον Κυριον με μυρον και σπογγισασα τους ποδας αυτου με τας τριχας αυτης, της οποιας ο αδελφος Λαζαρος ησθενει.
3 Le sorelle mandarono dunque a dirgli: «Signore, ecco, colui che tu ami è malato».
3 Απεστειλαν λοιπον αι αδελφαι προς αυτον, λεγουσαι? Κυριε, ιδου, εκεινος τον οποιον αγαπας, ασθενει.
4 All’udire questo, Gesù disse: «Questa malattia non porterà alla morte, ma è per la gloria di Dio, affinché per mezzo di essa il Figlio di Dio venga glorificato».4 Και ακουσας ο Ιησους ειπεν? Αυτη η ασθενεια δεν ειναι προς θανατον, αλλ' υπερ της δοξης του Θεου, δια να δοξασθη ο Υιος του Θεου δι' αυτης.
5 Gesù amava Marta e sua sorella e Lazzaro.5 Ηγαπα δε ο Ιησους την Μαρθαν και την αδελφην αυτης και τον Λαζαρον.
6 Quando sentì che era malato, rimase per due giorni nel luogo dove si trovava.6 Καθως λοιπον ηκουσεν οτι ασθενει, τοτε μεν εμεινε δυο ημερας εν τω τοπω οπου ητο?
7 Poi disse ai discepoli: «Andiamo di nuovo in Giudea!».7 επειτα μετα τουτο λεγει προς τους μαθητας? Ας υπαγωμεν εις την Ιουδαιαν παλιν.
8 I discepoli gli dissero: «Rabbì, poco fa i Giudei cercavano di lapidarti e tu ci vai di nuovo?».8 Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται? Ραββι, τωρα εζητουν να σε λιθοβολησωσιν οι Ιουδαιοι, και παλιν υπαγεις εκει;
9 Gesù rispose: «Non sono forse dodici le ore del giorno? Se uno cammina di giorno, non inciampa, perché vede la luce di questo mondo;9 Απεκριθη ο Ιησους? Δεν ειναι δωδεκα αι ωραι της ημερας; εαν τις περιπατη εν τη ημερα, δεν προσκοπτει, διοτι βλεπει το φως του κοσμου τουτου?
10 ma se cammina di notte, inciampa, perché la luce non è in lui».
10 εαν τις ομως περιπατη εν τη νυκτι, προσκοπτει, διοτι το φως δεν ειναι εν αυτω.
11 Disse queste cose e poi soggiunse loro: «Lazzaro, il nostro amico, si è addormentato; ma io vado a svegliarlo».11 Ταυτα ειπε, και μετα τουτο λεγει προς αυτους? Λαζαρος ο φιλος ημων εκοιμηθη? αλλα υπαγω δια να εξυπνησω αυτον.
12 Gli dissero allora i discepoli: «Signore, se si è addormentato, si salverà».12 Ειπον λοιπον οι μαθηται αυτου? Κυριε, αν εκοιμηθη, θελει σωθη.
13 Gesù aveva parlato della morte di lui; essi invece pensarono che parlasse del riposo del sonno.13 Αλλ' ο Ιησους ειχεν ειπει περι του θανατου αυτου? εκεινοι ομως ενομισαν οτι λεγει περι της κοιμησεως του υπνου.
14 Allora Gesù disse loro apertamente: «Lazzaro è morto14 Τοτε λοιπον ειπε προς αυτους ο Ιησους παρρησια? Ο Λαζαρος απεθανε.
15 e io sono contento per voi di non essere stato là, affinché voi crediate; ma andiamo da lui!».15 Και χαιρω δια σας, δια να πιστευσητε, διοτι δεν ημην εκει? αλλ' ας υπαγωμεν προς αυτον.
16 Allora Tommaso, chiamato Dìdimo, disse agli altri discepoli: «Andiamo anche noi a morire con lui!».
16 Ειπε δε ο Θωμας, ο λεγομενος Διδυμος προς τους συμμαθητας? Ας υπαγωμεν και ημεις, δια να αποθανωμεν μετ' αυτου.
