Scrutatio

Venerdi, 3 maggio 2024 - Santi Filippo e Giacomo ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 10


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Dopo queste cose il Signore scelse altri settantadue e li mandò a due a due dinanzi a sè, in ogni città e luogo dove egli doveva andare.1 Μετα δε ταυτα διωρισεν ο Κυριος και αλλους εβδομηκοντα, και απεστειλεν αυτους ανα δυο εμπροσθεν αυτου εις πασαν πολιν και τοπον, οπου εμελλεν αυτος να υπαγη.
2 E disse loro: «La mèsse è molta, ma gli operai son pochi; pregate dunque il padrone della mèsse che mandi operai alla sua mèsse.2 Ελεγε λοιπον προς αυτους? Ο μεν θερισμος ειναι πολυς, οι δε εργαται ολιγοι? παρακαλεσατε λοιπον τον Κυριον του θερισμου να αποστειλη εργατας εις τον θερισμον αυτου.
3 Andate: ecco io vi mando come agnelli tra i lupi.3 Υπαγετε? ιδου, εγω σας αποστελλω ως αρνια εν μεσω λυκων.
4 Non portate sacco, nè bisaccia, nè calzari e non salutate nessuno per via.4 Μη βασταζετε βαλαντιον, μη σακκιον, μηδε υποδηματα, και μηδενα χαιρετησητε κατα την οδον.
5 In qualunque casa entrerete, dite prima: - Pace a questa casa! -5 Εις ηντινα δε οικιαν εισερχησθε, πρωτον λεγετε? Ειρηνη εις τον οικον τουτον.
6 Che se vi sarà un figlio di pace, la vostra pace riposerà su di lui; altrimenti, essa ritornerà a voi.6 Και εαν μεν ηναι εκει υιος ειρηνης, θελει αναπαυθη επ' αυτον η ειρηνη σας? ει δε μη, θελει επιστρεψει εις εσας.
7 Restate nella medesima casa, mangiando e bevendo quel che vi daranno; perchè l'operaio è degno della sua mercede. Non passate di casa in casa.7 Εν αυτη δε τη οικια μενετε τρωγοντες και πινοντες τα παρ' αυτων διδομενα? διοτι ο εργατης ειναι αξιος του μισθου αυτου? μη μεταβαινετε εξ οικιας εις οικιαν.
8 In qualunque città entrerete se vi ricevono, mangiate ciò che vi sarà messo innanzi.8 Και εις ηντινα πολιν εισερχησθε και σας δεχωνται, τρωγετε τα παρατιθεμενα εις εσας,
9 Guarite gl'infermi che ci saranno in essa e dite loro: - Il regno di Dio s'avvicina a voi. -9 και θεραπευετε τους εν αυτη ασθενεις και λεγετε προς αυτους? Επλησιασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
10 Ma in qualunque città entrerete se non vi ricevono uscendo sulle piazze dite:10 Εις ηντινα ομως πολιν εισερχησθε και δεν σας δεχωνται, εξελθοντες εις τας πλατειας αυτης, ειπατε?
11 - Abbiamo scosso contro di voi perfin la polvere che dalla vostra città si era attaccata ai nostri piedi; sappiate tuttavia che il regno di Dio s'avvicina. -11 Και τον κονιορτον, οστις εκολληθη εις ημας εκ της πολεως σας, εκτινασσομεν εις εσας? πλην τουτο γινωσκετε, οτι επλησιασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
12 Vi dico che nel gran giorno Sodoma sarà trattata men duramente di quella città.12 Σας λεγω δε οτι εν τη ημερα εκεινη ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα παρα εις την πολιν εκεινην.
13 Guai a te, Corozain! Guai a te, Betsaida! Perchè se in Tiro e Sidone fossero stati fatti i prodigi che furono operati tra voi, già da lungo tempo prostrati in cenere e cilicio, avrebbero fatto penitenza.13 Ουαι εις σε, Χοραζιν, ουαι εις σε, Βηθσαιδα? διοτι εαν εν τη Τυρω και Σιδωνι ηθελον γεινει τα θαυματα τα γενομενα εν τω μεσω υμων, προ πολλου ηθελον μετανοησει καθημεναι εν σακκω και σποδω.
14 Nel giorno del giudizio quindi, Tiro e Sidone saranno trattate men rigorosamente di voi.14 Πλην εις την Τυρον και Σιδωνα ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εν τη κρισει παρα εις εσας.
15 E tu, Cafarnao, che ti esalti fino al cielo, sarai sprofondata sino all'Inferno.15 Και συ, Καπερναουμ, ητις υψωθης εως του ουρανου, θελεις καταβιβασθη εως αδου.
