Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 10


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Poi, partitosi di là, Gesù andò nei confini della Giudea, oltre il Giordano; e di nuovo gli si radunarono intorno le turbe, e di nuovo come soleva, li ammaestrava.1 Και σηκωθεις εκειθεν ερχεται εις τα ορια της Ιουδαιας δια του περαν του Ιορδανου, και συνερχονται παλιν οχλοι προς αυτον, και ως εσυνειθιζε, παλιν εδιδασκεν αυτους.
2 Ed accostatisi dei Farisei per tentarlo, gli domandarono se fosse lecito al marito di ripudiar la moglie.2 Και προσελθοντες οι Φαρισαιοι, ηρωτησαν αυτον αν συγχωρηται εις ανδρα να χωρισθη την γυναικα αυτου, πειραζοντες αυτον.
3 Ma egli rispose loro: Che v'ha comandato Mose?3 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? τι προσεταξεν εις εσας ο Μωυσης;
4 Risposero: Mosè ha permesso di scrivere il libello del ripudio e di rimandarla.4 Οι δε ειπον? Ο Μωυσης συνεχωρησε να γραψη εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην.
5 E Gesù replicò loro: Per la durezza del vostro cuore vi dette questo precetto.5 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Δια την σκληροκαρδιαν σας εγραψεν εις εσας την εντολην ταυτην?
6 Ma al principio della creazione maschio e femmina li creò Dio.6 απ' αρχης ομως της κτισεως αρσεν και θηλυ εποιησεν αυτους ο Θεος?
7 Perciò l'uomo lascerà padre e madre e starà unito alla moglie:7 ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου,
8 e i due saranno una sola carne. Onde non sono più due, ma una sola carne.8 και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν. Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ?
9 L'uomo per tanto non divida ciò che Dio ha congiunto.9 εκεινο λοιπον, το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.
10 Ed in casa i discepoli di nuovo lo interrogarono riguardo alla medesima cosa.10 Και εν τη οικια παλιν οι μαθηται αυτου ηρωτησαν αυτον περι του αυτου,
11 E disse loro: Chi ripudia la moglie, e ne sposa un'altra, commette adulterio con questa.11 και λεγει προς αυτους? Οστις χωρισθη την γυναικα αυτου και νυμφευθη αλλην, πραττει μοιχειαν εις αυτην?
12 E se la moglie, ripudiato il marito, sposa un altro, è adultera.12 και εαν γυνη χωρισθη τον ανδρα αυτης και συζευχθη με αλλον, μοιχευεται.
13 E gli presentarono dei bambini, perchè li toccasse, ma i discepoli sgridarono coloro che li presentavano.13 Και εφεραν προς αυτον παιδια, δια να εγγιση αυτα? οι δε μαθηται επεπληττον τους φεροντας.
14 Cìò veduto Gesù, indignatosi, disse loro: Lasciate venire a me i bambini e non glielo impedite, perchè di tali è il regno di Dio.14 Ιδων δε ο Ιησους ηγανακτησε και ειπε προς αυτους? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
15 Vi dico in verità che chi non riceverà il regno di Dio come un fanciullo non c'entrerà.15 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
16 E abbracciatili e imposte loro le mani, li benedisse.16 Και εναγκαλισθεις αυτα, εθετε τας χειρας επ' αυτα και ηυλογει αυτα.
17 Or come fu nella via, un tale accorse e inginocchiatosi, domandò: Buon Maestro, che debbo fare per ottenere la vita eterna?17 Ενω δε εξηρχετο εις την οδον, εδραμε τις και γονυπετησας εμπροσθεν αυτου, ηρωτα αυτον? Διδασκαλε αγαθε, τι να καμω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
18 Ma Gesù gli disse: Perchè mi chiami buono? Non è buono che Dio solo.18 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; Ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος.
19 Tu sai i comandamenti: Non fare adulterio, non ammazzare, non rubare, non attestale il falso, non frodare alcuno, onora tuo padre e tua madre.19 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Μη αποστερησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα.
20 E colui rispose: Maestro, tutte queste cose le ho osservate fin dalla mia giovinezza.20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον? Διδασκαλε, ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
21 E Gesù, riguardatolo con amore, gli disse: Ti manca una cosa: Va', vendi quanto hai e dàllo ai poveri, e ne avrai un tesoro nel cielo, poi vieni e seguimi.21 Και ο Ιησους εμβλεψας εις αυτον, ηγαπησεν αυτον και ειπε προς αυτον? Εν σοι λειπει? υπαγε, πωλησον οσα εχεις και δος εις τους πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι, σηκωσας τον σταυρον.