17 Quando Gesù arrivò, trovò Lazzaro che già da quattro giorni era nel sepolcro.17 Ελθων λοιπον ο Ιησους ευρεν αυτον τεσσαρας ημερας εχοντα ηδη εν τω μνημειω.
18 Betània distava da Gerusalemme meno di tre chilometri18 Ητο δε η Βηθανια πλησιον των Ιεροσολυμων, απεχουσα ως δεκαπεντε σταδια.
19 e molti Giudei erano venuti da Marta e Maria a consolarle per il fratello.19 Και πολλοι εκ των Ιουδαιων ειχον ελθει προς την Μαρθαν και Μαριαν, δια να παρηγορησωσιν αυτας περι του αδελφου αυτων.
20 Marta dunque, come udì che veniva Gesù, gli andò incontro; Maria invece stava seduta in casa.20 Η Μαρθα λοιπον, καθως ηκουσεν οτι ο Ιησους ερχεται, υπηντησεν αυτον? η δε Μαρια εκαθητο εν τω οικω.
21 Marta disse a Gesù: «Signore, se tu fossi stato qui, mio fratello non sarebbe morto!21 Ειπε λοιπον η Μαρθα προς τον Ιησουν? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.
22 Ma anche ora so che qualunque cosa tu chiederai a Dio, Dio te la concederà».22 Πλην και τωρα εξευρω οτι οσα ζητησης παρα του Θεου, θελει σοι δωσει ο Θεος.
23 Gesù le disse: «Tuo fratello risorgerà».23 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Ο αδελφος σου θελει αναστηθη.
24 Gli rispose Marta: «So che risorgerà nella risurrezione dell’ultimo giorno».24 Λεγει προς αυτον η Μαρθα? Εξευρω οτι θελει αναστηθη εν τη αναστασει εν τη εσχατη ημερα.
25 Gesù le disse: «Io sono la risurrezione e la vita; chi crede in me, anche se muore, vivrà;25 Ειπε προς αυτην ο Ιησους? Εγω ειμαι η αναστασις και η ζωη? ο πιστευων εις εμε, και αν αποθανη, θελει ζησει?
26 chiunque vive e crede in me, non morirà in eterno. Credi questo?».26 και πας οστις ζη και πιστευει εις εμε δεν θελει αποθανει εις τον αιωνα. Πιστευεις τουτο;
27 Gli rispose: «Sì, o Signore, io credo che tu sei il Cristo, il Figlio di Dio, colui che viene nel mondo».
27 Λεγει προς αυτον? Ναι, Κυριε, εγω επιστευσα οτι συ εισαι ο Χριστος, ο Υιος του Θεου, ο ερχομενος εις τον κοσμον.
28 Dette queste parole, andò a chiamare Maria, sua sorella, e di nascosto le disse: «Il Maestro è qui e ti chiama».28 Και αφου ειπε ταυτα, υπηγε και εφωναξε Μαριαν την αδελφην αυτης κρυφιως και ειπεν? Ο Διδασκαλος ηλθε και σε κραζει.
29 Udito questo, ella si alzò subito e andò da lui.29 Εκεινη, καθως ηκουσε, σηκονεται ταχεως και ερχεται προς αυτον.
30 Gesù non era entrato nel villaggio, ma si trovava ancora là dove Marta gli era andata incontro.30 Δεν ειχε δε ελθει ο Ιησους ετι εις την κωμην, αλλ' ητο εν τω τοπω, οπου υπηντησεν αυτον η Μαρθα.
31 Allora i Giudei, che erano in casa con lei a consolarla, vedendo Maria alzarsi in fretta e uscire, la seguirono, pensando che andasse a piangere al sepolcro.
31 Οι Ιουδαιοι λοιπον, οι οντες μετ' αυτης εν τη οικια και παρηγορουντες αυτην, ιδοντες την Μαριαν οτι εσηκωθη ταχεως και εξηλθεν, ηκολουθησαν αυτην, λεγοντες οτι υπαγει εις το μνημειον, δια να κλαυση εκει.
