Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 36


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et factum est in quarto deci mo anno regis Ezechiae, ascenditSennacherib rex Assyriorum super omnes civitates Iudae munitas et cepit eas.1 Εν τω δεκατω τεταρτω ετει του βασιλεως Εζεκιου ανεβη Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας επι πασας τας οχυρας πολεις του Ιουδα και εκυριευσεν αυτας.
2 Et misit rex Assyriorum Rabsacen de Lachis in Ierusalem ad regem Ezechiam inmanu gravi, et stetit in aquaeductu piscinae superioris in via agri fullonis.2 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ασσυριας τον Ραβ-σακην απο Λαχεις εις Ιερουσαλημ, προς τον βασιλεα Εζεκιαν, μετα δυναμεως μεγαλης. Και εσταθη εν τω υδραγωγω, της ανω κολυμβηθρας εν τη μεγαλη οδω του αγρου του γναφεως.
3 Et egressus est ad eum Eliachim filius Helciae, qui erat super domum, et Sobnascriba et Ioah filius Asaph a commentariis.3 Τοτε εξηλθον προς αυτον Ελιακειμ, ο υιος του Χελκιου, ο οικονομος, και Σομνας ο γραμματευς και Ιωαχ, ο υιος του Ασαφ, ο υπομνηματογραφος.
4 Et dixit ad eos Rabsaces: “Dicite Ezechiae: Haec dicit rex magnus, rex Assyriorum: Quae est ista fiducia,qua confidis?4 Και ειπε προς αυτους ο Ραβ-σακης, Ειπατε τωρα προς τον Εζεκιαν, Ουτω λεγει ο βασιλευς ο μεγας, ο βασιλευς της Ασσυριας? Ποιον ειναι το θαρρος, επι το οποιον θαρρεις;
5 Dixisti: “ Verbum labiorum est consilium et fortitudo adbellum”. Nunc super quem habes fiduciam, quia recessisti a me?5 Λεγεις, πλην ειναι λογοι χειλεων, Εχω βουλην και δυναμιν δια πολεμον. Αλλ' επι τινα θαρρεις ωστε απεστατησας εναντιον μου;
6 Ecce confidissuper baculum arundineum confractum istum, super Aegyptum; cui si innixus fuerithomo, intrabit in manum eius et perforabit eam: sic pharao rex Aegypti omnibus,qui confidunt in eo.6 Ιδου, θαρρεις επι την ραβδον του συντετριμμενου εκεινου καλαμου, επι την Αιγυπτον? επι του οποιου εαν τις επιστηριχθη, θελει εμπηχθη εις την χειρα αυτου και τρυπησει αυτην? τοιουτος ειναι ο Φαραω ο βασιλευς της Αιγυπτου προς παντας τους θαρρουντας επ' αυτον.
7 Quod si responderis mihi: “In Domino Deo nostroconfidimus”; nonne ipse est, cuius abstulit Ezechias excelsa et altaria etdixit Iudae et Ierusalem: “Coram altari isto adorabitis”?7 Αλλ' εαν ειπης προς εμε, Επι Κυριον τον Θεον ημων θαρρουμεν, δεν ειναι αυτος, του οποιου τους υψηλους τοπους και τα θυσιαστηρια αφηρεσεν ο Εζεκιας και ειπε προς τον Ιουδαν και προς την Ιερουσαλημ, Εμπροσθεν τουτου του θυσιαστηριου θελετε προσκυνησει;
8 Et nunc spondedomino meo regi Assyriorum, et dabo tibi duo milia equorum, si poteris ex tepraebere ascensores eorum.8 Τωρα λοιπον δος ενεχυρα εις τον κυριον μου τον βασιλεα της Ασσυριας, και εγω θελω σοι δωσει δισχιλιους ιππους, αν δυνασαι απο μερους σου να δωσης επιβατας επ' αυτους.
9 Et quomodo averteris faciem unius ex servis dominimei minoribus? Et tamen confidis in Aegypto, in quadriga et in equitibus;9 Πως λοιπον θελεις τρεψει οπισω το προσωπον ενος τοπαρχου εκ των ελαχιστων δουλων του κυριου μου, και ηλπισας επι την Αιγυπτον δια αμαξας και δια ιππεις;
10 etnunc, numquid sine Domino ascendi ad terram istam, ut disperderem eam? Dominusdixit ad me: “Ascende super terram istam et disperde eam” ”.10 Και τωρα, ανευ του Κυριου ανεβην εγω επι τον τοπον τουτον, δια να καταστρεψω αυτον; ο Κυριος ειπε προς εμε, Αναβα επι την γην ταυτην και καταστρεψον αυτην.
