Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 22


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Trascorsero tre anni senza guerra fra Aram e Israele.1 Παρηλθον δε τρια ετη ανευ πολεμου αναμεσον της Συριας και του Ισραηλ.
2 Nel terzo anno Giòsafat, re di Giuda, scese dal re d’Israele.2 Κατα δε το τριτον ετος κατεβη Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα προς τον βασιλεα του Ισραηλ.
3 Ora il re d’Israele aveva detto ai suoi ufficiali: «Non sapete che Ramot di Gàlaad è nostra? Eppure noi ce ne stiamo inerti, senza riprenderla dalla mano del re di Aram».3 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τους δουλους αυτου, Εξευρετε οτι η Ραμωθ-γαλααδ ειναι ημων, και ημεις σιωπωμεν εις το να λαβωμεν αυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Συριας;
4 Disse a Giòsafat: «Verresti con me a combattere per Ramot di Gàlaad?». Giòsafat rispose al re d’Israele: «Conta su di me come su te stesso, sul mio popolo come sul tuo, sui miei cavalli come sui tuoi».
4 Και ειπε προς τον Ιωσαφατ, Ερχεσαι μετ' εμου δια να πολεμησωμεν την Ραμωθ-γαλααδ; Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Εγω ειμαι καθως συ, ο λαος μου καθως ο λαος σου, οι ιπποι μου καθως οι ιπποι σου.
5 Giòsafat disse al re d’Israele: «Consulta, per favore, oggi stesso la parola del Signore».5 Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Ερωτησον, παρακαλω, τον λογον του Κυριου σημερον.
6 Il re d’Israele radunò i profeti, quattrocento persone, e domandò loro: «Devo andare in guerra contro Ramot di Gàlaad o devo rinunciare?». Risposero: «Attacca; il Signore la metterà in mano al re».6 Και συνηθροισεν ο βασιλευς του Ισραηλ τους προφητας, περιπου τετρακοσιους ανδρας, και ειπε προς αυτους, να υπαγω εναντιον της Ραμωθ-γαλααδ να πολεμησω, η να απεχω; οι δε ειπον, Αναβα, και ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
7 Giòsafat disse: «Non c’è qui ancora un profeta del Signore da consultare?».7 Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Δεν ειναι ενταυθα ετι προφητης του Κυριου, δια να ερωτησωμεν δι' αυτου;
8 Il re d’Israele rispose a Giòsafat: «C’è ancora un uomo, per consultare tramite lui il Signore, ma io lo detesto perché non mi profetizza il bene, ma il male: è Michea, figlio di Imla». Giòsafat disse: «Il re non parli così!».8 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Ειναι ετι ανθρωπος τις, Μιχαιας, ο υιος του Ιεμλα, δια του οποιου δυναμεθα να ερωτησωμεν τον Κυριον? πλην μισω αυτον? διοτι δεν προφητευει καλον περι εμου, αλλα κακον. Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Ας μη λαλη ο βασιλευς ουτως.
9 Il re d’Israele, chiamato un cortigiano, gli ordinò: «Convoca subito Michea, figlio di Imla».
9 Και εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ ενα ευνουχον και ειπε, Σπευσον να φερης Μιχαιαν τον υιον του Ιεμλα.
10 Il re d’Israele e Giòsafat, re di Giuda, sedevano ognuno sul suo trono, vestiti dei loro mantelli, nello spiazzo all’ingresso della porta di Samaria; tutti i profeti profetizzavano davanti a loro.10 Ο δε βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εκαθηντο, εκαστος επι του θρονου αυτου, ενδεδυμενοι στολας, εν τοπω ανοικτω κατα την εισοδον της πυλης της Σαμαρειας? και παντες οι προφηται προεφητευον εμπροσθεν αυτων.
