Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Primo libro dei Maccabei 4


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Gorgia prese allora cinquemila fanti e mille cavalieri scelti, e il campo si levò di notte1 και παρελαβεν γοργιας πεντακισχιλιους ανδρας και χιλιαν ιππον εκλεκτην και απηρεν η παρεμβολη νυκτος
2 per sorprendere il campo dei Giudei e sconfiggerli all’improvviso; gli uomini della Cittadella gli facevano da guida.2 ωστε επιβαλειν επι την παρεμβολην των ιουδαιων και παταξαι αυτους αφνω και υιοι της ακρας ησαν αυτω οδηγοι
3 Ma Giuda lo venne a sapere e mosse anche lui con i suoi valorosi per sconfiggere le forze del re che sostavano a Èmmaus,3 και ηκουσεν ιουδας και απηρεν αυτος και οι δυνατοι παταξαι την δυναμιν του βασιλεως την εν αμμαους
4 mentre i soldati erano ancora dispersi fuori del campo.4 εως ετι εσκορπισμεναι ησαν αι δυναμεις απο της παρεμβολης
5 Gorgia giunse al campo di Giuda di notte e non vi trovò nessuno; li andava cercando sui monti dicendo: «Costoro fuggono davanti a noi».5 και ηλθεν γοργιας εις την παρεμβολην ιουδου νυκτος και ουδενα ευρεν και εζητει αυτους εν τοις ορεσιν οτι ειπεν φευγουσιν ουτοι αφ' ημων
6 Fattosi giorno, Giuda apparve nella pianura con tremila uomini; non avevano però né corazze né spade, come avrebbero voluto.6 και αμα ημερα ωφθη ιουδας εν τω πεδιω εν τρισχιλιοις ανδρασιν πλην καλυμματα και μαχαιρας ουκ ειχον ως ηβουλοντο
7 Videro l’accampamento dei pagani difeso e fortificato, con la cavalleria disposta intorno, tutti esperti nella guerra.7 και ειδον παρεμβολην εθνων ισχυραν και τεθωρακισμενην και ιππον κυκλουσαν αυτην και ουτοι διδακτοι πολεμου
8 Ma Giuda disse ai suoi uomini: «Non temete il loro numero, né abbiate paura dei loro assalti;8 και ειπεν ιουδας τοις ανδρασιν τοις μετ' αυτου μη φοβεισθε το πληθος αυτων και το ορμημα αυτων μη δειλωθητε
9 ricordate come i nostri padri furono salvati nel Mar Rosso, quando il faraone li inseguiva con l’esercito.9 μνησθητε ως εσωθησαν οι πατερες ημων εν θαλασση ερυθρα οτε εδιωκεν αυτους φαραω εν δυναμει
10 Alziamo la nostra voce al Cielo, perché ci usi benevolenza e si ricordi dell’alleanza con i nostri padri e voglia abbattere questo schieramento davanti a noi oggi.10 και νυν βοησωμεν εις ουρανον ει θελησει ημας και μνησθησεται διαθηκης πατερων και συντριψει την παρεμβολην ταυτην κατα προσωπον ημων σημερον
11 Allora tutte le nazioni sapranno che c’è chi riscatta e salva Israele».11 και γνωσονται παντα τα εθνη οτι εστιν ο λυτρουμενος και σωζων τον ισραηλ
12 Gli stranieri alzarono gli occhi e li videro venire loro incontro;12 και ηραν οι αλλοφυλοι τους οφθαλμους αυτων και ειδον αυτους ερχομενους εξ εναντιας
13 perciò uscirono dagli accampamenti per dare battaglia. Gli uomini di Giuda diedero fiato alle trombe13 και εξηλθον εκ της παρεμβολης εις πολεμον και εσαλπισαν οι παρα ιουδου
14 e attaccarono. I pagani furono sconfitti e fuggirono verso la pianura,14 και συνηψαν και συνετριβησαν τα εθνη και εφυγον εις το πεδιον
15 ma quelli che erano più indietro caddero tutti uccisi di spada. Li inseguirono fino a Ghezer e fino alle pianure dell’Idumea, di Azoto e di Iàmnia; ne caddero circa tremila.
