Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 8


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et factum est deinceps, et ipse iter faciebat per civitatem et ca stellumpraedicans et evangelizans regnum Dei; et Duodecim cum illo1 Και μετα ταυτα διηρχετο αυτος πασαν πολιν και κωμην, κηρυττων και ευαγγελιζομενος την βασιλειαν του Θεου, και οι δωδεκα ησαν μετ' αυτου,
2 et mulieresaliquae, quae erant curatae ab spiritibus malignis et infirmitatibus: Maria,quae vocatur Magdalene, de qua daemonia septem exierant,2 και γυναικες τινες, αιτινες ησαν τεθεραπευμεναι απο πνευματων πονηρων και ασθενειων, Μαρια η καλουμενη Μαγδαληνη, εκ της οποιας ειχον εκβη επτα δαιμονια,
3 et Ioanna uxor Chuza,procuratoris Herodis, et Susanna et aliae multae, quae ministrabant eis defacultatibus suis.
3 και Ιωαννα η γυνη του Χουζα, επιτροπου του Ηρωδου, και Σουσαννα και αλλαι πολλαι, αιτινες διηκονουν αυτον απο των υπαρχοντων αυτων.
4 Cum autem turba plurima conveniret, et de singulis civitatibus properarent adeum, dixit per similitudinem:4 Επειδη δε συνετρεχεν οχλος πολυς και ηρχοντο προς αυτον απο πασης πολεως, ειπε δια παραβολης?
5 “ Exiit, qui seminat, seminare semen suum. Etdum seminat ipse, aliud cecidit secus viam et conculcatum est, et volucres caelicomederunt illud.5 Εξηλθεν ο σπειρων, δια να σπειρη τον σπορον αυτου. Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον και κατεπατηθη, και τα πετεινα του ουρανου κατεφαγον αυτο?
6 Et aliud cecidit super petram et natum aruit, quia nonhabebat umorem.6 αλλο δε επεσεν επι την πετραν και αναφυεν εξηρανθη, διοτι δεν ειχεν ικμαδα?
7 Et aliud cecidit inter spinas, et simul exortae spinaesuffocaverunt illud.7 και αλλο επεσεν εις το μεσον των ακανθων, και συμφυτρωσασαι αι ακανθαι απεπνιξαν αυτο?
8 Et aliud cecidit in terram bonam et ortum fecit fructumcentuplum ”. Haec dicens clamabat: “ Qui habet aures audiendi, audiat ”.
8 και αλλο επεσεν επι την γην την αγαθην, και αναφυεν εκαμε καρπον εκατονταπλασιονα. Ταυτα λεγων, εφωναζεν? Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
9 Interrogabant autem eum discipuli eius, quae esset haec parabola.9 Ηρωτων δε αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Τι σημαινει η παραβολη αυτη;
10 Quibusipse dixit: “ Vobis datum est nosse mysteria regni Dei, ceteris autem inparabolis, ut videntes non videant et audientes non intellegant.
10 Ο δε ειπεν? Εις εσας εδοθη να γνωρισητε τα μυστηρια της βασιλειας του Θεου, εις δε τους λοιπους δια παραβολων, δια να μη βλεπωσιν ενω βλεπουσι και να μη καταλαμβανωσιν ενω ακουουσιν.
11 Est autem haec parabola: Semen est verbum Dei.11 Αυτη δε ειναι η παραβολη? Ο σπορος ειναι ο λογος του Θεου?
12 Qui autem secus viam, suntqui audiunt; deinde venit Diabolus et tollit verbum de corde eorum, ne credentessalvi fiant.12 οι δε σπειρομενοι παρα την οδον ειναι οι ακουοντες, επειτα ερχεται ο διαβολος και αφαιρει τον λογον απο της καρδιας αυτων, δια να μη πιστευσωσι και σωθωσιν.
13 Qui autem supra petram: qui cum audierint, cum gaudio suscipiuntverbum; et hi radices non habent, qui ad tempus credunt, et in temporetentationis recedunt.13 Οι δε επι της πετρας ειναι εκεινοι οιτινες, οταν ακουσωσι, μετα χαρας δεχονται τον λογον, και ουτοι ριζαν δεν εχουσιν, οιτινες προς καιρον πιστευουσι και εν καιρω πειρασμου αποστατουσι.
14 Quod autem in spinis cecidit: hi sunt, qui audierunt eta sollicitudinibus et divitiis et voluptatibus vitae euntes suffocantur et nonreferunt fructum.14 Το δε πεσον εις τας ακανθας, ουτοι ειναι εκεινοι οιτινες ηκουσαν, και υπο μεριμνων και πλουτου και ηδονων του βιου υπαγουσι και συμπνιγονται και δεν τελεσφορουσι.
