Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 8


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Cum autem descendisset de monte, secutae sunt eum turbae multae.
1 Οτε δε κατεβη απο του ορους, ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι.
2 Et ecce leprosus veniens adorabat eum dicens: “ Domine, si vis, potes memundare ”.2 Και ιδου, λεπρος ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
3 Et extendens manum, tetigit eum dicens: “ Volo, mundare! ”;et confestim mundata est lepra eius.3 Και εκτεινας την χειρα ο Ιησους ηγγισεν αυτον, λεγων? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς εκαθαρισθη η λεπρα αυτου.
4 Et ait illi Iesus: “ Vide, neminidixeris; sed vade, ostende te sacerdoti et offer munus, quod praecepit Moyses,in testimonium illis ”.
4 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Προσεχε μη ειπης τουτο εις μηδενα, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε το δωρον, το οποιον προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.
5 Cum autem introisset Capharnaum, accessit ad eum centurio rogans eum5 Οτε δε εισηλθεν ο Ιησους εις Καπερναουμ, προσηλθε προς αυτον εκατονταρχος παρακαλων αυτον
6 etdicens: “ Domine, puer meus iacet in domo paralyticus et male torquetur ”.6 και λεγων? Κυριε, ο δουλος μου κειται εν τη οικια παραλυτικος, δεινως βασανιζομενος.
7 Et ait illi: “ Ego veniam et curabo eum ”.7 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Εγω ελθων θελω θεραπευσει αυτον.
8 Et respondens centurio ait: “Domine, non sum dignus, ut intres sub tectum meum, sed tantum dic verbo, etsanabitur puer meus.8 Και αποκριθεις ο εκατονταρχος ειπε? Κυριε, δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου? αλλα μονον ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.
9 Nam et ego homo sum sub potestate, habens sub me milites,et dico huic: “Vade”, et vadit; et alii: “Veni”, et venit; et servo meo:“Fac hoc”, et facit”.
9 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υπο εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει, και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.
10 Audiens autem Iesus, miratus est et sequentibus se dixit: “Amen dico vobis:Apud nullum inveni tantam fidem in Israel!10 Ακουσας δε ο Ιησους εθαυμασε και ειπε προς τους ακολουθουντας? Αληθως σας λεγω, ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.
11 Dico autem vobis quod multi aboriente et occidente venient et recumbent cum Abraham et Isaac et Iacob in regnocaelorum;11 Σας λεγω δε οτι πολλοι θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και θελουσι καθησει μετα του Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων,
12 filii autem regni eicientur in tenebras exteriores: ibi erit fletuset stridor dentium ”.12 οι δε υιοι της βασιλειας θελουσιν εκβληθη εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.
13 Et dixit Iesus centurioni: “ Vade; sicutcredidisti, fiat tibi ”. Et sanatus est puer in hora illa.
13 Και ειπεν ο Ιησους προς τον εκατονταρχον, Υπαγε, και ως επιστευσας, ας γεινη εις σε. Και ιατρευθη ο δουλος αυτου εν τη ωρα εκεινη.
14 Et cum venisset Iesus in domum Petri, vidit socrum eius iacentem etfebricitantem;14 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του Πετρου, ειδε την πενθεραν αυτου κατακοιτον και πασχουσαν πυρετον?
15 et tetigit manum eius, et dimisit eam febris; et surrexit etministrabat ei.
15 και επιασε την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος, και εσηκωθη και υπηρετει αυτους.
16 Vespere autem facto, obtulerunt ei multos daemonia habentes; et eiciebatspiritus verbo et omnes male habentes curavit,16 Και οτε εγεινεν εσπερα, εφεραν προς αυτον δαιμονιζομενους πολλους, και εξεβαλε τα πνευματα με λογον και παντας τους κακως εχοντας εθεραπευσε,
17 ut adimpleretur, quod dictumest per Isaiam prophetam dicentem:
“ Ipse infirmitates nostras accepit
et aegrotationes portavit ”.
17 δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος? Αυτος τας ασθενειας ημων ελαβε και τας νοσους εβαστασεν.
18 Videns autem Iesus turbas multas circum se, iussit ire trans fretum.18 Ιδων δε ο Ιησους πολλους οχλους περι εαυτον, προσεταξε να αναχωρησωσιν εις το περαν.