11 Sedecìa, figlio di Chenaanà, che si era fatto corna di ferro, affermava: «Così dice il Signore: “Con queste cozzerai contro gli Aramei sino a finirli”».11 Και Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα ειχε καμει εις εαυτον σιδηρα κερατα? και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Δια τουτων θελεις κερατισει τους Συριους, εωσου συντελεσης αυτους.
12 Tutti i profeti profetizzavano allo stesso modo: «Assali Ramot di Gàlaad, avrai successo. Il Signore la metterà in mano al re».
12 Και παντες οι προφηται προεφητευον ουτω, λεγοντες, Αναβα εις Ραμωθ-γαλααδ και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
13 Il messaggero, che era andato a chiamare Michea, gli disse: «Ecco, le parole dei profeti concordano sul successo del re; ora la tua parola sia come quella degli altri: preannuncia il successo!».13 Και ο μηνυτης, οστις υπηγε να καλεση τον Μιχαιαν, ειπε προς αυτον, λεγων, Ιδου τωρα, οι λογοι των προφητων φανερονουσιν εξ ενος στοματος καλον περι του βασιλεως? ο λογος σου λοιπον ας ηναι ως ο λογος ενος εξ εκεινων, και λαλησον το καλον.
14 Michea rispose: «Per la vita del Signore, annuncerò quanto il Signore mi dirà».14 Ο δε Μιχαιας ειπε, Ζη Κυριος, ο, τι μοι ειπη ο Κυριος, τουτο θελω λαλησει.
15 Si presentò al re, che gli domandò: «Michea, dobbiamo andare in guerra contro Ramot di Gàlaad o rinunciare?». Gli rispose: «Attaccala e avrai successo; il Signore la metterà nella mano del re».15 Ηλθε λοιπον προς τον βασιλεα. Και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Μιχαια, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ δια να πολεμησωμεν, η να απεχωμεν; Ο δε απεκριθη προς αυτον, Αναβα και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
16 Il re gli disse: «Quante volte ti devo scongiurare di non dirmi se non la verità nel nome del Signore?».16 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Εως ποσακις θελω σε ορκιζει, να μη λεγης προς εμε παρα την αληθειαν εν ονοματι Κυριου;
17 Egli disse:
«Vedo tutti gli Israeliti vagare sui monti
come pecore che non hanno pastore.
Il Signore dice: “Questi non hanno padrone;
ognuno torni a casa sua in pace!”».
17 Ο δε ειπεν, ειδον παντα τον Ισραηλ διεσπαρμενον επι τα ορη, ως προβατα μη εχοντα ποιμενα. Και ειπε Κυριος, Ουτοι δεν εχουσι κυριον? ας επιστρεψωσιν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.
18 Il re d’Israele disse a Giòsafat: «Non te l’avevo detto che costui non mi profetizza il bene, ma solo il male?».18 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Δεν σοι ειπα ετι δεν θελει προφητευσει καλον περι εμου, αλλα κακον;
19 Michea disse: «Perciò, ascolta la parola del Signore. Io ho visto il Signore seduto sul trono; tutto l’esercito del cielo gli stava intorno, a destra e a sinistra.19 Και ο Μιχαιας ειπεν, Ακουσον λοιπον τον λογον του Κυριου. Ειδον τον Κυριον καθημενον επι του θρονου αυτου, και πασαν την στρατιαν του ουρανου παρισταμενην περι αυτον, εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.
20 Il Signore domandò: “Chi ingannerà Acab perché salga contro Ramot di Gàlaad e vi perisca?”. Chi rispose in un modo e chi in un altro.20 Και ειπε Κυριος, Τις θελει απατησει τον Αχααβ, ωστε να αναβη και να πεση εν Ραμωθ-γαλααδ; Και ο μεν ειπεν ουτως, ο δε ειπεν ουτως.
21 Si fece avanti uno spirito che, presentatosi al Signore, disse: “Lo ingannerò io”. “Come?”, gli domandò il Signore.21 Και εξηλθε το πνευμα και εσταθη ενωπιον Κυριου και ειπεν, Εγω θελω απατησει αυτον.
