Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 14


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Un sabato si recò a casa di uno dei capi dei farisei per pranzare ed essi stavano a osservarlo.1 Και οτε ηλθεν αυτος εις τον οικον τινος των αρχοντων των Φαρισαιων το σαββατον δια να φαγη αρτον, εκεινοι παρετηρουν αυτον.
2 Ed ecco, davanti a lui vi era un uomo malato di idropisìa.2 Και ιδου, ανθρωπος τις υδρωπικος ητο εμπροσθεν αυτου.
3 Rivolgendosi ai dottori della Legge e ai farisei, Gesù disse: «È lecito o no guarire di sabato?».3 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς τους νομικους και Φαρισαιους, λεγων? Ειναι ταχα συγκεχωρημενον να θεραπευη τις εν τω σαββατω;
4 Ma essi tacquero. Egli lo prese per mano, lo guarì e lo congedò.4 Οι δε εσιωπησαν. Και πιασας ιατρευσεν αυτον και απελυσε.
5 Poi disse loro: «Chi di voi, se un figlio o un bue gli cade nel pozzo, non lo tirerà fuori subito in giorno di sabato?».5 Και αποκριθεις προς αυτους ειπε? Τινος υμων ο ονος η ο βους θελει πεσει εις φρεαρ, και δεν θελει ευθυς ανασυρει αυτον εν τη ημερα του σαββατου;
6 E non potevano rispondere nulla a queste parole.
6 Και δεν ηδυνηθησαν να αποκριθωσιν εις αυτον προς ταυτα.
7 Diceva agli invitati una parabola, notando come sceglievano i primi posti:7 Ειπε δε παραβολην προς τους κεκλημενους, επειδη παρετηρει πως εξελεγον τας πρωτοκαθεδριας, λεγων προς αυτους.
8 «Quando sei invitato a nozze da qualcuno, non metterti al primo posto, perché non ci sia un altro invitato più degno di te,8 Οταν προσκληθης υπο τινος εις γαμους, μη καθησης εις τον πρωτον τοπον, μηποτε ειναι προσκεκλημενος υπ' αυτου εντιμοτερος σου,
9 e colui che ha invitato te e lui venga a dirti: “Cedigli il posto!”. Allora dovrai con vergogna occupare l’ultimo posto.9 και ελθων εκεινος, οστις εκαλεσε σε και αυτον, σοι ειπη? Δος τοπον εις τουτον? και τοτε αρχισης με αισχυνην να λαμβανης τον εσχατον τοπον.
10 Invece, quando sei invitato, va’ a metterti all’ultimo posto, perché quando viene colui che ti ha invitato ti dica: “Amico, vieni più avanti!”. Allora ne avrai onore davanti a tutti i commensali.10 Αλλ' οταν προσκληθης, υπαγε και καθησον εις τον εσχατον τοπον, δια να σοι ειπη οταν ελθη εκεινος, οστις σε εκαλεσε? Φιλε, αναβα ανωτερω? τοτε θελεις εχει δοξαν ενωπιον των συγκαθημενων μετα σου.
11 Perché chiunque si esalta sarà umiliato, e chi si umilia sarà esaltato».
11 Διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη και ο ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
12 Disse poi a colui che l’aveva invitato: «Quando offri un pranzo o una cena, non invitare i tuoi amici né i tuoi fratelli né i tuoi parenti né i ricchi vicini, perché a loro volta non ti invitino anch’essi e tu abbia il contraccambio.12 Ελεγε δε και προς εκεινον, οστις προσεκαλεσεν αυτον. Οταν καμνης γευμα η δειπνον, μη προσκαλει τους φιλους σου μηδε τους αδελφους σου μηδε τους συγγενεις σου μηδε γειτονας πλουσιους, μηποτε και αυτοι σε αντικαλεσωσι, και γεινη εις σε ανταποδοσις.
13 Al contrario, quando offri un banchetto, invita poveri, storpi, zoppi, ciechi;13 Αλλ' οταν καμνης υποδοχην, προσκαλει πτωχους, βεβλαμμενους, χωλους, τυφλους,
14 e sarai beato perché non hanno da ricambiarti. Riceverai infatti la tua ricompensa alla risurrezione dei giusti».
14 και θελεις εισθαι μακαριος, διοτι δεν εχουσι να σοι ανταποδωσωσιν? επειδη η ανταποδοσις θελει γεινει εις σε εν τη αναστασει των δικαιων.
15 Uno dei commensali, avendo udito questo, gli disse: «Beato chi prenderà cibo nel regno di Dio!».15 Ακουσας δε ταυτα εις των συγκαθημενων, ειπε προς αυτον? Μακαριος οστις φαγη αρτον εν τη βασιλεια του Θεου.
16 Gli rispose: «Un uomo diede una grande cena e fece molti inviti.16 Ο δε ειπε προς αυτον? Ανθρωπος τις εκαμε δειπνον μεγα και εκαλεσε πολλους?
17 All’ora della cena, mandò il suo servo a dire agli invitati: “Venite, è pronto”.17 και απεστειλε τον δουλον αυτου τη ωρα του δειπνου δια να ειπη προς τους κεκλημενους? Ερχεσθε, επειδη παντα ειναι ηδη ετοιμα.
18 Ma tutti, uno dopo l’altro, cominciarono a scusarsi. Il primo gli disse: “Ho comprato un campo e devo andare a vederlo; ti prego di scusarmi”.18 Και ηρχισαν παντες με μιαν γνωμην να παραιτωνται. Ο πρωτος ειπε προς αυτον? Αγρον ηγορασα, και εχω αναγκην να εξελθω και να ιδω αυτον? παρακαλω σε, εχε με παρητημενον.
