Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 19


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Saul aggiunse allora al figlio Gionata e a tutti i suoi servi di uccidere Davide; ma Gionata il figlio di Saul, che voleva molto bene a Davide,1 Και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου και προς παντας τους δουλους αυτου, να θανατωσωσι τον Δαβιδ.
2 ne lo informò dicendo: «Mio padre Saul ti cerca per ucciderti; quindi, ti prego, domani mattina starai ben allerta, cercherai qualche nascondiglio e ti terrai celato.2 Ο Ιωναθαν ομως, ο υιος του Σαουλ, ηγαπα καθ' υπερβολην τον Δαβιδ? και απηγγειλεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, λεγων, Σαουλ ο πατηρ μου ζητει να σε θανατωση? τωρα λοιπον φυλαχθητι, παρακαλω, εως πρωι, και μενε εν αποκρυφω τοπω και κρυπτου?
3 Quanto a me, uscirò e mi metterò ai fianchi di mio padre nella campagna dovunque sarai: parlerò di te a mio padre, e tutto quello che vedrò te lo comunicherò».3 εγω δε θελω εξελθει και σταθη πλησιον του πατρος μου εν τω αγρω οπου θελεις εισθαι, και θελω ομιλησει περι σου προς τον πατερα μου? και θελω ιδει τι ειναι και θελω σοι απαγγειλει.
4 Gionata adunque parlò a Saul in favore di Davide e aggiunse: «Non volere, o re, peccare contro Davide tuo servitore, poichè egli non ha peccato contro di te e le sue opere ti sono state di grande utilità.4 Και ελαλησεν ο Ιωναθαν καλα περι του Δαβιδ προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Ας μη αμαρτηση ο βασιλευς εναντιον του δουλου αυτου, εναντιον του Δαβιδ? επειδη δεν ημαρτησεν εναντιον σου και επειδη τα εργα αυτου εσταθησαν εις σε πολυ καλα?
5 Egli espose a repentaglio la sua vita abbattendo il Filisteo e [per suo mezzo] il Signore ha operato una grande liberazione per tutto Israele: tu l'hai visto e te ne sei rallegrato. Perchè dunque peccare contro un sangue innocente, facendo morire Davide che non ha colpa alcuna?».5 διοτι ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και εθανατωσε τον Φιλισταιον, και ο Κυριος εκαμε σωτηριαν μεγαλην εις παντα τον Ισραηλ? ειδες και εχαρης? δια τι λοιπον θελεις να αμαρτησης εναντιον αθωου αιματος, θανατονων τον Δαβιδ χωρις αιτιας;
6 All'udir ciò, Saul si placò alle parole di Gionata e proferì questo giuramento: «Viva il Signore! Egli non sarà messo a morte».6 Και υπηκουσεν ο Σαουλ εις την φωνην του Ιωναθαν? και ωμοσεν ο Σαουλ, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει θανατωθη.
7 Gionata pertanto chiamò Davide, gli riferì tutte queste cose e introdotto che fu alla presenza di Saul, riprese le sue funzioni.7 Και εκραξεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ και απηγγειλε προς αυτον ο Ιωναθαν παντας τους λογους τουτους. Και εφερεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ προς τον Σαουλ, και ητο ενωπιον αυτου ως το προτερον.
8 Essendo poi cominciata di nuovo la guerra, Davide uscì a combattere contro i Filistei e inflisse loro una grande sconfitta, obbligandoli a fuggire davanti a lui.8 Εγεινε δε παλιν πολεμος? και εξηλθεν ο Δαβιδ και επολεμησε μετα των Φιλισταιων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη? και εφυγον απο προσωπου αυτου.
9 Ma Saul fu ancora invaso dallo spirito maligno, mandato dal Signore, e mentre se ne stava in casa seduto con in mano la lancia e Davide sonava l'arpa,9 Και το πονηρον πνευμα παρα Κυριου εσταθη επι τον Σαουλ, ενω εκαθητο εν τω οικω αυτου μετα του δορατιου εν τη χειρι αυτου? ο δε Δαβιδ επαιζε το οργανον δια της χειρος αυτου.
10 Saul tentò di trafiggerlo con la lancia contro il muro; Davide però si sottrasse da Saul, e la lancia riuscito vano il colpo, andò a conficcarsi nella parete. Davide allora fuggì e in quella notte ebbe salva la vita.10 Και εζητησεν ο Σαουλ να κτυπηση με το δορατιον τον Δαβιδ και εως εις τον τοιχον? εξεκλινεν ομως απο προσωπου του Σαουλ και εκτυπησε τον τοιχον με το δορατιον? ο δε Δαβιδ εφυγε και διεσωθη εκεινην την νυκτα.
11 Saul mandò i suoi sgherri alla casa di Davide per tenerlo d'occhio e ucciderlo la mattina; ma Micol, la moglie di Davide, ne lo avvertì, dicendo: «Se stanotte non ti poni in salvo, domani morrai».11 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον οικον του Δαβιδ, δια να παραφυλαξωσιν αυτον και να θανατωσωσιν αυτον το πρωι? απηγγειλε δε προς τον Δαβιδ η Μιχαλ, η γυνη αυτου, λεγουσα, Εαν δεν σωσης την ζωην σου την νυκτα ταυτην, αυριον θελεις θανατωθη.