15 Quod autem in bonam terram: hi sunt, qui in corde bono etoptimo audientes verbum retinent et fructum afferunt in patientia.
15 Το δε εις την καλην γην, ουτοι ειναι εκεινοι, οιτινες ακουσαντες τον λογον, κρατουσιν εν καρδια καλη και αγαθη και καρποφορουσιν εν υπομονη.
16 Nemo autem lucernam accendens operit eam vaso aut subtus lectum ponit, sedsupra candelabrum ponit, ut intrantes videant lumen.16 Ουδεις δε λυχνον αναψας, σκεπαζει αυτον με σκευος και θετει υποκατω κλινης, αλλα θετει επι του λυχνοστατου, δια να βλεπωσι το φως οι εισερχομενοι.
17 Non enim est occultum,quod non manifestetur, nec absconditum, quod non cognoscatur et in palam veniat.17 Διοτι δεν υπαρχει κρυπτον, το οποιον δεν θελει γεινει φανερον; ουδε αποκρυφον, το οποιον δεν θελει γεινει γνωστον και ελθει εις το φανερον.
18 Videte ergo quomodo audiatis: qui enim habet, dabitur illi; et, quicumque nonhabet, etiam quod putat se habere, auferetur ab illo ”.
18 Προσεχετε λοιπον πως ακουετε? διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον, και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον νομιζει οτι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
19 Venerunt autem ad illum mater et fratres eius, et non poterant adire ad eumprae turba.19 Ηλθον δε προς αυτον η μητηρ και οι αδελφοι αυτου και δεν ηδυναντο δια τον οχλον να πλησιασωσιν αυτον.
20 Et nuntiatum est illi: “ Mater tua et fratres tui stant forisvolentes te videre ”.20 Και απηγγελθη προς αυτον υπο τινων λεγοντων? Η μητηρ σου και οι αδελφοι σου ιστανται εξω θελοντες να σε ιδωσιν.
21 Qui respondens dixit ad eos: “ Mater mea et fratresmei hi sunt, qui verbum Dei audiunt et faciunt ”.
21 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Μητηρ μου και αδελφοι μου ειναι ουτοι, οι ακουοντες τον λογον του Θεου και πραττοντες αυτον.
22 Factum est autem in una dierum, et ipse ascendit in navem et discipuli eius,et ait ad illos: “ Transfretemus trans stagnum ”. Et ascenderunt.22 Και εν μια των ημερων εισηλθεν εις πλοιον αυτος και οι μαθηται αυτου, και ειπε προς αυτους? Ας διελθωμεν εις το περαν της λιμνης? και εσηκωθησαν.
23 Navigantibus autem illis, obdormivit. Et descendit procella venti in stagnum, etcomplebantur et periclitabantur.23 Ενω δε επλεον, απεκοιμηθη. Και κατεβη ανεμοστροβιλος εις την λιμνην, και εγεμιζετο το πλοιον και εκινδυνευον.
24 Accedentes autem suscitaverunt eum dicentes:“ Praeceptor, praeceptor, perimus! ”. At ille surgens increpavit ventum ettempestatem aquae, et cessaverunt, et facta est tranquillitas.24 Προσελθοντες δε εξυπνησαν αυτον, λεγοντες? Επιστατα, Επιστατα, χανομεθα. Ο δε σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και την ταραχην του υδατος, και επαυσαν, και εγεινε γαληνη.
25 Dixit autemillis: “ Ubi est fides vestra? ”. Qui timentes mirati sunt dicentes adinvicem: “ Quis putas hic est, quia et ventis imperat et aquae, et oboediuntei? ”.
25 Ειπε δε προς αυτους, που ειναι η πιστις σας; Και φοβηθεντες εθαυμασαν, λεγοντες προς αλληλους? Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και τους ανεμους προσταζει και το υδωρ, και υπακουουσιν εις αυτον;
26 Enavigaverunt autem ad regionem Gergesenorum, quae est contra Galilaeam.26 Και κατεπλευσαν εις την χωραν των Γαδαρηνων, ητις ειναι αντιπεραν της Γαλιλαιας.
27 Et cum egressus esset ad terram, occurrit illi vir quidam de civitate, quihabebat daemonia et iam tempore multo vestimento non induebatur neque in domomanebat sed in monumentis.27 Και καθως εξηλθεν επι την γην, υπηντησεν αυτον ανθρωπος τις εκ της πολεως, οστις ειχε δαιμονια απο χρονων πολλων, και ιματιον δεν ενεδυετο και εν οικια δεν εμενεν, αλλ' εν τοις μνημασιν.