16 Chi ascolta voi, ascolta me, e chi disprezza voi, disprezza me; e chi disprezza me, disprezza Colui che mi ha mandato».16 Οστις ακουει εσας εμε ακουει, και οστις αθετει εσας εμε αθετει, ο δε αθετων εμε αθετει τον αποστειλαντα με.
17 I settantadue tornarono pieni di gioia, dicendo: «Signore, anche i demoni sono sottomessi a noi in virtù del tuo nome».17 Υπεστρεψαν δε οι εβδομηκοντα μετα χαρας, λεγοντες? Κυριε, και τα δαιμονια υποτασσονται εις ημας εν τω ονοματι σου.
18 Ed egli rispose loro: «Io contemplavo Satana cader dal cielo a guisa di folgore.18 Ειπε δε προς αυτους? Εθεωρουν τον Σαταναν ως αστραπην εκ του ουρανου πεσοντα.
19 Ecco, io vi ho dato il potere di calcare serpenti e scorpioni, e di superare tutta la potenza del nemico, e nulla potrà farvi del male.19 Ιδου, διδω εις εσας την εξουσιαν του να πατητε επανω οφεων και σκορπιων και επι πασαν την δυναμιν του εχθρου, και ουδεν θελει σας βλαψει.
20 Pure non vi rallegrate perchè vi stanno soggetti gli spiriti; ma rallegratevi piuttosto perchè i vostri nomi sono scritti nel cielo».20 Πλην εις τουτο μη χαιρετε, οτι τα πνευματα υποτασσονται εις εσας? αλλα χαιρετε μαλλον οτι τα ονοματα σας εγραφησαν εν τοις ουρανοις.
21 In quella stessa ora esultò lo Spirito Santo e disse: «Io ti rendo gloria, o Padre, Signore del cielo e della terra, perchè hai nascoste queste cose ai savi ed ai prudenti e le hai rivelate ai pargoli. Sì, o Padre, perchè così ti è piaciuto.21 Εν αυτη τη ωρα ηγαλλιασθη κατα το πνευμα ο Ιησους και ειπεν? Ευχαριστω σοι, Πατερ, Κυριε του ουρανου και της γης, οτι απεκρυψας ταυτα απο σοφων και συνετων και απεκαλυψας αυτα εις νηπια? ναι, ω Πατερ, διοτι ουτως εγεινεν αρεστον εμπροσθεν σου.
22 Tutte le cose mi sono state affidate dal Padre mio; e nessuno conosce chi sia il Figliuolo, all'infuori del Padre; nè chi sia il Padre all'infuori del Figliuolo e colui al quale il Figliuolo avrà voluto rivelarlo».22 Παντα παρεδοθησαν εις εμε υπο του Πατρος μου? και ουδεις γινωσκει τις ειναι ο Υιος, ειμη ο Πατηρ, και τις ειναι ο Πατηρ, ειμη ο Υιος και εις οντινα θελη ο Υιος να αποκαλυψη αυτον.
23 Rivolto poi a' suoi discepoli, soggiunse: «Beati gli occhi che vedono le cose che vedete voi.23 Και στραφεις προς τους μαθητας, ειπε κατ' ιδιαν? Μακαριοι οι οφθαλμοι οι βλεποντες οσα βλεπετε.
24 Poichè vi dico, molti profeti e re desiderarono vedere quello che voi vedete, e non lo hanno veduto, ed ascoltare quello che voi udite, e non lo hanno udito».24 Διοτι σας λεγω οτι πολλοι προφηται και βασιλεις επεθυμησαν να ιδωσιν οσα σεις βλεπετε, και δεν ειδον, και να ακουσωσιν οσα ακουετε, και δεν ηκουσαν.
25 Ed ecco alzarsi un dottore della legge e dirgli, per metterlo alla prova: «Maestro, che cosa devo fare per ottenere la vita eterna?».25 Και ιδου, νομικος τις εσηκωθη πειραζων αυτον και λεγων? Διδασκαλε, τι πραξας θελω κληρονομησει ζωην αιωνιον;
26 Gesù gli rispose: «Cosa sta scritto nella legge? Cosa vi leggi?».26 Ο δε ειπε προς αυτον? Εν τω νομω τι ειναι γεγραμμενον; πως αναγινωσκεις;
27 L'altro replicò: «Ama il Signore Dio tuo, con tutto il cuore, con tutta l'anima, con tutte le forze e con tutta l'intelligenza, e il tuo prossimo come te stesso».27 Ο δε αποκριθεις ειπε? Θελεις αγαπα Κυριον τον Θεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου και εξ ολης της δυναμεως σου και εξ ολης της διανοιας σου, και τον πλησιον σου ως σεαυτον.
28 Gesù gli rispose: «Hai risposto benissimo; fa' questo e vivrai».28 Ειπε δε προς αυτον? Ορθως απεκριθης? τουτο καμνε και θελεις ζησει.
