Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro delle Cronache 15


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Egli si costruì edifici nella Città di Davide, preparò il posto per l’arca di Dio ed eresse per essa una tenda.1 Και ο Δαβιδ εκαμεν εις εαυτον οικιας εν τη πολει Δαβιδ, και ητοιμασε τοπον δια την κιβωτον του Θεου και εστησε σκηνην δι' αυτην.
2 Allora Davide disse: «Nessuno, se non i leviti, porti l’arca di Dio, perché Dio li ha scelti come portatori dell’arca e come suoi ministri per sempre».
2 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ, Δεν πρεπει να σηκωσωσι την κιβωτον του Θεου ειμη οι Λευιται διοτι αυτους εξελεξεν ο Κυριος δια να σηκονωσι την κιβωτον του Θεου και να λειτουργωσιν εν αυτη διαπαντος.
3 Davide convocò tutto Israele a Gerusalemme, per far salire l’arca del Signore nel posto che le aveva preparato.3 Και συνηθροισεν ο Δαβιδ παντα τον Ισραηλ εις την Ιερουσαλημ, δια να αναβιβασωσι την κιβωτον του Κυριου εις τον τοπον αυτης, τον οποιον ητοιμασε δι' αυτην.
4 Davide radunò i figli di Aronne e i leviti.4 Και συνηθροισεν ο Δαβιδ τους υιους του Ααρων και τους Λευιτας?
5 Dei figli di Keat: Urièl, il comandante, con i centoventi fratelli;5 εκ των υιων Κααθ, Ουριηλ τον αρχηγον και τους αδελφους αυτου, εκατον εικοσι?
6 dei figli di Merarì: Asaià, il comandante, con i duecentoventi fratelli;6 εκ των υιων Μεραρι, Ασαιαν τον αρχηγον και τους αδελφους αυτου, διακοσιους εικοσι?
7 dei figli di Ghersom: Gioele, il comandante, con i centotrenta fratelli;7 εκ των υιων Γηρσωμ, Ιωηλ τον αρχηγον και τους αδελφους αυτου, εκατον τριακοντα?
8 dei figli di Elisafàn: Semaià, il comandante, con i duecento fratelli;8 εκ των υιων Ελισαφαν, Σεμαιαν τον αρχηγον και τους αδελφους αυτου, διακοσιους?
9 dei figli di Ebron: Elièl, il comandante, con gli ottanta fratelli;9 εκ των υιων Χεβρων, Ελιηλ τον αρχηγον και τους αδελφους αυτου, ογδοηκοντα?
10 dei figli di Uzzièl: Amminadàb, il comandante, con i centodieci fratelli.
10 εκ των υιων Οζιηλ, Αμμιναδαβ τον αρχηγον και τους αδελφους αυτου, εκατον δωδεκα.
11 Davide chiamò i sacerdoti Sadoc ed Ebiatàr e i leviti Urièl, Asaià, Gioele, Semaià, Elièl e Amminadàb11 Και εκαλεσεν ο Δαβιδ τον Σαδωκ και τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, και τους Λευιτας Ουριηλ, Ασαιαν, και Ιωηλ, Σεμαιαν και Ελιηλ και Αμμιναδαβ,
12 e disse loro: «Voi siete i capi dei casati levitici. Santificatevi, voi e i vostri fratelli. Quindi fate salire l’arca del Signore, Dio d’Israele, nel posto che io le ho preparato.12 και ειπε προς αυτους, σεις οι αρχοντες των πατριων των Λευιτων, αγιασθητε σεις και οι αδελφοι σας, και αναβιβασατε την κιβωτον Κυριου του Θεου του Ισραηλ εις τον τοπον τον οποιον ητοιμασα δι' αυτην?
13 Poiché la prima volta voi non c’eravate, il Signore nostro Dio si irritò con noi, perché non l’abbiamo consultato secondo la regola».
13 διοτι, επειδη σεις δεν εκαμετε τουτο την αρχην, Κυριος ο Θεος ημων εκαμε χαλασμον εν ημιν, καθοτι δεν εζητησαμεν αυτον κατα το διατεταγμενον.
14 I sacerdoti e i leviti si santificarono per far salire l’arca del Signore, Dio d’Israele.14 Οι ιερεις λοιπον και οι Λευιται ηγιασθησαν, δια να αναβιβασωσι την κιβωτον Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
15 I figli dei leviti sollevarono l’arca di Dio sulle loro spalle per mezzo di stanghe, come aveva prescritto Mosè sulla parola del Signore.15 Και εσηκωσαν οι υιοι των Λευιτων την κιβωτον του Θεου επι ωμων με τους μοχλους εφ' εαυτων, καθως προσεταξεν ο Μωυσης κατα τον λογον του Κυριου.
16 Davide disse ai capi dei leviti di tenere pronti i loro fratelli, i cantori con gli strumenti musicali, arpe, cetre e cimbali, perché, levando la loro voce, facessero udire i suoni di gioia.16 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους αρχηγους των Λευιτων να στησωσι τους αδελφους αυτων τους ψαλτωδους με οργανα μουσικα, ψαλτηρια και κιθαρας και κυμβαλα, δια να ηχωσιν υψονοντες φωνην εν ευφροσυνη.