22 Rispose: “Andrò e diventerò spirito di menzogna sulla bocca di tutti i suoi profeti”. Gli disse: “Lo ingannerai; certo riuscirai: va’ e fa’ così”.22 Και ειπε Κυριος προς αυτο, Τινι τροπω; Και ειπε, Θελω εξελθει και θελω εισθαι πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων των προφητων αυτου. Και ειπε Κυριος, Θελεις απατησει και ετι θελεις κατορθωσει? εξελθε και καμε ουτω.
23 Ecco, dunque, il Signore ha messo uno spirito di menzogna sulla bocca di tutti questi tuoi profeti, ma il Signore a tuo riguardo parla di sciagura».
23 Τωρα λοιπον, ιδου, ο Κυριος εβαλε πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων τουτων των προφητων σου, και ο Κυριος ελαλησε κακον επι σε.
24 Allora Sedecìa, figlio di Chenaanà, si avvicinò e percosse Michea sulla guancia dicendo: «In che modo lo spirito del Signore è passato da me per parlare a te?».24 Τοτε πλησιασας Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα, ερραπισε τον Μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπε, Δια ποιας οδου επερασε το Πνευμα του Κυριου απ' εμου, δια να λαληση προς σε;
25 Michea rispose: «Ecco, lo vedrai nel giorno in cui passerai di stanza in stanza per nasconderti».25 Και ειπεν ο Μιχαιας, Ιδου, θελεις ιδει, καθ' ην ημεραν θελεις εισερχεσθαι απο ταμειου εις ταμειον δια να κρυφθης.
26 Il re d’Israele disse: «Prendi Michea e conducilo da Amon, governatore della città, e da Ioas, figlio del re.26 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ, Πιασατε τον Μιχαιαν και επαναφερετε αυτον προς Αμων τον αρχοντα της πολεως και προς Ιωας τον υιον του βασιλεως?
27 Dirai loro: “Così dice il re: Mettete costui in prigione e nutritelo con il minimo di pane e di acqua finché tornerò in pace”».27 και ειπατε, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Βαλετε τουτον εις την φυλακην και τρεφετε αυτον με αρτον θλιψεως και με υδωρ θλιψεως, εωσου επιστρεψω εν ειρηνη.
28 Michea disse: «Se davvero tornerai in pace, il Signore non ha parlato per mezzo mio». E aggiunse: «Popoli tutti, ascoltate!».
28 Και ειπεν ο Μιχαιας, Εαν τωοντι επιστρεψης εν ειρηνη, ο Θεος δεν ελαλησε δι' εμου. Και ειπεν, Ακουσατε σεις, παντες οι λαοι.
29 Il re d’Israele marciò, insieme con Giòsafat, re di Giuda, contro Ramot di Gàlaad.29 Και ανεβη ο βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εις Ραμωθ-γαλααδ.
30 Il re d’Israele disse a Giòsafat: «Io per combattere mi travestirò. Tu resta con i tuoi abiti». Il re d’Israele si travestì ed entrò in battaglia.30 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Εγω θελω μετασχηματισθη και εισελθει εις την μαχην? συ δε ενδυθητι την στολην σου. Και μετεσχηματισθη ο βασιλευς του Ισραηλ και εισηλθεν εις την μαχην.
31 Il re di Aram aveva ordinato ai comandanti dei suoi carri, che erano trentadue: «Non combattete contro nessuno, piccolo o grande, ma unicamente contro il re d’Israele».31 Ο δε βασιλευς της Συριας ειχε προσταξει τους τριακοντα δυο αμαξαρχας αυτου, λεγων, Μη πολεμειτε μητε μικρον μητε μεγαν, αλλα μονον τον βασιλεα του Ισραηλ.