28 Is ut vidit Iesum, exclamans procidit ante illumet voce magna dixit: “ Quid mihi et tibi est, Iesu, Fili Dei Altissimi?Obsecro te, ne me torqueas ”.28 Ιδων δε τον Ιησουν, ανεκραξε και προσεπεσεν εις αυτον και μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του Υψιστου; δεομαι σου, μη με βασανισης.
29 Praecipiebat enim spiritui immundo, ut exiretab homine. Multis enim temporibus arripiebat illum, vinciebatur catenis etcompedibus custoditus; et ruptis vinculis, agebatur a daemonio in deserta.29 Διοτι προσεταξεν εις το πνευμα το ακαθαρτον να εξελθη απο του ανθρωπου. Επειδη προ πολλων χρονων ειχε συναρπασει αυτον, και εδεσμευετο με αλυσεις και εφυλαττετο με ποδοδεσμα και διασπων τα δεσμα, εφερετο υπο του δαιμονος εις τας ερημους.
30 Interrogavit autem illum Iesus dicens: “ Quod tibi nomen est? ”. At illedixit: “ Legio ”, quia intraverunt daemonia multa in eum.30 Και ηρωτησεν αυτον ο Ιησους, λεγων? Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπε? Λεγεων? διοτι δαιμονια πολλα εισηλθον εις αυτον?
31 Et rogabanteum, ne imperaret illis, ut in abyssum irent.
31 και παρεκαλουν αυτον να μη προσταξη αυτα να απελθωσιν εις την αβυσσον.
32 Erat autem ibi grex porcorum multorum pascentium in monte; et rogaverunt eum,ut permitteret eis in illos ingredi. Et permisit illis.32 Ητο δε εκει αγελη χοιρων πολλων βοσκομενων εν τω ορει? και παρεκαλουν αυτον να επιτρεψη εις αυτα να εισελθωσιν εις εκεινους? και επετρεψεν εις αυτα.
33 Exierunt ergodaemonia ab homine et intraverunt in porcos, et impetu abiit grex per praecepsin stagnum et suffocatus est.33 Εξελθοντα δε τα δαιμονια απο του ανθρωπου, εισηλθον εις τους χοιρους, και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την λιμνην και απεπνιγη.
34 Quod ut viderunt factum, qui pascebant,fugerunt et nuntiaverunt in civitatem et in villas.34 Ιδοντες δε οι βοσκοι το γενομενον εφυγον, και απελθοντες απηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους.
35 Exierunt autem videre,quod factum est, et venerunt ad Iesum et invenerunt hominem sedentem, a quodaemonia exierant, vestitum ac sana mente ad pedes Iesu et timuerunt.35 Και εξηλθον δια να ιδωσι το γεγονος, και ηλθον προς τον Ιησουν και ευρον τον ανθρωπον, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, καθημενον παρα τους ποδας του Ιησου, ενδεδυμενον και σωφρονουντα? και εφοβηθησαν.
36 Nuntiaverunt autem illis hi, qui viderant, quomodo sanus factus esset, qui adaemonio vexabatur.36 Διηγηθησαν δε προς αυτους και οι ιδοντες πως εσωθη ο δαιμονιζομενος.
37 Et rogaverunt illum omnis multitudo regionisGergesenorum, ut discederet ab ipsis, quia timore magno tenebantur. Ipse autemascendens navem reversus est.37 Και απαν το πληθος της περιχωρου των Γαδαρηνων παρεκαλεσαν αυτον να αναχωρηση απ' αυτων, διοτι κατειχοντο υπο μεγαλου φοβου, αυτος δε εμβας εις το πλοιον υπεστρεψεν.
38 Et rogabat illum vir, a quo daemonia exierant,ut cum eo esset. Dimisit autem eum dicens:38 Ο δε ανθρωπος, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, παρεκαλει αυτον να ηναι μετ' αυτου? ο Ιησους ομως απελυσεν αυτον, λεγων.
39 “ Redi domum tuam et narraquanta tibi fecit Deus ”. Et abiit per universam civitatem praedicans quantailli fecisset Iesus.
39 Επιστρεψον εις τον οικον σου και διηγου οσα εκαμεν εις σε ο Θεος? και ανεχωρησε κηρυττων καθ' ολην την πολιν οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους.
40 Cum autem rediret Iesus, excepit illum turba; erant enim omnes exspectanteseum.40 Οτε δε υπεστρεψεν ο Ιησους, υπεδεχθη αυτον ο οχλος? διοτι παντες ησαν περιμενοντες αυτον.
