Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 5


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Dopo ciò, essendo una festa dei Giudei, Gesù andò a Gerusalemme.1 Μετα ταυτα ητο εορτην των Ιουδαιων, και ανεβη ο Ιησους εις Ιεροσολυμα.
2 Or in Gerusalemme vi è la piscina probatica, detta in ebraico: Betsaida, la quale ha cinque portici.2 Ειναι δε εν τοις Ιεροσολυμοις πλησιον της προβατικης πυλης κολυμβηθρα, η επονομαζομενη Εβραιστι Βηθεσδα, εχουσα πεντε στοας.
3 In questi giaceva gran quantità d'infermi, ciechi, zoppi e paralitici ad aspettare il moto dell'acqua n'era agitata.3 Εν ταυταις κατεκειτο πληθος πολυ των ασθενουντων, τυφλων, χωλων, ξηρων, οιτινες περιεμενον την κινησιν του υδατος.
4 Un Angelo del Signore, infatti, scendeva ogni tanto nella piscina, e l'acqua n'era agitata. E chi per il primo vi si tuffava dopo il moto dell'acqua guariva da qualunque malattia fosse oppresso.4 Διοτι αγγελος κατεβαινε κατα καιρον εις την κολυμβηθραν και εταραττε το υδωρ? οστις λοιπον εισηρχετο πρωτος μετα την ταραχην του υδατος, εγινετο υγιης απο οποιανδηποτε νοσον επασχεν.
5 E vi stava un uomo che era infermo da trentotto anni.5 Ητο δε εκει ανθρωπος τις τριακοντα οκτω ετη πασχων ασθενειαν.
6 Gesù, vistolo giacere, e sapendo che da molto tempo si trovava in quella condizione, gli disse: Vuoi essere guarito?6 Τουτον ιδων ο Ιησους κατακειμενον, και εξευρων οτι πολυν ηδη καιρον πασχει, λεγει προς αυτον? Θελεις να γεινης υγιης;
7 Signore, rispose l'infermo, non ho nessuno che mi metta nella vasca quando l'acqua è agitata; e quando mi accosto io, un altro vi è già disceso prima di me.7 Απεκριθη προς αυτον ο ασθενων? Κυριε, ανθρωπον δεν εχω, δια να με βαλη εις την κολυμβηθραν, οταν ταραχθη το υδωρ? ενω δε ερχομαι εγω, αλλος προ εμου καταβαινει.
8 Gesù gli disse: Alzati, prendi il tuo lettuccio e cammina.8 Λεγει προς αυτον ο Ιησους? Εγερθητι, σηκωσον τον κραββατον σου και περιπατει.
9 E nell'istante l'uomo guari; e, preso il lettuccio, cominciò a camminare. Or quel giorno era in sabato.9 Και ευθυς εγεινεν ο ανθρωπος υγιης και εσηκωσε τον κραββατον αυτου, και περιεπατει. Ητο δε σαββατον εκεινην την ημεραν.
10 E quindi i Giudei dicevano vi risanato: E' sabato, non ti è lecito portare il tuo lettuccio.10 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι προς τον τεθεραπευμενον? Σαββατον ειναι? Δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να σηκωσης τον κραββατον.
11 Ma egli rispose loro: Quello stesso che mi ha guarito mi ha detto: prendi il tuo lettuccio e cammina.11 Απεκριθη προς αυτους? Ο ιατρευσας με, εκεινος μοι ειπε? Σηκωσον τον κραββατον σου, και περιπατει.
12 Gli domandarono allora: chi è quell'uomo che t'ha detto: Prendi il tuo lettuccio e cammina?12 Ηρωτησαν λοιπον αυτον? Τις ειναι ο ανθρωπος, οστις σοι ειπε, Σηκωσον τον κραββατον σου και περιπατει;
13 Ma il guarito non sapeva chi fosse; perchè Gesù s'era allontanato dalla folla che era sul posto.13 Ο δε ιατρευθεις δεν ηξευρε τις ειναι? διοτι ο Ιησους υπεξηλθεν, επειδη ητο οχλος πολυς εν τω τοπω.
14 Poco dopo Gesù lo trovò nel tempio e gli disse: Ecco, sei guarito, non peccar più, chè non ti avvenga di peggio.14 Μετα ταυτα ευρισκει αυτον ο Ιησους εν τω ιερω και ειπε προς αυτον? Ιδου, εγεινες υγιης? μηκετι αμαρτανε, δια να μη σοι γεινη τι χειροτερον.
15 E quello andò a riferire ai Giudei che era Gesù quello che lo aveva guarito.15 Υπηγε λοιπον ο ανθρωπος και ανηγγειλε προς τους Ιουδαιους οτι ο Ιησους ειναι ο ιατρευσας αυτον.
16 Per questo i Giudei perseguitavano Gesù che faceva tali cose di sabato.16 Και δια τουτο κατετρεχον τον Ιησουν οι Ιουδαιοι και εζητουν να θανατωσωσιν αυτον, διοτι εκαμνε ταυτα εν σαββατω.