15 οι δε εσχατοι παντες επεσον εν ρομφαια και εδιωξαν αυτους εως γαζηρων και εως των πεδιων της ιδουμαιας και αζωτου και ιαμνειας και επεσαν εξ αυτων εις ανδρας τρισχιλιους
16 Quando Giuda e i suoi armati tornarono dal loro inseguimento,16 και απεστρεψεν ιουδας και η δυναμις απο του διωκειν οπισθεν αυτων
17 egli disse alla sua gente: «Non siate avidi delle spoglie, perché ci attende ancora la battaglia.17 και ειπεν προς τον λαον μη επιθυμησητε των σκυλων οτι πολεμος εξ εναντιας ημων
18 Gorgia e il suo esercito sono sul monte vicino a noi. Ora voi state pronti a opporvi ai nemici e combattete contro di loro; poi farete tranquillamente bottino».18 και γοργιας και η δυναμις εν τω ορει εγγυς ημων αλλα στητε νυν εναντιον των εχθρων ημων και πολεμησατε αυτους και μετα ταυτα λαβετε τα σκυλα μετα παρρησιας
19 Mentre Giuda ancora parlava, apparve un reparto che spiando dal monte19 ετι πληρουντος ιουδου ταυτα μερος τι ωφθη εκκυπτον εκ του ορους
20 vide che i loro erano stati messi in fuga e gli altri incendiavano il campo: il fumo che si scorgeva segnalava l’accaduto.20 και ειδεν οτι τετροπωνται και εμπυριζουσιν την παρεμβολην ο γαρ καπνος ο θεωρουμενος ενεφανιζεν το γεγονος
21 A quello spettacolo si sgomentarono grandemente; vedendo inoltre giù nella pianura lo schieramento di Giuda pronto all’attacco,21 οι δε ταυτα συνιδοντες εδειλωθησαν σφοδρα συνιδοντες δε και την ιουδου παρεμβολην εν τω πεδιω ετοιμην εις παραταξιν
22 fuggirono tutti nel territorio dei Filistei.22 εφυγον παντες εις γην αλλοφυλων
23 Allora Giuda ritornò a depredare il campo e raccolsero oro e argento in quantità e stoffe tinte di porpora viola e porpora marina e grandi ricchezze.23 και ιουδας ανεστρεψεν επι την σκυλειαν της παρεμβολης και ελαβον χρυσιον πολυ και αργυριον και υακινθον και πορφυραν θαλασσιαν και πλουτον μεγαν
24 Di ritorno cantavano e benedicevano il Cielo perché è buono, perché il suo amore è per sempre.24 και επιστραφεντες υμνουν και ευλογουν εις ουρανον οτι καλον οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου
25 Fu quello un giorno di grande liberazione per Israele.
25 και εγενηθη σωτηρια μεγαλη τω ισραηλ εν τη ημερα εκεινη
26 Quanti degli stranieri erano scampati, presentandosi a Lisia, gli narrarono tutto quello che era accaduto.26 οσοι δε των αλλοφυλων διεσωθησαν παραγενηθεντες απηγγειλαν τω λυσια παντα τα συμβεβηκοτα
27 Sentendo ciò, egli fu preso da turbamento e scoraggiamento, perché le cose in Israele non erano andate come egli voleva e l’esito non era stato conforme a quanto il re aveva comandato.
27 ο δε ακουσας συνεχυθη και ηθυμει οτι ουχ οια ηθελεν τοιαυτα εγεγονει τω ισραηλ και ουχ οια αυτω ενετειλατο ο βασιλευς εξεβη
28 Perciò l’anno dopo mise insieme sessantamila uomini scelti e cinquemila cavalieri per combattere contro di loro.28 και εν τω ερχομενω ενιαυτω συνελοχησεν ανδρων επιλεκτων εξηκοντα χιλιαδας και πεντακισχιλιαν ιππον ωστε εκπολεμησαι αυτους
29 Vennero nell’Idumea e si accamparono a Bet-Sur. Giuda mosse contro di loro con diecimila uomini.29 και ηλθον εις την ιδουμαιαν και παρενεβαλον εν βαιθσουροις και συνηντησεν αυτοις ιουδας εν δεκα χιλιασιν ανδρων
30 Quando vide l’imponente accampamento, innalzò questa preghiera: «Benedetto sei tu, o salvatore d’Israele, che hai fiaccato l’impeto del potente per mezzo del tuo servo Davide e hai fatto cadere l’esercito dei Filistei nelle mani di Giònata, figlio di Saul, e del suo scudiero;30 και ειδεν την παρεμβολην ισχυραν και προσηυξατο και ειπεν ευλογητος ει ο σωτηρ ισραηλ ο συντριψας το ορμημα του δυνατου εν χειρι του δουλου σου δαυιδ και παρεδωκας την παρεμβολην των αλλοφυλων εις χειρας ιωναθου υιου σαουλ και του αιροντος τα σκευη αυτου
31 nello stesso modo fa’ cadere questo esercito nelle mani d’Israele, tuo popolo, e così siano svergognati nel loro esercito e nella loro cavalleria.31 ουτως συγκλεισον την παρεμβολην ταυτην εν χειρι λαου σου ισραηλ και αισχυνθητωσαν επι τη δυναμει και τη ιππω αυτων
32 Infondi in loro timore e spezza l’audacia della loro forza, siano travolti nella loro rovina.32 δος αυτοις δειλιαν και τηξον θρασος ισχυος αυτων και σαλευθητωσαν τη συντριβη αυτων
33 Abbattili con la spada dei tuoi devoti; ti lodino con canti tutti coloro che riconoscono il tuo nome».33 καταβαλε αυτους ρομφαια αγαπωντων σε και αινεσατωσαν σε παντες οι ειδοτες το ονομα σου εν υμνοις
34 Poi sferrarono l’attacco da una parte e dall’altra, e caddero davanti ai Giudei circa cinquemila uomini del campo di Lisia.34 και συνεβαλλον αλληλοις και επεσον εκ της παρεμβολης λυσιου εις πεντακισχιλιους ανδρας και επεσον εξ εναντιας αυτων
35 Vedendo Lisia lo scompiglio delle sue file, mentre nelle schiere di Giuda cresceva il coraggio ed erano pronti a vivere o a morire gloriosamente, se ne tornò in Antiòchia dove assoldò mercenari in maggior numero per venire di nuovo in Giudea.