41 Et ecce venit vir, cui nomen Iairus, et ipse princeps synagogae erat, etcecidit ad pedes Iesu rogans eum, ut intraret in domum eius,41 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος ονομαζομενος Ιαειρος, οστις ητο αρχων της συναγωγης και πεσων εις τους ποδας του Ιησου, παρεκαλει αυτον να εισελθη εις τον οικον αυτου,
42 quia filia unicaerat illi fere annorum duodecim, et haec moriebatur. Et dum iret, a turbiscomprimebatur.42 διοτι ειχε θυγατερα μονογενη ως ετων δωδεκα, και αυτη απεθνησκεν. Ενω δε επορευετο, οι οχλοι συνεθλιβον αυτον.
43 Et mulier quaedam erat in fluxu sanguinis ab annis duodecim,quae in medicos erogaverat omnem substantiam suam nec ab ullo potuit curari;43 Και γυνη τις εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη, ητις δαπανησασα εις ιατρους ολον τον βιον αυτης δεν ηδυνηθη να θεραπευθη υπ' ουδενος,
44 accessit retro et tetigit fimbriam vestimenti eius, et confestim stetit fluxussanguinis eius.44 πλησιασασα οπισθεν ηγγισε το ακρον του ιματιου αυτου, και παρευθυς εσταθη η ρυσις του αιματος αυτης.
45 Et ait Iesus: “ Quis est, qui me tetigit? ”. Negantibusautem omnibus, dixit Petrus: “ Praeceptor, turbae te comprimunt et affligunt”.45 Και ειπεν ο Ιησους? Τις μου ηγγισε; και ενω ηρνουντο παντες, ειπεν ο Πετρος και οι μετ' αυτου? Επιστατα, οι οχλοι σε συμπιεζουσι και σε συνθλιβουσι, και λεγεις? Τις μου ηγγισεν;
46 At dixit Iesus: “ Tetigit me aliquis; nam et ego novi virtutem de meexisse ”.46 Ο δε Ιησους ειπε? Μου ηγγισε τις? διοτι εγω ενοησα οτι εξηλθε δυναμις απ' εμου.
47 Videns autem mulier quia non latuit, tremens venit et prociditante eum et ob quam causam tetigerit eum indicavit coram omni populo etquemadmodum confestim sanata sit.47 Ιδουσα δε η γυνη οτι δεν εκρυφθη, ηλθε τρεμουσα και προσπεσουσα εις αυτον, απηγγειλε προς αυτον ενωπιον παντος του λαου δια ποιαν αιτιαν ηγγισεν αυτον, και οτι παρευθυς ιατρευθη.
48 At ipse dixit illi: “ Filia, fides tua tesalvam fecit. Vade in pace ”.
48 Ο δε ειπε προς αυτην? Θαρρει, θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην.
49 Adhuc illo loquente, venit quidam e domo principis synagogae dicens: “Mortua est filia tua; noli amplius vexare magistrum ”.49 Ενω δε ελαλει ετι, ερχεται τις παρα του αρχισυναγωγου, λεγων προς αυτον οτι απεθανεν η θυγατηρ σου? μη ενοχλει τον Διδασκαλον.
50 Iesus autem, auditohoc verbo, respondit ei: “ Noli timere; crede tantum, et salva erit ”.50 Ο δε Ιησους ακουσας απεκριθη προς αυτον, λεγων? Μη φοβου? μονον πιστευε, και θελει σωθη.
51 Etcum venisset domum, non permisit intrare secum quemquam nisi Petrum et Ioannemet Iacobum et patrem puellae et matrem.51 Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, δεν αφηκεν ουδενα να εισελθη ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην και τον πατερα της κορης και την μητερα.
52 Flebant autem omnes et plangebantillam. At ille dixit: “ Nolite flere; non est enim mortua, sed dormit ”.52 Εκλαιον δε παντες και εθρηνουν αυτην. Ο δε ειπε? Μη κλαιετε? δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
53 Et deridebant eum scientes quia mortua esset.53 Και κατεγελων αυτον, εξευροντες οτι απεθανεν.
54 Ipse autem tenens manum eiusclamavit dicens: “ Puella, surge! ”.54 Αλλ' αυτος εκβαλων εξω παντας και πιασας την χειρα αυτης, εφωναξε λεγων? Κορασιον, σηκωθητι.
55 Et reversus est spiritus eius, etsurrexit continuo; et iussit illi dari manducare.55 Και υπεστρεψε το πνευμα αυτης, και ανεστη παρευθυς, και προσεταξε να δοθη εις αυτην να φαγη.
56 Et stupuerunt parenteseius, quibus praecepit, ne alicui dicerent, quod factum erat.
56 Και εξεπλαγησαν οι γονεις αυτης. Ο δε παρηγγειλεν εις αυτους να μη ειπωσιν εις μηδενα το γεγονος.