17 I leviti tennero pronti Eman, figlio di Gioele, Asaf, uno dei suoi fratelli, figlio di Berechia, e, tra i figli di Merarì, loro fratelli, Etan, figlio di Kusaià.17 Και εστησαν οι Λευιται τον Αιμαν υιον του Ιωηλ? και εκ των αδελφων αυτου, τον Ασαφ υιον του Βαραχιου? και εκ των υιων Μεραρι των αδελφων αυτων, τον Εθαν υιον του Κεισαια?
18 Con loro c’erano i loro fratelli di secondo grado: Zaccaria, Ben, Iaazièl, Semiramòt, Iechièl, Unnì, Eliàb, Benaià, Maasia, Mattitia, Elifleu, Micneià, Obed-Edom e Ieièl portieri.18 και μετ' αυτων, τους δευτερευοντας αδελφους αυτων, Ζαχαριαν, Βεν και Ιααζιηλ και Σεμιραμωθ και Ιεχιηλ και Ουννι, Ελιαβ και Βεναιαν και Μαασιαν και Ματταθιαν και Ελιφελεου και Μικνειαν και Ωβηδ-εδωμ και Ιειηλ, τους πυλωρους.
19 I cantori Eman, Asaf ed Etan usavano cimbali di bronzo per il loro suono squillante.19 Ουτως οι ψαλτωδοι, Αιμαν, Ασαφ και Εθαν, διωρισθησαν δια να ηχωσι με κυμβαλα χαλκινα?
20 Zaccaria, Azièl, Semiramòt, Iechièl, Unnì, Eliàb, Maasia e Benaià suonavano arpe in acuto.20 ο δε Ζαχαριας και Αζιηλ και Σεμιραμωθ και Ιεχιηλ και Ουννι και Ελιαβ και Μαασιας και Βεναιας, με ψαλτηρια επι Αλαμωθ?
21 Mattitia, Elifleu, Micneià, Obed-Edom, Ieièl, Azaria suonavano le cetre sull’ottava per dare il tono.21 και ο Ματταθιας και Ελιφελεου και Μικνειας και Ωβηδ-εδωμ και Ιειηλ και Αζαζιας, με κιθαρας επι Σεμινιθ, δια να ενισχυσωσι τον τονον.
22 Chenania, capo dei leviti, dirigeva l’esecuzione, perché era esperto.22 Και ο Χενανιας ητο πρωταοιδος των Λευιτων, προεδρευων εις το αδειν, επειδη ητο συνετος.
23 Berechia ed Elkanà facevano da portieri presso l’arca.23 Ο δε Βαραχιας και Ελκανα ησαν πυλωροι της κιβωτου.
24 I sacerdoti Sebania, Giòsafat, Netanèl, Amasài, Zaccaria, Benaià, Elièzer suonavano le trombe davanti all’arca di Dio; Obed-Edom e Iechia facevano da portieri presso l’arca.
24 Και ο Σεβανιας και Ιωσαφατ και Ναθαναηλ και Αμασαι και Ζαχαριας και Βεναιας και Ελιεζερ, οι ιερεις, εσαλπιζον με τας σαλπιγγας εμπροσθεν της κιβωτου του Θεου? ο δε Ωβηδ-εδωμ και Ιεχια ησαν πυλωροι της κιβωτου.
25 Davide, gli anziani d’Israele e i comandanti di migliaia procedettero con gioia a far salire l’arca dell’alleanza del Signore dalla casa di Obed-Edom.25 Και υπηγαν ο Δαβιδ και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ και οι χιλιαρχοι να αναβιβασωσι την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εκ του οικου του Ωβηδ-εδωμ εν ευφροσυνη.
26 Poiché Dio assisteva i leviti che portavano l’arca dell’alleanza del Signore, si sacrificarono sette giovenchi e sette arieti.26 Και οτε ο Θεος ενισχυε τους Λευιτας τους βασταζοντας την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, εθυσιαζον επτα μοσχους και επτα κριους.
27 Davide indossava un manto di bisso, come pure tutti i leviti che portavano l’arca, i cantori e Chenania, che dirigeva l’esecuzione. Davide aveva inoltre un efod di lino.27 Και ο Δαβιδ ητο ενδεδυμενος στολην βυσσινην, και παντες οι Λευιται οι βασταζοντες την κιβωτον και οι ψαλτωδοι και ο Χενανιας ο πρωταοιδος των ψαλτωδων? και εφορει ο Δαβιδ εφοδ λινουν.
28 Tutto Israele faceva salire l’arca dell’alleanza del Signore con grida, con suoni di corno, con trombe e con cimbali, suonando arpe e cetre.28 Ουτω πας ο Ισραηλ ανεβιβαζε την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εν αλαλαγμω και εν φωνη κερατινης και εν σαλπιγξι και εν κυμβαλοις, ηχουντες εν ψαλτηριοις και εν κιθαραις.
29 Quando l’arca dell’alleanza del Signore entrò nella Città di Davide, Mical, figlia di Saul, guardando dalla finestra, vide il re Davide ballare e far festa e lo disprezzò in cuor suo.29 Και ενω η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου εισηρχετο εις την πολιν Δαβιδ, Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, εκυψε δια της θυριδος και ιδουσα τον βασιλεα Δαβιδ χορευοντα και παιζοντα, εξουδενωσεν αυτον εν τη καρδια αυτης.