19 Un altro disse: “Ho comprato cinque paia di buoi e vado a provarli; ti prego di scusarmi”.19 Και αλλος ειπεν? Ηγορασα πεντε ζευγη βοων, και υπαγω να δοκιμασω αυτα? παρακαλω σε, εχε με παρητημενον.
20 Un altro disse: “Mi sono appena sposato e perciò non posso venire”.20 και αλλος ειπε? Γυναικα ενυμφευθην, και δια τουτο δεν δυναμαι να ελθω.
21 Al suo ritorno il servo riferì tutto questo al suo padrone. Allora il padrone di casa, adirato, disse al servo: “Esci subito per le piazze e per le vie della città e conduci qui i poveri, gli storpi, i ciechi e gli zoppi”.21 Και ελθων ο δουλος εκεινος, απηγγειλε προς τον κυριον αυτου ταυτα. Τοτε οργισθεις ο οικοδεσποτης, ειπε προς τον δουλον αυτου? Εξελθε ταχεως εις τας πλατειας και τας οδους της πολεως, και εισαγαγε εδω τους πτωχους και βεβλαμμενους και χωλους και τυφλους.
22 Il servo disse: “Signore, è stato fatto come hai ordinato, ma c’è ancora posto”.22 Και ειπεν ο δουλος? Κυριε, εγεινεν ως προσεταξας, και ειναι ετι τοπος.
23 Il padrone allora disse al servo: “Esci per le strade e lungo le siepi e costringili ad entrare, perché la mia casa si riempia.23 Και ειπεν ο κυριος προς τον δουλον? Εξελθε εις τας οδους και φραγμους και αναγκασον να εισελθωσι, δια να γεμισθη ο οικος μου.
24 Perché io vi dico: nessuno di quelli che erano stati invitati gusterà la mia cena”».
24 Διοτι σας λεγω οτι ουδεις των ανδρων εκεινων των κεκλημενων θελει γευθη του δειπνου μου.
25 Una folla numerosa andava con lui. Egli si voltò e disse loro:25 Ηρχοντο δε μετ' αυτου οχλοι πολλοι. Και στραφεις ειπε προς αυτους?
26 «Se uno viene a me e non mi ama più di quanto ami suo padre, la madre, la moglie, i figli, i fratelli, le sorelle e perfino la propria vita, non può essere mio discepolo.26 Εαν τις ερχηται προς εμε και δεν μιση τον πατερα αυτου και την μητερα και την γυναικα και τα τεκνα και τους αδελφους και τας αδελφας, ετι δε και την εαυτου ζωην, δεν δυναται να ηναι μαθητης μου.
27 Colui che non porta la propria croce e non viene dietro a me, non può essere mio discepolo.
27 Και οστις δεν βασταζει τον σταυρον αυτου και ερχεται οπισω μου, δεν δυναται να ηναι μαθητης μου.
28 Chi di voi, volendo costruire una torre, non siede prima a calcolare la spesa e a vedere se ha i mezzi per portarla a termine?28 Διοτι τις εξ υμων, θελων να οικοδομηση πυργον, δεν καθηται πρωτον και λογαριαζει την δαπανην, αν εχη τα αναγκαια δια να τελειωση αυτον;
29 Per evitare che, se getta le fondamenta e non è in grado di finire il lavoro, tutti coloro che vedono comincino a deriderlo,29 μηποτε αφου βαλη θεμελιον και δεν δυναται να τελειωση αυτον, αρχισωσι παντες οι βλεποντες να εμπαιζωσιν αυτον,
30 dicendo: “Costui ha iniziato a costruire, ma non è stato capace di finire il lavoro”.30 λεγοντες? Οτι ουτος ο ανθρωπος ηρχισε να οικοδομη και δεν ηδυνηθη να τελειωση.
31 Oppure quale re, partendo in guerra contro un altro re, non siede prima a esaminare se può affrontare con diecimila uomini chi gli viene incontro con ventimila?31 Η τις βασιλευς υπαγων να πολεμηση αλλον βασιλεα δεν καθηται προτερον και σκεπτεται εαν ηναι δυνατος με δεκα χιλιαδας να απαντηση τον ερχομενον κατ' αυτου με εικοσι χιλιαδας;
32 Se no, mentre l’altro è ancora lontano, gli manda dei messaggeri per chiedere pace.32 Ει δε μη, ενω αυτος ειναι ετι μακραν, αποστελλει πρεσβεις και ζητει ειρηνην.
33 Così chiunque di voi non rinuncia a tutti i suoi averi, non può essere mio discepolo.
33 Ουτω λοιπον πας οστις εξ υμων δεν απαρνειται παντα τα εαυτου υπαρχοντα, δεν δυναται να ηναι μαθητης μου.
34 Buona cosa è il sale, ma se anche il sale perde il sapore, con che cosa verrà salato?34 Καλον το αλας? αλλ' εαν το αλας διαφθαρη, με τι θελει αρτυθη;
35 Non serve né per la terra né per il concime e così lo buttano via. Chi ha orecchi per ascoltare, ascolti».35 δεν ειναι πλεον χρησιμον ουτε δια την γην ουτε δια την κοπριαν? εξω ριπτουσιν αυτο. Ο εχων ωτα δια να ακουη ας ακουη.