Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 17


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Sei giorni dopo, Gesù prese con sé Pietro, Giacomo e Giovanni suo fratello e li condusse in disparte, su un alto monte.1 Και μεθ' ημερας εξ παραλαμβανει Ιησους τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην τον αδελφον αυτου και αναβιβαζει αυτους εις ορος υψηλον κατ' ιδιαν?
2 E fu trasfigurato davanti a loro: il suo volto brillò come il sole e le sue vesti divennero candide come la luce.2 και μετεμορφωθη εμπροσθεν αυτων, και ελαμψε το προσωπον αυτου ως ο ηλιος, τα δε ιματια αυτου εγειναν λευκα ως το φως.
3 Ed ecco, apparvero loro Mosè ed Elia, che conversavano con lui.3 Και ιδου, εφανησαν εις αυτους Μωυσης και Ηλιας συλλαλουντες μετ' αυτου.
4 Prendendo la parola, Pietro disse a Gesù: «Signore, è bello per noi essere qui! Se vuoi, farò qui tre capanne, una per te, una per Mosè e una per Elia».4 Αποκριθεις δε ο Πετρος ειπε προς τον Ιησουν? Κυριε, καλον ειναι να ημεθα εδω? εαν θελης, ας καμωμεν εδω τρεις σκηνας, δια σε μιαν και δια τον Μωυσην μιαν και μιαν δια τον Ηλιαν.
5 Egli stava ancora parlando, quando una nube luminosa li coprì con la sua ombra. Ed ecco una voce dalla nube che diceva: «Questi è il Figlio mio, l’amato: in lui ho posto il mio compiacimento. Ascoltatelo».5 Ενω αυτος ελαλει ετι, ιδου, νεφελη φωτεινη επεσκιασεν αυτους, και ιδου, φωνη εκ της νεφελης λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην? αυτου ακουετε.
6 All’udire ciò, i discepoli caddero con la faccia a terra e furono presi da grande timore.6 Και ακουσαντες οι μαθηται επεσον κατα προσωπον αυτων και εφοβηθησαν σφοδρα.
7 Ma Gesù si avvicinò, li toccò e disse: «Alzatevi e non temete».7 Και προσελθων ο Ιησους επιασεν αυτους και ειπεν? Εγερθητε και μη φοβεισθε.
8 Alzando gli occhi non videro nessuno, se non Gesù solo.
8 Υψωσαντες δε τους οφθαλμους αυτων, δεν ειδον ουδενα ειμη τον Ιησουν μονον.
9 Mentre scendevano dal monte, Gesù ordinò loro: «Non parlate a nessuno di questa visione, prima che il Figlio dell’uomo non sia risorto dai morti».
9 Και ενω κατεβαινον απο του ορους, παρηγγειλεν εις αυτους ο Ιησους, λεγων? Μη ειπητε προς μηδενα το οραμα, εωσου ο Υιος του ανθρωπου αναστηθη εκ νεκρων.
10 Allora i discepoli gli domandarono: «Perché dunque gli scribi dicono che prima deve venire Elia?».10 Και ηρωτησαν αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Δια τι λοιπον λεγουσιν οι γραμματεις οτι πρεπει να ελθη ο Ηλιας πρωτον;
11 Ed egli rispose: «Sì, verrà Elia e ristabilirà ogni cosa.11 Ο δε Ιησους αποκριθεις ειπε προς αυτους? Ο Ηλιας μεν ερχεται πρωτον και θελει αποκαταστησει παντα?
12 Ma io vi dico: Elia è già venuto e non l’hanno riconosciuto; anzi, hanno fatto di lui quello che hanno voluto. Così anche il Figlio dell’uomo dovrà soffrire per opera loro».12 σας λεγω ομως οτι ηλθεν ηδη ο Ηλιας, και δεν εγνωρισαν αυτον, αλλ' επραξαν εις αυτον οσα ηθελησαν? ουτω και ο Υιος του ανθρωπου μελλει να παθη υπ' αυτων.
13 Allora i discepoli compresero che egli parlava loro di Giovanni il Battista.
13 Τοτε ενοησαν οι μαθηται, οτι περι Ιωαννου του Βαπτιστου ειπε προς αυτους.
14 Appena ritornati presso la folla, si avvicinò a Gesù un uomo che gli si gettò in ginocchio14 Και οτε ηλθον προς τον οχλον, επλησιασεν εις αυτον ανθρωπος τις γονυπετων εις αυτον και λεγων?