32 Appena videro Giòsafat, i comandanti dei carri dissero: «Certo, quello è il re d’Israele». Si avvicinarono a lui per combattere. Giòsafat lanciò un grido.32 Και ως ειδον οι αμαξαρχαι τον Ιωσαφατ, τοτε αυτοι ειπον, Βεβαιως ουτος ειναι ο βασιλευς του Ισραηλ. Και περιεστραφησαν δια να πολεμησωσιν αυτον? αλλ' ο Ιωσαφατ ανεβοησεν.
33 I comandanti dei carri si accorsero che non era il re d’Israele e si allontanarono da lui.
33 Ιδοντες δε οι αμαξαρχαι οτι δεν ητο ο βασιλευς του Ισραηλ, επεστρεψαν απο της καταδιωξεως αυτου.
34 Ma un uomo tese a caso l’arco e colpì il re d’Israele fra le maglie dell’armatura e la corazza. Il re disse al suo cocchiere: «Gira, portami fuori della mischia, perché sono ferito».34 Ανθρωπος δε τις, τοξευσας ασκοπως, εκτυπησε τον βασιλεα του Ισραηλ μεταξυ των αρθρωσεων του θωρακος? ο δε ειπε προς τον ηνιοχον αυτου, Στρεψον την χειρα σου και εκβαλε με εκ του στρατευματος? διοτι επληγωθην.
35 La battaglia infuriò in quel giorno; il re stette sul suo carro di fronte agli Aramei. Alla sera morì; il sangue della sua ferita era colato sul fondo del carro.35 Και η μαχη εμεγαλυνθη εν τη ημερα εκεινη? ο δε βασιλευς ιστατο επι της αμαξης αντικρυ των Συριων, και προς το εσπερας απεθανε? και το αιμα ερρεεν εκ της πληγης εις τον κολπον της αμαξης.
36 Al tramonto questo grido si diffuse per l’accampamento: «Ognuno alla sua città e ognuno alla sua terra!».36 Και περι την δυσιν του ηλιου εγεινε διακηρυξις εν τω στρατοπεδω, λεγουσα, Εκαστος εις την πολιν αυτου και εκαστος εις τον τοπον αυτου.
37 Il re dunque morì. Giunsero a Samaria e seppellirono il re a Samaria.37 Και απεθανεν ο βασιλευς και εκομισθη εις Σαμαρειαν? και ενεταφιασαν τον βασιλεα εν Σαμαρεια.
38 Il carro fu lavato nella piscina di Samaria; i cani leccarono il suo sangue e le prostitute vi si bagnarono, secondo la parola pronunciata dal Signore.
38 Και επλυναν την αμαξαν εις το υδροστασιον της Σαμαρειας? επλυναν ετι και τα οπλα αυτου? και εγλειψαν οι κυνες το αιμα αυτου, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν.
39 Le altre gesta di Acab, tutte le sue azioni, la costruzione della casa d’avorio e delle città da lui erette, non sono forse descritte nel libro delle Cronache dei re d’Israele?39 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Αχααβ και παντα οσα εκαμε, και ο ελεφαντινος οικος τον οποιον ωκοδομησε και πασαι αι πολεις, τας οποιας εκτισε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;
40 Acab si addormentò con i suoi padri e al suo posto divenne re suo figlio Acazia.
40 Και εκοιμηθη ο Αχααβ μετα των πατερων αυτου, και εβασιλευσεν αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
41 Giòsafat, figlio di Asa, divenne re su Giuda l’anno quarto di Acab, re d’Israele.41 Ο δε Ιωσαφατ ο υιος του Ασα εβασιλευσεν επι τον Ιουδα, το τεταρτον ετος του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ.
42 Giòsafat aveva trentacinque anni quando divenne re; regnò venticinque anni a Gerusalemme. Sua madre si chiamava Azubà, figlia di Silchì.42 Ο Ιωσαφατ ητο τριακοντα πεντε ετων ηλικιας οτε εβασιλευσε? και εβασιλευσεν εικοσιπεντε ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αζουβα, θυγατηρ του Σιλει.