35 ιδων δε λυσιας την γενομενην τροπην της αυτου συνταξεως της δε ιουδου το γεγενημενον θαρσος και ως ετοιμοι εισιν η ζην η τεθνηκεναι γενναιως απηρεν εις αντιοχειαν και εξενολογει πλεοναστον παλιν παραγινεσθαι εις την ιουδαιαν
36 Giuda intanto e i suoi fratelli dissero: «Ecco, sono stati sconfitti i nostri nemici: andiamo a purificare il santuario e a riconsacrarlo».36 ειπεν δε ιουδας και οι αδελφοι αυτου ιδου συνετριβησαν οι εχθροι ημων αναβωμεν καθαρισαι τα αγια και εγκαινισαι
37 Così si radunò tutto l’esercito e salirono al monte Sion.37 και συνηχθη η παρεμβολη πασα και ανεβησαν εις ορος σιων
38 Trovarono il santuario desolato, l’altare profanato, le porte arse e cresciute le erbe nei cortili, come in un luogo selvatico o montuoso, e le celle sacre in rovina.38 και ειδον το αγιασμα ηρημωμενον και το θυσιαστηριον βεβηλωμενον και τας θυρας κατακεκαυμενας και εν ταις αυλαις φυτα πεφυκοτα ως εν δρυμω η ως εν ενι των ορεων και τα παστοφορια καθηρημενα
39 Allora si stracciarono le vesti, fecero grande lamento, si cosparsero di cenere,39 και διερρηξαν τα ιματια αυτων και εκοψαντο κοπετον μεγαν και επεθεντο σποδον
40 si prostrarono con la faccia a terra, fecero dare i segnali con le trombe e alzarono grida al Cielo.40 και επεσαν επι προσωπον επι την γην και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν των σημασιων και εβοησαν εις ουρανον
41 Giuda ordinò ai suoi uomini di tenere impegnati quelli della Cittadella, finché non avesse purificato il santuario.41 τοτε επεταξεν ιουδας ανδρασιν πολεμειν τους εν τη ακρα εως καθαριση τα αγια
42 Poi scelse sacerdoti senza macchia, osservanti della legge,42 και επελεξατο ιερεις αμωμους θελητας νομου
43 che purificarono il santuario e portarono le pietre profanate in luogo immondo.43 και εκαθαρισαν τα αγια και ηραν τους λιθους του μιασμου εις τοπον ακαθαρτον
44 Tennero consiglio per decidere che cosa fare circa l’altare degli olocausti, che era stato profanato.44 και εβουλευσαντο περι του θυσιαστηριου της ολοκαυτωσεως του βεβηλωμενου τι αυτω ποιησωσιν
45 Vennero nella felice determinazione di demolirlo, perché non fosse loro di vergogna, essendo stato profanato dai pagani. Demolirono dunque l’altare45 και επεσεν αυτοις βουλη αγαθη καθελειν αυτο μηποτε γενηται αυτοις εις ονειδος οτι εμιαναν τα εθνη αυτο και καθειλον το θυσιαστηριον
46 e riposero le pietre sul monte del tempio in luogo conveniente, finché fosse comparso un profeta a decidere di esse.46 και απεθεντο τους λιθους εν τω ορει του οικου εν τοπω επιτηδειω μεχρι του παραγενηθηναι προφητην του αποκριθηναι περι αυτων
47 Poi presero pietre grezze, secondo la legge, ed edificarono un altare nuovo, come quello di prima.47 και ελαβον λιθους ολοκληρους κατα τον νομον και ωκοδομησαν θυσιαστηριον καινον κατα το προτερον
48 Restaurarono il santuario e consacrarono l’interno del tempio e i cortili;48 και ωκοδομησαν τα αγια και τα εντος του οικου και τας αυλας ηγιασαν
49 rifecero gli arredi sacri e collocarono il candelabro e l’altare degli incensi e la tavola nel tempio.49 και εποιησαν σκευη αγια καινα και εισηνεγκαν την λυχνιαν και το θυσιαστηριον των θυμιαματων και την τραπεζαν εις τον ναον
50 Poi bruciarono incenso sull’altare e accesero sul candelabro le lampade che splendettero nel tempio.50 και εθυμιασαν επι το θυσιαστηριον και εξηψαν τους λυχνους τους επι της λυχνιας και εφαινον εν τω ναω