32 Quando Maria giunse dove si trovava Gesù, appena lo vide si gettò ai suoi piedi dicendogli: «Signore, se tu fossi stato qui, mio fratello non sarebbe morto!».32 Η Μαρια λοιπον καθως ηλθεν οπου ητο ο Ιησους, ιδουσα αυτον επεσεν εις τους ποδας αυτου, λεγουσα προς αυτον? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.
33 Gesù allora, quando la vide piangere, e piangere anche i Giudei che erano venuti con lei, si commosse profondamente e, molto turbato,33 Ο δε Ιησους, καθως ειδεν αυτην κλαιουσαν και τους ελθοντας μετ' αυτης Ιουδαιους κλαιοντας, εστεναξεν εν τη ψυχη αυτου και εταραχθη,
34 domandò: «Dove lo avete posto?». Gli dissero: «Signore, vieni a vedere!».34 και ειπε? Που εβαλετε αυτον; Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, ελθε και ιδε.
35 Gesù scoppiò in pianto.35 Εδακρυσεν ο Ιησους.
36 Dissero allora i Giudei: «Guarda come lo amava!».36 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι? Ιδε ποσον ηγαπα αυτον.
37 Ma alcuni di loro dissero: «Lui, che ha aperto gli occhi al cieco, non poteva anche far sì che costui non morisse?».
37 Τινες δε εξ αυτων ειπον? Δεν ηδυνατο ουτος, οστις ηνοιξε τους οφθαλμους του τυφλου, να καμη ωστε και ουτος να μη αποθανη;
38 Allora Gesù, ancora una volta commosso profondamente, si recò al sepolcro: era una grotta e contro di essa era posta una pietra.38 Ο Ιησους λοιπον, παλιν στεναζων εν εαυτω, ερχεται εις το μνημειον? ητο δε σπηλαιον, και εκειτο λιθος επ' αυτου.
39 Disse Gesù: «Togliete la pietra!». Gli rispose Marta, la sorella del morto: «Signore, manda già cattivo odore: è lì da quattro giorni».39 Λεγει ο Ιησους? Σηκωσατε τον λιθον. Λεγει προς αυτον η αδελφη του αποθανοντος η Μαρθα? Κυριε, οζει ηδη? διοτι ειναι τεσσαρων ημερων.
40 Le disse Gesù: «Non ti ho detto che, se crederai, vedrai la gloria di Dio?».40 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Δεν σοι ειπον οτι εαν πιστευσης, θελεις ιδει την δοξαν του Θεου;
41 Tolsero dunque la pietra. Gesù allora alzò gli occhi e disse: «Padre, ti rendo grazie perché mi hai ascoltato.41 Εσηκωσαν λοιπον τον λιθον, οπου εκειτο ο αποθανων. Ο δε Ιησους, υψωσας τους οφθαλμους ανω, ειπε? Πατερ, ευχαριστω σοι οτι μου ηκουσας.
42 Io sapevo che mi dai sempre ascolto, ma l’ho detto per la gente che mi sta attorno, perché credano che tu mi hai mandato».42 Και εγω εγνωριζον οτι παντοτε μου ακουεις? αλλα δια τον οχλον τον περιεστωτα ειπον τουτο, δια να πιστευσωσιν οτι συ με απεστειλας.
43 Detto questo, gridò a gran voce: «Lazzaro, vieni fuori!».43 Και ταυτα ειπων, μετα φωνης μεγαλης εκραυγασε? Λαζαρε, ελθε εξω.
44 Il morto uscì, i piedi e le mani legati con bende, e il viso avvolto da un sudario. Gesù disse loro: «Liberàtelo e lasciàtelo andare».
44 Και εξηλθεν ο τεθνηκως, δεδεμενος τους ποδας και τας χειρας με τα σαβανα, και το προσωπον αυτου ητο περιδεδεμενον με σουδαριον. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Λυσατε αυτον και αφησατε να υπαγη.
45 Molti dei Giudei che erano venuti da Maria, alla vista di ciò che egli aveva compiuto, credettero in lui.45 Πολλοι λοιπον εκ των Ιουδαιων, οιτινες ειχον ελθει εις την Μαριαν και ειδον οσα εκαμεν ο Ιησους, επιστευσαν εις αυτον.