19 Etaccedens unus scriba ait illi: “ Magister, sequar te, quocumque ieris ”.19 Και πλησιασας εις γραμματευς ειπε προς αυτον, Διδασκαλε, θελω σοι ακολουθησει οπου αν υπαγης.
20 Et dicit ei Iesus: “ Vulpes foveas habent, et volucres caeli tabernacula,Filius autem hominis non habet, ubi caput reclinet ”.
20 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.
21 Alius autem de discipulis eius ait illi: “Domine, permitte me primum ire etsepelire patrem meum ”.21 Αλλος δε εκ των μαθητων αυτου ειπε προς αυτον? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον και να θαψω τον πατερα μου.
22 Iesus autem ait illi: “ Sequere me et dimittemortuos sepelire mortuos suos ”.
22 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι και αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους.
23 Et ascendente eo in naviculam, secuti sunt eum discipuli eius.23 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, ηκολουθησαν αυτον οι μαθηται αυτου.
24 Et eccemotus magnus factus est in mari, ita ut navicula operiretur fluctibus; ipse verodormiebat.24 Και ιδου, τρικυμια μεγαλη εγεινεν εν τη θαλασση, ωστε το πλοιον εσκεπαζετο υπο των κυματων? αυτος δε εκοιματο.
25 Et accesserunt et suscitaverunt eum dicentes: “ Domine, salvanos, perimus! ”.25 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εξυπνισαν αυτον, λεγοντες? Κυριε, σωσον ημας, χανομεθα.
26 Et dicit eis: “ Quid timidi estis, modicae fidei? ”.Tunc surgens increpavit ventis et mari, et facta est tranquillitas magna.26 Και λεγει προς αυτους? Δια τι εισθε δειλοι, ολιγοπιστοι; Τοτε σηκωθεις επετιμησε τους ανεμους και την θαλασσαν, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
27 Porro homines mirati sunt dicentes: “ Qualis est hic, quia et venti et mareoboediunt ei? ”.27 Οι δε ανθρωποι εθαυμασαν, λεγοντες? Οποιος ειναι ουτος, οτι και οι ανεμοι και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;
28 Et cum venisset trans fretum in regionem Gadarenorum,occurrerunt ei duo habentes daemonia, de monumentis exeuntes, saevi nimis, itaut nemo posset transire per viam illam.28 Και οτε ηλθεν εις το περαν εις την χωραν των Γεργεσηνων, υπηντησαν αυτον δυο δαιμονιζομενοι εξερχομενοι εκ των μνημειων, αγριοι καθ' υπερβολην, ωστε ουδεις ηδυνατο να περαση δια της οδου εκεινης.
29 Et ecce clamaverunt dicentes: “Quid nobis et tibi, Fili Dei? Venisti huc ante tempus torquere nos? ”.29 Και ιδου, εκραξαν λεγοντες? Τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου, Υιε του Θεου; ηλθες εδω προ καιρου να μας βασανισης;
30 Eratautem longe ab illis grex porcorum multorum pascens.30 Ητο δε μακραν απ' αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη.
31 Daemones autem rogabanteum dicentes: “ Si eicis nos, mitte nos in gregem porcorum ”.31 Και οι δαιμονες παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Εαν μας εκβαλης, επιτρεψον εις ημας να απελθωμεν εις την αγελην των χοιρων.
32 Et aitillis: “ Ite ”. Et illi exeuntes abierunt in porcos; et ecce impetu abiittotus grex per praeceps in mare, et mortui sunt in aquis.32 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε. Και εκεινοι εξελθοντες υπηγαν εις την αγελην των χοιρων? και ιδου, ωρμησε πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την θαλασσαν και απεθανον εν τοις υδασιν.
33 Pastores autemfugerunt et venientes in civitatem nuntiaverunt omnia et de his, qui daemoniahabuerant.33 Οι δε βοσκοντες εφυγον και ελθοντες εις την πολιν, απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων.
34 Et ecce tota civitas exiit obviam Iesu, et viso eo rogabant, uttransiret a finibus eorum.
34 Και ιδου, πασα η πολις εξηλθεν εις συναντησιν του Ιησου, και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν να μεταβη απο των οριων αυτων.