17 Ma Gesù rispose loro: Il Padre mio opera ancora, ed io pure opero.17 Ο δε Ιησους απεκριθη προς αυτους? Ο Πατηρ μου εργαζεται εως τωρα, και εγω εργαζομαι.
18 I Giudei quindi cercavano più che mai di ucciderlo: perchè, non solo violava il sabato, ma inoltre chiamava Dio suo Padre, facendosi uguale a Dio.18 Δια τουτο λοιπον μαλλον εζητουν οι Ιουδαιοι να θανατωσωσιν αυτον, διοτι ουχι μονον παρεβαινε το σαββατον, αλλα και Πατερα εαυτου ελεγε τον Θεον, ισον με τον Θεον καμνων εαυτον.
19 Or Gesù rispose loro: In verità, in verità vi dico: il Figlio non può fare da sè se non ciò che ha veduto fare dal Padre; e tutte le cose che fa il Padre le fa anche il Figlio.19 Απεκριθη λοιπον ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Αληθως, αληθως σας λεγω, δεν δυναται ο Υιος να πραττη ουδεν αφ' εαυτου, εαν δεν βλεπη τον Πατερα πραττοντα τουτο? επειδη οσα εκεινος πραττει, ταυτα και ο Υιος πραττει ομοιως.
20 Siccome il Padre ama il Figlio, gli manifesta quanto fa egli stesso; e gli mostrerà opere maggiori di queste affinchè voi ne restiate maravigliati.20 Διοτι ο Πατηρ αγαπα τον Υιον και δεικνυει εις αυτον παντα οσα αυτος πραττει, και μεγαλητερα τουτων εργα θελει δειξει εις αυτον, δια να θαυμαζητε σεις.
21 Come infatti il Padre risuscita i morti e rende loro la vita, così pure il Figlio dà la vita a quelli che vuole.21 Επειδη καθως ο Πατηρ εγειρει τους νεκρους και ζωοποιει, ουτω και ο Υιος ουστινας θελει ζωοποιει.
22 E il Padre non giudica nessuno; ma ha rimesso ogni giudizio al Figlio,22 Επειδη ουδε κρινει ο Πατηρ ουδενα, αλλ' εις τον Υιον εδωκε πασαν την κρισιν,
23 affinchè tutti onorino il Figlio come onorano il Padre; chi non onora il Figlio non onora il Padre che lo ha mandato.23 δια να τιμωσι παντες τον Υιον καθως τιμωσι τον Πατερα. Ο μη τιμων τον Υιον δεν τιμα τον Πατερα τον πεμψαντα αυτον.
24 In verità, in verità vi dico: chi ascolta la mia parola e crede in colui che mi ha mandato, ha la vita eterna e non incorre nella condanna, ma passa da morte a vita.24 Αληθως, αληθως σας λεγω οτι ο ακουων τον λογον μου και πιστευων εις τον πεμψαντα με εχει ζωην αιωνιον, και εις κρισιν δεν ερχεται, αλλα μετεβη εκ του θανατου εις την ζωην.
25 In verità, in verità vi dico: viene l'ora, ed è questa, in cui i morti udranno la voce del Figlio di Dio, e chi l'avrà sentito vivrà.25 Αληθως, αληθως σας λεγω οτι ερχεται ωρα, και ηδη ειναι, οτε οι νεκροι θελουσιν ακουσει την φωνην του Υιου του Θεου, και οι ακουσαντες θελουσι ζησει.
26 Perché come il Padre ha in sè la vita, così pure ha dato al Figlio d'aver la vita in sè stesso,26 Διοτι καθως ο Πατηρ εχει ζωην εν εαυτω, ουτως εδωκε και εις τον Υιον να εχη ζωην εν εαυτω?
27 e gli ha dato il potere di giudicare, perchè è Figlio dell'uomo.27 και εξουσιαν εδωκεν εις αυτον να καμνη και κρισιν, διοτι ειναι Υιος ανθρωπου.
28 Non vi maravigliate di questo, perchè vien l'ora in cui tutti nei sepolcri udranno la voce del Figlio di Dio;28 Μη θαυμαζετε τουτο? διοτι ερχεται ωρα, καθ' ην παντες οι εν τοις μνημειοις θελουσιν ακουσει την φωνην αυτου,
29 e ne usciranno quanti fecero il bene, alla risurrezione della vita; quanti poi fecero il male, alla risurrezione della condanna.29 και θελουσιν εξελθει οι πραξαντες τα αγαθα εις αναστασιν ζωης, οι δε πραξαντες τα φαυλα εις αναστασιν κρισεως.
30 Io non posso fare nulla da me stesso. Giudico secondo quello che ascolto, ed il mio giudizio è retto, perchè non cerco il volere mio, ma il volere di Colui che mi ha mandato.30 Δεν δυναμαι εγω να καμνω απ' εμαυτου ουδεν. Καθως ακουω κρινω, και η κρισις η εμη δικαια ειναι? διοτι δεν ζητω το θελημα το εμον, αλλα το θελημα του πεμψαντος με Πατρος.