22 Contristato da queste parole, quello se ne andò afflitto, perché aveva molte ricchezze.22 Εκεινος ομως σκυθρωπασας δια τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος? διοτι ειχε κτηματα πολλα.
23 E Gesù dato intorno uno sguardo disse ai suoi discepoli: Quanto difficilmente entreranno nel regno di Dio i ricchi.23 Και περιβλεψας ο Ιησους, λεγει προς τους μαθητας αυτου? Ποσον δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα.
24 E i discepoli sbigottivano a queste sue parole. Ma Gesù di nuovo replicò: Figliolini, quanto è diffìcile per chi confida nelle ricchezze entrare nel regno di Dio!24 Οι δε μαθηται εξεπληττοντο δια τους λογους αυτου. Και ο Ιησους παλιν αποκριθεις λεγει προς αυτους? Τεκνα, ποσον δυσκολον ειναι να εισελθωσιν εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες το θαρρος αυτων εις τα χρηματα.
25 E' più facile che un cammello passi per una cruna d'ago, che un ricco entri nel regno di Dio.25 Ευκολωτερον ειναι καμηλος να περαση δια της τρυπης της βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
26 Ed essi vieppiù stupivano e dicevano dentro di loro: Allora chi mai può salvarsi?26 Εκεινοι δε σφοδρα εξεπληττοντο, λεγοντες προς εαυτους? Και τις δυναται να σωθη;
27 E Gesù, riguardatili, disse: Agli uomini questo è impossibile; ma non a Dio; chè tutto a, lui è possibile.27 Εμβλεψας δε εις αυτους ο Ιησους, λεγει? Παρα ανθρωποις ειναι αδυνατον, αλλ' ουχι παρα τω Θεω? διοτι τα παντα ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
28 E Pietro prese a dirgli: Ecco noi abbiamo lasciato tutto e ti abbiamo seguito.28 Και ηρχισεν ο Πετρος να λεγη προς αυτον? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
29 E Gesù rispose: In verità vi dico: non vi è nessuno il quale, dopo aver lasciata casa, o fratelli, o sorelle, o padre, o madre, o figli, o campi per me e pel Vangelo,29 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν? Αληθως σας λεγω, δεν ειναι ουδεις οστις, αφησας οικιαν η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν εμου και του ευαγγελιου,
30 non riceva il centuplo, ora in questo tempo, in case, e fratelli, e sorelle, e madre, e figli, e campi, in mezzo alle persecuzioni: e nel secolo futuro la vita eterna.30 δεν θελει λαβει εκατονταπλασιονα τωρα εν τω καιρω τουτω, οικιας και αδελφους και αδελφας και μητερας και τεκνα και αγρους μετα διωγμων, και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
31 Però molti dei primi saranno gli ultimi, e degli ultimi i primi.31 Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και οι εσχατοι πρωτοι.
32 Erano frattanto in via per salire a Gerusalemme, e Gesù precedeva i discepoli, che maravigliati e timorosi lo seguivano. E Gesù, tratti di nuovo in disparte i dodici, prese a dir loro quanto gli doveva accadere:32 Ησαν δε εν τη οδω αναβαινοντες εις Ιεροσολυμα? και ο Ιησους προεπορευετο αυτων, και εθαυμαζον και ακολουθουντες εφοβουντο. Και παραλαβων παλιν τους δωδεκα, ηρχισε να λεγη προς αυτους τα μελλοντα να συμβωσιν εις αυτον,
33 Ecco, ascendiamo a Gerusalemme, e il Figlio dell'uomo sarà dato nelle mani dei principi dei sacerdoti, degli Scribi e degli anziani e lo condanneranno a morte e lo consegne anno ai gentili;33 οτι ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και εις τους γραμματεις, και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη,
34 e lo scherniranno. Gli sputeranno addosso e lo flagelleranno e uccideranno, ma risusciterà dopo tre giorni.34 και θελουσιν εμπαιξει αυτον και μαστιγωσει αυτον και θελουσιν εμπτυσει εις αυτον και θανατωσει αυτον, και την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.
35 E si avvicinano a lui Giacomo e Giovanni, figli di Z35 Τοτε ερχονται προς αυτον ο Ιακωβος και Ιωαννης, οι υιοι του Ζεβεδαιου, λεγοντες? Διδασκαλε, θελομεν να καμης εις ημας ο, τι ζητησωμεν.