43 Seguì in tutto la via di Asa, suo padre, non si allontanò da essa, facendo ciò che è retto agli occhi del Signore.43 Και περιεπατησεν εις πασας τας οδους Ασα του πατρος αυτου? δεν εξεκλινεν απ' αυτων, πραττων το ευθες ενωπιον του Κυριου. Οι υψηλοι ομως τοποι δεν αφηρεθησαν? ο λαος εθυσιαζεν ετι και εθυμιαζεν εν τοις υψηλοις τοποις.
44 Ma non scomparvero le alture; il popolo ancora sacrificava e offriva incenso sulle alture.44 Και ειχεν ειρηνην ο Ιωσαφατ μετα του βασιλεως του Ισραηλ.
45 Giòsafat fece pace con il re d’Israele.
45 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ιωσαφατ, και τα κατορθωματα αυτου οσα εκαμε, και οι πολεμοι αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
46 Le altre gesta di Giòsafat e la potenza con cui agì e combatté, non sono forse descritte nel libro delle Cronache dei re di Giuda?46 Και το υπολοιπον των σοδομιτων, το εναπολειφθεν εν ταις ημεραις Ασα του πατρος αυτου, αυτος εξηλειψεν απο της γης.
47 Egli spazzò via dalla terra il resto dei prostituti sacri, che era rimasto al tempo di suo padre Asa.
47 Τοτε δεν υπηρχε βασιλευς εν Εδωμ? διοικητης ητο βασιλευς.
48 Allora non c’era re in Edom; lo sostituiva un governatore.48 Ο Ιωσαφατ εκαμε πλοια εν Θαρσεις, δια να πλευσωσιν εις Οφειρ δια χρυσιον? πλην δεν υπηγον, διοτι τα πλοια συνετριφθησαν εν Εσιων-γαβερ.
49 Giòsafat costruì navi di Tarsis per andare a cercare l’oro in Ofir; ma non ci andò, perché le navi si sfasciarono a Esion-Ghèber.49 Τοτε ειπεν Οχοζιας ο υιος του Αχααβ προς τον Ιωσαφατ, Ας υπαγωσιν οι δουλοι μου μετα των δουλων σου εις τα πλοια? ο Ιωσαφατ ομως δεν ηθελησε.
50 Allora Acazia, figlio di Acab, disse a Giòsafat: «I miei servi vadano con i tuoi servi sulle navi». Ma Giòsafat non volle.
50 Και εκοιμηθη ο Ιωσαφατ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ του πατρος αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Ιωραμ ο υιος αυτου.
51 Giòsafat si addormentò con i suoi padri, fu sepolto con i suoi padri nella Città di Davide, suo padre, e al suo posto divenne re suo figlio Ioram.
51 Οχοζιας ο υιος του Αχααβ εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ εν Σαμαρεια, το δεκατον εβδομον ετος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα? και εβασιλευσε δυο ετη επι τον Ισραηλ.
52 Acazia, figlio di Acab, divenne re su Israele a Samaria nell’anno diciassettesimo di Giòsafat, re di Giuda; regnò due anni su Israele.52 Και επραξε τα πονηρα ενωπιον του Κυριου, και περιεπατησεν εις την οδον του πατρος αυτου και εις την οδον της μητρος αυτου και εις την οδον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση?
53 Fece ciò che è male agli occhi del Signore, seguendo la via di suo padre, quella di sua madre e quella di Geroboamo, figlio di Nebat, che aveva fatto peccare Israele.53 διοτι ελατρευσε τον Βααλ και προσεκυνησεν αυτον, και παρωργισε Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, κατα παντα οσα επραξεν ο πατηρ αυτου.
54 Servì Baal e si prostrò davanti a lui irritando il Signore, Dio d’Israele, come aveva fatto suo padre.