31 Se io rendo testimonianza a me stesso, la mia testimonianza non è accettabile.31 Εαν εγω μαρτυρω περι εμαυτου, η μαρτυρια μου δεν ειναι αληθης.
32 V'è un altro che testifica per me e so che la testimonianza che egli mi rende è verace.32 Αλλος ειναι ο μαρτυρων περι εμου, και εξευρω οτι ειναι αληθης η μαρτυρια, την οποιαν μαρτυρει περι εμου.
33 Voi avete mandato a interrogare Giovanni, ed egli ha reso testimonianza alla verità.33 Σεις απεστειλατε προς τον Ιωαννην, και εμαρτυρησεν εις την αληθειαν?
34 Io però non ricevo testimonianza dall'uomo; ma ciò vi dico per la vostra salvezza.34 εγω δε παρα ανθρωπου δεν λαμβανω την μαρτυριαν, αλλα λεγω ταυτα δια να σωθητε σεις.
35 Egli era la lampada ardente e luminosa, ma voi avete voluto godere per poco della sua luce.35 Εκεινος ητο ο λυχνος ο καιομενος και φεγγων, και σεις ηθελησατε να αγαλλιασθητε προς ωραν εις το φως αυτου.
36 Io però ho una testimonianza maggiore di quella di Giovanni. Perchè le opere che il Padre mi ha dato da compiere, quelle stesse opere che io faccio, a favor mio testificano che il Padre mi ha mandato.36 Αλλ' εγω εχω την μαρτυριαν μεγαλητεραν της του Ιωαννου? διοτι τα εργα, τα οποια μοι εδωκεν ο Πατηρ δια να τελειωσω αυτα, αυτα τα εργα, τα οποια εγω πραττω, μαρτυρουσι περι εμου οτι ο Πατηρ με απεστειλε?
37 E il Padre che mi ha mandato, egli stesso ha reso testimonianza a mio favore. Voi non avete mai sentito la sua voce, nè visto mai il suo volto,37 και ο πεμψας με Πατηρ, αυτος εμαρτυρησε περι εμου. Ουτε φωνην αυτου ηκουσατε πωποτε ουτε οψιν αυτου ειδετε.
38 e non avete in voi dimorante la sua parola, perchè non scredete a chi egli ha mandato.38 Και τον λογον αυτου δεν εχετε μενοντα εν εαυτοις, διοτι σεις δεν πιστευετε εις τουτον, τον οποιον εκεινος απεστειλεν.
39 Voi investigate le Scritture, dperchè credete di aver per esse la vita eterna: e son proprio quelle che parlano in favor mio.39 Ερευνατε τας γραφας, διοτι σεις νομιζετε οτι εν αυταις εχετε ζωην αιωνιον? και εκειναι ειναι αι μαρτυρουσαι περι εμου?
40 Eppure non volete venire a me per avere la vita.40 πλην δεν θελετε να ελθητε προς εμε, δια να εχητε ζωην.
41 Io non accetto gloria dagli uomini.41 Δοξαν παρα ανθρωπων δεν λαμβανω?
42 Ma vi ho conosciuti che non avete in voi amor di Dio.42 αλλα σας εγνωρισα οτι την αγαπην του Θεου δεν εχετε εν εαυτοις?
43 Io sono venuto in nome del Padre mio e non mi ricevete;43 εγω ηλθον εν τω ονοματι του Πατρος μου, και δεν με δεχεσθε? εαν αλλος ελθη εν τω ονοματι εαυτου, εκεινον θελετε δεχθη.
44 e un altro verrà in proprio nome, lo riceverete.44 Πως δυνασθε σεις να πιστευσητε, οιτινες λαμβανετε δοξαν ο εις παρα του αλλου, και δεν ζητειτε την δοξαν την παρα του μονου Θεου;
45 Come potete creder voi che mendicate la gloria gli uni dagli altri, e non cercate la gloria che da Dio solo procede?45 Μη νομιζετε οτι εγω θελω σας κατηγορησει προς τον Πατερα? υπαρχει ο κατηγορος σας ο Μωυσης, εις τον οποιον σεις ηλπισατε.
46 Nè vi pensate che sia io colui che vi accuserà davanti al Padre; v'è già chi v'accusa: quel Mosè stesso in cui sperate.46 Διοτι εαν επιστευετε εις τον Μωυσην, ηθελετε πιστευσει εις εμε? επειδη περι εμου εκεινος εγραψεν.
47 Che se credeste a Mosè, a me pure credereste, di me infatti egli ha scritto.47 Εαν δε εις τα γεγραμμενα εκεινου δεν πιστευητε, πως θελετε πιστευσει εις τους ιδικους μου λογους;
48 Se dunque non credete agii scritti di lui, come crederete alle mie parole?