29 Ma costui, volendo giustificarsi domandò a Gesù: «E chi è il mio prossimo?».29 Αλλ' εκεινος, θελων να δικαιωση εαυτον, ειπε προς τον Ιησουν? Και τις ειναι ο πλησιον μου;
30 Gesù prese a dire: «Un uomo scendeva da Gerusalemme a Gerico e s'imbattè in ladroni, i quali, spogliatolo e feritolo se ne andarono, lasciandolo mezzo morto.30 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπεν? Ανθρωπος τις κατεβαινεν απο Ιερουσαλημ εις Ιεριχω και περιεπεσεν εις ληστας? οιτινες και γυμνωσαντες αυτον και καταπληγωσαντες, ανεχωρησαν αφησαντες αυτον ημιθανη.
31 Ora a caso scendeva per la stessa strada un sacerdote; vide quell'uomo e passò oltre.31 Κατα συγκυριαν δε ιερευς τις κατεβαινε δι' εκεινης της οδου, και ιδων αυτον επερασεν απο το αλλο μερος.
32 Così pure un Levita, giunto nelle vicinanze guardò e tirò innanzi.32 Ομοιως δε και Λευιτης, φθασας εις τον τοπον, ελθων και ιδων επερασεν απο το αλλο μερος.
33 Ma un Samaritano, che era in viaggio, giunto vicino a lui e, vistolo, s'impietosì:33 Σαμαρειτης δε τις οδοιπορων ηλθεν εις τον τοπον οπου ητο, και ιδων αυτον εσπλαγχνισθη,
34 gli si accostò, ne fasciò le piaghe, versandovi sopra olio e vino; e, collocatolo sulla propria cavalcatura, lo condusse all'albergo e si prese cura di lui.34 και πλησιασας εδεσε τας πληγας αυτου επιχεων ελαιον και οινον, και επιβιβασας αυτον επι το κτηνος αυτου, εφερεν αυτον εις ξενοδοχειον και επεμεληθη αυτου?
35 Il giorno dopo, tratti fuori due danari li diede all'oste e gli disse: - Prenditi cura di lui, e quanto spenderai di più te lo pagherò al mio ritorno. -35 και την επαυριον, οτε εξηρχετο, εκβαλων δυο δηναρια εδωκεν εις τον ξενοδοχον και ειπε προς αυτον? Επιμεληθητι αυτου, και ο, τι συ δαπανησης περιπλεον, εγω οταν επανελθω θελω σοι αποδωσει.
36 Chi di questi tre ti pare sia stato prossimo, per colui che s'imbattè nei ladroni?».36 Τις λοιπον εκ των τριων τουτων σοι φαινεται οτι εγεινε πλησιον του εμπεσοντος εις τους ληστας;
37 Quegli rispose: «Colui che gli usò misericordia». E Gesù gli soggiunse: «Va', e fa' tu pure lo stesso».37 Ο δε ειπεν? Ο ποιησας το ελεος εις αυτον? Ειπε λοιπον προς αυτον ο Ιησους? Υπαγε και συ, καμνε ομοιως.
38 Mentre essi erano in cammino, [Gesù] entrò in un villaggio e una donna di nome Marta lo ricevette nella sua casa.38 Ενω δε απηρχοντο, αυτος εισηλθεν εις κωμην τινα? και γυνη τις ονομαζομενη Μαρθα υπεδεχθη αυτον εις τον οικον αυτης.
39 Ella aveva una sorella chiamata Maria, la quale seduta ai piedi del Signore, ascoltava la sua parola.39 Και αυτη ειχεν αδελφην καλουμενην Μαριαν, ητις και καθησασα παρα τους ποδας του Ιησου, ηκουε τον λογον αυτου.
40 Marta intanto s'affannava tra molte faccende, e si presentò a dire: «Signore, non t'importa che mia sorella mi lasci sola a servire? Dille, dunque, di aiutarmi».40 Η δε Μαρθα ενησχολειτο εις πολλην υπηρεσιαν? και ελθουσα εμπροσθεν αυτου ειπε? Κυριε, δεν σε μελει οτι η αδελφη μου με αφηκε μονην να υπηρετω; ειπε λοιπον προς αυτην να μοι βοηθηση.
41 Ma il Signore le rispose: «Marta, Marta, tu t'affanni e t'inquieti di troppe cose.41 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην? Μαρθα, Μαρθα, μεριμνας και αγωνιζεσαι περι πολλα?
42 Eppure una sola cosa è necessaria. Maria ha scelto la parte migliore, che non le sarà tolta».42 πλην ενος ειναι χρεια? η Μαρια ομως εξελεξε την αγαθην μεριδα, ητις δεν θελει αφαιρεθη απ' αυτης.