15 e disse: «Signore, abbi pietà di mio figlio! È epilettico e soffre molto; cade spesso nel fuoco e sovente nell’acqua.15 Κυριε, ελεησον μου τον υιον, διοτι σεληνιαζεται και κακως πασχει? διοτι πολλακις πιπτει εις το πυρ και πολλακις εις το υδωρ.
16 L’ho portato dai tuoi discepoli, ma non sono riusciti a guarirlo».16 Και εφερα αυτον προς τους μαθητας σου, αλλα δεν ηδυνηθησαν να θεραπευσωσιν αυτον.
17 E Gesù rispose: «O generazione incredula e perversa! Fino a quando sarò con voi? Fino a quando dovrò sopportarvi? Portatelo qui da me».17 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν? Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων; εως ποτε θελω υποφερει υμας; φερετε μοι αυτον εδω.
18 Gesù lo minacciò e il demonio uscì da lui, e da quel momento il ragazzo fu guarito.
18 Και επετιμησεν αυτον ο Ιησους, και εξηλθεν απ' αυτου το δαιμονιον και εθεραπευθη το παιδιον απο της ωρας εκεινης.
19 Allora i discepoli si avvicinarono a Gesù, in disparte, e gli chiesero: «Perché noi non siamo riusciti a scacciarlo?».19 Τοτε προσελθοντες οι μαθηται προς τον Ιησουν κατ' ιδιαν, ειπον? Δια τι ημεις δεν ηδυνηθημεν να εκβαλωμεν αυτο;
20 Ed egli rispose loro: «Per la vostra poca fede. In verità io vi dico: se avrete fede pari a un granello di senape, direte a questo monte: “Spòstati da qui a là”, ed esso si sposterà, e nulla vi sarà impossibile».20 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δια την απιστιαν σας. Διοτι αληθως σας λεγω, Εαν εχητε πιστιν ως κοκκον σιναπεως, θελετε ειπει προς το ορος τουτο, Μεταβηθι εντευθεν εκει, και θελει μεταβη? και δεν θελει εισθαι ουδεν αδυνατον εις εσας.
21
21 Τουτο δε το γενος δεν εξερχεται, ειμη δια προσευχης και νηστειας.
22 Mentre si trovavano insieme in Galilea, Gesù disse loro: «Il Figlio dell’uomo sta per essere consegnato nelle mani degli uomini22 Και ενω διετριβον εν τη Γαλιλαια, ειπε προς αυτους ο Ιησους? Μελλει ο Υιος του ανθρωπου να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων?
23 e lo uccideranno, ma il terzo giorno risorgerà». Ed essi furono molto rattristati.
23 και θελουσι θανατωσει αυτον, και την τριτην ημεραν θελει αναστηθη. Και ελυπηθησαν σφοδρα.
24 Quando furono giunti a Cafàrnao, quelli che riscuotevano la tassa per il tempio si avvicinarono a Pietro e gli dissero: «Il vostro maestro non paga la tassa?».24 Οτε δε ηλθον εις την Καπερναουμ, προσηλθον προς τον Πετρον οι λαμβανοντες τα διδραχμα και ειπον? Ο διδασκαλος σας δεν πληρονει τα διδραχμα;
25 Rispose: «Sì». Mentre entrava in casa, Gesù lo prevenne dicendo: «Che cosa ti pare, Simone? I re della terra da chi riscuotono le tasse e i tributi? Dai propri figli o dagli estranei?».25 Λεγει, Ναι. Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, προελαβεν αυτον ο Ιησους λεγων? Τι σοι φαινεται, Σιμων; οι βασιλεις της γης απο τινων λαμβανουσι φορους η δασμον; απο των υιων αυτων η απο των ξενων;
26 Rispose: «Dagli estranei». E Gesù replicò: «Quindi i figli sono liberi.26 Λεγει προς αυτον ο Πετρος? Απο των ξενων. Ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αρα ελευθεροι ειναι οι υιοι.
27 Ma, per evitare di scandalizzarli, va’ al mare, getta l’amo e prendi il primo pesce che viene su, aprigli la bocca e vi troverai una moneta d’argento. Prendila e consegnala loro per me e per te».27 Πλην δια να μη σκανδαλισωμεν αυτους, υπαγε εις την θαλασσαν και ριψον αγκιστρον και το πρωτον οψαριον, το οποιον αναβη, λαβε, και ανοιξας το στομα αυτου θελεις ευρει στατηρα? εκεινον λαβων δος εις αυτους δι' εμε και σε.