51 Posero ancora i pani sulla tavola e stesero le cortine. Così portarono a termine tutte le opere intraprese.
51 και επεθηκαν επι την τραπεζαν αρτους και εξεπετασαν τα καταπετασματα και ετελεσαν παντα τα εργα α εποιησαν
52 Si radunarono il mattino del venticinque del nono mese, cioè il mese di Chisleu, nell’anno centoquarantotto,52 και ωρθρισαν το πρωι τη πεμπτη και εικαδι του μηνος του ενατου ουτος ο μην χασελευ του ογδοου και τεσσαρακοστου και εκατοστου ετους
53 e offrirono il sacrificio secondo la legge sul nuovo altare degli olocausti che avevano costruito.53 και ανηνεγκαν θυσιαν κατα τον νομον επι το θυσιαστηριον των ολοκαυτωματων το καινον ο εποιησαν
54 Nella stessa stagione e nello stesso giorno in cui l’avevano profanato i pagani, fu riconsacrato fra canti e suoni di cetre e arpe e cimbali.54 κατα τον καιρον και κατα την ημεραν εν η εβεβηλωσαν αυτο τα εθνη εν εκεινη ενεκαινισθη εν ωδαις και κιθαραις και κινυραις και κυμβαλοις
55 Tutto il popolo si prostrò con la faccia a terra, e adorarono e benedissero il Cielo che era stato loro propizio.55 και επεσεν πας ο λαος επι προσωπον και προσεκυνησαν και ευλογησαν εις ουρανον τον ευοδωσαντα αυτοις
56 Celebrarono la dedicazione dell’altare per otto giorni e offrirono olocausti con gioia e sacrificarono vittime di ringraziamento e di lode.56 και εποιησαν τον εγκαινισμον του θυσιαστηριου ημερας οκτω και προσηνεγκαν ολοκαυτωματα μετ' ευφροσυνης και εθυσαν θυσιαν σωτηριου και αινεσεως
57 Poi ornarono la facciata del tempio con corone d’oro e piccoli scudi. Rifecero i portoni e le celle sacre, munendole di porte.57 και κατεκοσμησαν το κατα προσωπον του ναου στεφανοις χρυσοις και ασπιδισκαις και ενεκαινισαν τας πυλας και τα παστοφορια και εθυρωσαν αυτα
58 Grandissima fu la gioia del popolo, perché era stata cancellata l’onta dei pagani.58 και εγενηθη ευφροσυνη μεγαλη εν τω λαω σφοδρα και απεστραφη ονειδισμος εθνων
59 Giuda, i suoi fratelli e tutta l’assemblea d’Israele, poi, stabilirono che si celebrassero i giorni della dedicazione dell’altare nella loro ricorrenza, ogni anno, per otto giorni, cominciando dal venticinque del mese di Chisleu, con gioia ed esultanza.59 και εστησεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου και πασα η εκκλησια ισραηλ ινα αγωνται αι ημεραι του εγκαινισμου του θυσιαστηριου εν τοις καιροις αυτων ενιαυτον κατ' ενιαυτον ημερας οκτω απο της πεμπτης και εικαδος του μηνος χασελευ μετ' ευφροσυνης και χαρας
60 In quel tempo edificarono pure, intorno al monte Sion, mura alte e torri solide, perché i pagani non tornassero a calpestarlo come avevano fatto prima.60 και ωκοδομησαν εν τω καιρω εκεινω το ορος σιων κυκλοθεν τειχη υψηλα και πυργους οχυρους μηποτε παραγενηθεντα τα εθνη καταπατησωσιν αυτα ως εποιησαν το προτερον
61 Vi stabilì un contingente per presidiarlo e fortificò Bet-Sur, perché il popolo avesse una difesa contro l’Idumea.61 και απεταξεν εκει δυναμιν τηρειν αυτο και ωχυρωσεν αυτο τηρειν την βαιθσουραν του εχειν τον λαον οχυρωμα κατα προσωπον της ιδουμαιας