46 Ma alcuni di loro andarono dai farisei e riferirono loro quello che Gesù aveva fatto.
46 Τινες δε εξ αυτων απηλθον προς τους Φαρισαιους και ειπον προς αυτους οσα εκαμεν ο Ιησους.
47 Allora i capi dei sacerdoti e i farisei riunirono il sinedrio e dissero: «Che cosa facciamo? Quest’uomo compie molti segni.47 Συνεκροτησαν λοιπον συνεδριον οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι και ελεγον? Τι καμνομεν, διοτι ουτος ο ανθρωπος πολλα θαυματα καμνει.
48 Se lo lasciamo continuare così, tutti crederanno in lui, verranno i Romani e distruggeranno il nostro tempio e la nostra nazione».48 Εαν αφησωμεν αυτον ουτω, παντες θελουσι πιστευσει εις αυτον, και θελουσιν ελθει οι Ρωμαιοι και αφανισει και τον τοπον ημων και το εθνος.
49 Ma uno di loro, Caifa, che era sommo sacerdote quell’anno, disse loro: «Voi non capite nulla!49 Εις δε τις εξ αυτων, ο Καιαφας, οστις ητο αρχιερευς του ενιαυτου εκεινου, ειπε προς αυτους? Σεις δεν εξευρετε τιποτε,
50 Non vi rendete conto che è conveniente per voi che un solo uomo muoia per il popolo, e non vada in rovina la nazione intera!».50 ουδε συλλογιζεσθε οτι μας συμφερει να αποθανη εις ανθρωπος υπερ του λαου και να μη απολεσθη ολον το εθνος.
51 Questo però non lo disse da se stesso, ma, essendo sommo sacerdote quell’anno, profetizzò che Gesù doveva morire per la nazione;51 Τουτο δε αφ' εαυτου δεν ειπεν, αλλ' αρχιερευς ων του ενιαυτου εκεινου προεφητευσεν οτι εμελλεν ο Ιησους να αποθανη υπερ του εθνους,
52 e non soltanto per la nazione, ma anche per riunire insieme i figli di Dio che erano dispersi.52 και ουχι μονον υπερ του εθνους, αλλα και δια να συναξη εις εν τα τεκνα του Θεου τα διεσκορπισμενα.
53 Da quel giorno dunque decisero di ucciderlo.
53 Απ' εκεινης λοιπον της ημερας συνεβουλευθησαν, δια να θανατωσωσιν αυτον.
54 Gesù dunque non andava più in pubblico tra i Giudei, ma da lì si ritirò nella regione vicina al deserto, in una città chiamata Èfraim, dove rimase con i discepoli.
54 Οθεν ο Ιησους δεν περιεπατει πλεον παρρησια μεταξυ των Ιουδαιων, αλλ' ανεχωρησεν εκειθεν εις τον τοπον πλησιον της ερημου, εις πολιν λεγομενην Εφραιμ, και εκει διετριβε μετα των μαθητων αυτου.
55 Era vicina la Pasqua dei Giudei e molti dalla regione salirono a Gerusalemme prima della Pasqua per purificarsi.55 Επλησιαζε δε το πασχα των Ιουδαιων, και πολλοι ανεβησαν εκ του τοπου εκεινου εις Ιεροσολυμα προ του πασχα, δια να καθαρισωσιν εαυτους.
56 Essi cercavano Gesù e, stando nel tempio, dicevano tra loro: «Che ve ne pare? Non verrà alla festa?».56 Εζητουν λοιπον τον Ιησουν και ελεγον προς αλληλους ισταμενοι εν τω ιερω? Τι σας φαινεται οτι δεν θελει ελθει εις την εορτην;
57 Intanto i capi dei sacerdoti e i farisei avevano dato ordine che chiunque sapesse dove si trovava lo denunciasse, perché potessero arrestarlo.57 Ειχον δε δωσει προσταγην και οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι, εαν τις μαθη που ειναι, να μηνυση, δια να πιασωσιν αυτον.