12 Lo calò quindi dalla finestra ed egli se ne andò, fuggì e si mise in salvo.12 Και κατεβιβασεν η Μιχαλ τον Δαβιδ δια της θυριδος? και ανεχωρησε και εφυγε και διεσωθη.
13 Micol allora prese una statua e la pose nel letto; le mise intorno al capo una pelle di capra e la coprì di vesti.13 Τοτε λαβουσα η Μιχαλ ομοιωμα, εθεσεν επι της κλινης και εβαλεν εις την κεφαλην αυτου προσκεφαλαιον εκ τριχων αιγων και εσκεπασεν αυτο με φορεμα.
14 Quando Saul mandò gli sgherri a catturar Davide, ella disse loro che era malato;14 Και οτε απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας δια να συλλαβωσι τον Δαβιδ, εκεινη ειπεν, Αρρωστος ειναι.
15 li mandò una seconda volta con l'ordine di vederlo, dicendo: «Portatemelo qua nel suo letto, perchè sia ucciso».15 Παλιν απεστειλεν ο Σαουλ τους μηνυτας δια να ιδωσι τον Δαβιδ, λεγων, Φερετε μοι αυτον επι της κλινης, δια να θανατωσω αυτον.
16 I messi quando giunsero, trovarono sul letto la statua col capo coperto di pelli di capra.16 Και οτε εισηλθον οι μηνυται, ιδου, ητο το ομοιωμα επι της κλινης και προσκεφαλαιον εις την κεφαλην αυτου εκ τριχων αιγων.
17 Saul allora disse a Micol: «Perchè ti sei presa giuoco di me e hai lasciato fuggire il mio nemico?». Ed ella rispose: «Egli mi disse: - Lasciami andare, se no ti uccido -».17 Και ειπεν ο Σαουλ προς την Μιχαλ, Δια τι με ηπατησας ουτω και απεπεμψας τον εχθρον μου και διεσωθη; Και απεκριθη Μιχαλ προς τον Σαουλ, Αυτος ειπε προς εμε, Αφες με να φυγω? δια τι να σε θανατωσω;
18 Salvatosi Davide con la fuga, venne da Samuele a Ramata e gli narrò tutto quello che Saul gli aveva fatto; poi con Samuele se ne andò ad abitare in Naiot.18 Και εφυγεν ο Δαβιδ και διεσωθη και ηλθε προς τον Σαμουηλ εις Ραμα, και απηγγειλε προς αυτον παντα οσα ειχε καμει εις αυτον ο Σαουλ? και υπηγαν, αυτος και ο Σαμουηλ, και κατωκησαν εν Ναυιωθ.
19 La cosa venne annunciata a Saul da alcuni che gli dissero: «Ecco, Davide è in Naiot di Ramata».19 Απηγγειλαν δε προς τον Σαουλ και ειπον, Ιδου, ο Δαβιδ ειναι εν Ναυιωθ εν Ραμα.
20 Tosto il re mandò colà gli sgherri per rapir Davide. Venuti costoro, quando videro lo stuolo dei profeti che con Samuele a capo vaticinavano, furono investiti essi pure dallo spirito del Signore e cominciarono anch'essi a profetare.20 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας να συλλαβωσι τον Δαβιδ? και οτε ειδον την συναξιν των προφητων προφητευοντων και τον Σαμουηλ προισταμενον επ' αυτους, επηλθε Πνευμα Θεου επι τους μηνυτας του Σαουλ, και προεφητευον και αυτοι.
21 Il che essendo stato riferito a Saul, egli mandò altri messi, ma anche questi si misero a profetare. Saul mandò per la terza volta altri sgherri, che finirono col profetare essi pure. Furente di collera Saul21 Και οτε απηγγελθη προς τον Σαουλ, απεστειλεν αλλους μηνυτας? και αυτοι ομοιως προεφητευον. Και απεστειλε παλιν ο Σαουλ τριτην φοραν μηνυτας, και αυτοι ετι προεφητευον.
22 andò in persona a Ramata e giunto alla grande cisterna di Soco, domandò: «Dove sono Samuele e Davide?». Gli fu risposto: «Ecco, sono in Naiot di Ramata».22 Τοτε υπηγε και αυτος εις Ραμα και ηλθεν εως του μεγαλου φρεατος του εν Σοκχω? και ηρωτησε, λεγων, Που ειναι ο Σαμουηλ και ο Δαβιδ; Και ειπον, Ιδου, εν Ναυιωθ εν Ραμα.
23 Egli andò là, in Naiot di Ramata, ma anche lui fu investito dallo spirito del Signore e, mentre vi si incamminava, si mise a profetare finchè giunse a Naiot di Ramata.23 Και υπηγεν εκει εις Ναυιωθ την εν Ραμα? και Πνευμα Θεου επηλθε και επ' αυτον? και εξηκολουθει την οδον αυτου προφητευων, εωσου ηλθεν εις Ναυιωθ εν Ραμα.
24 Si spogliò anch'egli delle sue vesti e al cospetto di Samuele si mise a profetare insieme agli altri, poi cadde a terra nudo e vi restò tutto quel giorno e la notte. Di qui nacque il proverbio: «Saul è anch'egli del numero dei profeti?».24 Και εκδυθεις τα ιματια αυτου και αυτος, προεφητευεν ενωπιον του Σαμουηλ κατα τον αυτον τροπον, και κατεκειτο γυμνος ολην εκεινην την ημεραν και ολην την νυκτα. Δια τουτο λεγουσι, Και Σαουλ εν προφηταις;