36 E disse loro: Che volete che vi faccia?36 Ο δε ειπε προς αυτους? Τι θελετε να καμω εις εσας;
37 Risposero: Concedici di sedere uno alla tua destra e l'altro alla tua sinistra nella tua gloria.37 Οι δε ειπον προς αυτον? Δος εις ημας να καθησωμεν εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων σου εν τη δοξη σου.
38 Ma Gesù disse loro: Non sapete quel che domandate. Potete bere il calice che io bevo, ed essere battezzati col battesimo ond'io son battezzato?38 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω πινω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι;
39 Sì, gli replicarono, lo pos­siamo. Ma Gesù disse loro: Voi, sì, berrete il calice ch'io bevo e sarete battezzati col battesimo ond'io son battezzato;39 Οι δε ειπον προς αυτον? Δυναμεθα. Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? το μεν ποτηριον, το οποιον εγω πινω, θελετε πιει, και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι, θελετε βαπτισθη?
40 ma quanto a sedermi a destra od a sinistra non sta a me il concedervelo, ma è per quelli cui è stato preparato.40 το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, αλλ' εις οσους ειναι ητοιμασμενον.
41 Udito questo, gli altri dieci cominciarono a indignarsi di Giacomo e Giovanni.41 Και ακουσαντες οι δεκα ηρχισαν να αγανακτωσι περι Ιακωβου και Ιωαννου.
42 Allora Gesù chiamatili a sè, disse loro: Sapete che quelli riputati principi delle nazioni, le signoreggiano, e i loro grandi hanno su di esse potere.42 Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, λεγει προς αυτους? Εξευρετε οτι οι νομιζομενοι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι αυτων κατεξουσιαζουσιν αυτα?
43 Ma non così tra voi. Anzi chi vorrà tra voi diventare grande, sarà vostro ministro,43 ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, θελει εισθαι υπηρετης υμων,
44 e chi vorrà essere il primo tra voi, sarà servo di tutti.44 και οστις εξ υμων θελει να γεινη πρωτος, θελει εισθαι δουλος παντων?
45 Infatti, anche il Figlio de il'uomo non è venuto per essere servito, ma per servire, e per dare la sua vita a redenzione di molti.45 διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.
46 E arrivarono a Gerico. E mentre egli, con i suoi discepoli e con molta gente, partiva da Gerico, un cieco, Bartimeo, figlio di Timeo, sedeva nella strada a mendicare.46 Και ερχονται εις Ιεριχω. Και ενω εξηρχετο απο της Ιεριχω αυτος και οι μαθηται αυτου και οχλος ικανος, ο υιος του Τιμαιου Βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον ζητων.
47 Costui, avendo sentito che c'era Gesù Nazareno, si mise a gridare: Gesù, Figlio di David, abbi pietà di me.47 Και ακουσας οτι ειναι Ιησους ο Ναζωραιος, ηρχισε να κραζη και να λεγη? Υιε του Δαβιδ Ιησου, ελεησον με.
48 E molti lo sgridavano, perchè tacesse. E quello invece più forte che mai gridava: Figlio di David, abbi pietà di me.48 Και επεπληττον αυτον πολλοι δια να σιωπηση? αλλ' εκεινος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
49 E Gesù fermatosi, ordinò che fosse chiamato. E chiamano il cieco dicendogli: Fatti animo, alzati che ti chiama.49 Και σταθεις ο Ιησους, ειπε να κραχθη? και κραζουσι τον τυφλον, λεγοντες προς αυτον? Θαρσει, σηκωθητι? σε κραζει.
50 E il cieco, gettato via il mantello, balzato in piedi, corse da Gesù.50 Και εκεινος απορριψας το ιματιον αυτου, εσηκωθη και ηλθε προς τον Ιησουν.
51 E Gesù voltosi a lui, gli disse: Che vuoi ch'io ti faccia? E il cieco: Maestro, ch'io veda!51 Και αποκριθεις λεγει προς αυτον ο Ιησους? Τι θελεις να σοι καμω; Και ο τυφλος ειπε προς αυτον? Ραββουνι, να αναβλεψω.
52 E Gesù gli disse: Va', la tua fede ti ha salvato. E subito ricuperò la vista e lo seguiva per la strada.52 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Υπαγε, η πιστις σου σε εσωσε. Και ευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει τον Ιησουν εν τη οδω.