11 Et dixit Eliachim et Sobna et Ioah ad Rabsacen: “Loquere ad servos tuosAramaice; intellegimus enim. Ne loquaris ad nos Iudaice in auribus populi, quiest super murum ”.11 Τοτε ειπεν ο Ελιακειμ και ο Σομνας και ο Ιωαχ προς τον Ραβ-σακην, Λαλησον, παρακαλω, προς τους δουλους σου εις την Συριακην γλωσσαν? διοτι καταλαμβανομεν αυτην? και μη λαλει προς ημας Ιουδαιστι εις επηκοον του λαου του επι του τειχους.
12 Et dixit Rabsaces: “ Numquid ad dominum tuum et ad temisit me dominus meus, ut loquerer omnia verba ista? Et non potius ad viros, quisedent in muro, ut comedant stercora sua et bibant urinam suam vobiscum? ”.12 Αλλ' ο Ραβ-σακης ειπε, Μηπως ο κυριος μου απεστειλεν εμε προς τον κυριον σου και προς σε, δια να λαλησω τους λογους τουτους; δεν με απεστειλε προς τους ανδρας τους καθημενους επι του τειχους δια να φαγωσι την κοπρον αυτων και να πιωσι το ουρον αυτων με σας;
13 Et stetit Rabsaces et clamavit voce magna Iudaice et dixit: “ Audite verbaregis magni, regis Assyriorum:13 Τοτε ο Ραβ-σακης εσταθη και εφωνησεν Ιουδαιστι μετα φωνης μεγαλης και ειπεν, Ακουσατε τους λογους του βασιλεως του μεγαλου, του βασιλεως της Ασσυριας?
14 Haec dicit rex: Non seducat vos Ezechias, quianon poterit eruere vos.14 ουτω λεγει ο βασιλευς? Μη σας απατα ο Εζεκιας? διοτι δεν θελει δυνηθη να σας λυτρωση.
15 Et non vobis tribuat fiduciam Ezechias super Dominodicens: “Eruens liberabit nos Dominus; non dabitur civitas ista in manu regisAssyriorum”.15 Και μη σας καμνη ο Εζεκιας να θαρρητε επι τον Κυριον, λεγων, Ο Κυριος βεβαιως θελει μας λυτρωσει? η πολις αυτη δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.
16 Nolite audire Ezechiam. Haec enim dicit rex Assyriorum: Facitemecum benedictionem et egredimini ad me; et comedite unusquisque vineam suam etunusquisque ficum suam, et bibite unusquisque aquam de cisterna sua,16 Μη ακουετε του Εζεκιου? διοτι ουτω λεγει ο βασιλευς της Ασσυριας? Καμετε συμβιβασμον μετ' εμου και εξελθετε προς εμε? και φαγετε εκαστος απο της αμπελου αυτου και εκαστος απο της συκης αυτου και πιετε εκαστος απο των υδατων της δεξαμενης αυτου?
17 donecveniam et tollam vos ad terram, quae est ut terra vestra, terram frumenti etvini, terram panis et vinearum.17 εωσου ελθω και σας λαβω εις γην ομοιαν με την γην σας, γην σιτου και οινου, γην αρτου και αμπελωνων.
18 Ne illudat vos Ezechias dicens: “Dominusliberabit nos”. Numquid liberaverunt dii gentium unusquisque terram suam demanu regis Assyriorum?18 Μη σας απατα ο Εζεκιας, λεγων, Ο Κυριος θελει μας λυτρωσει. Ελυτρωσε τις εκ των θεων των εθνων την γην αυτου εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας;
19 Ubi sunt dii Emath et Arphad? Ubi sunt dii Sepharvaim?Numquid liberaverunt Samariam de manu mea?19 Που οι θεοι της Αιμαθ και Αρφαδ; που οι θεοι της Σεφαρουιμ; μηπως ελυτρωσαν εκ της χειρος μου την Σαμαρειαν;
20 Quinam ex omnibus diis terrarumistarum eruerunt terram suam de manu mea? Numquid eruet Dominus Ierusalem demanu mea? ”.
20 Τινες μεταξυ παντων των θεων των τοπων τουτων ελυτρωσαν την γην αυτων εκ της χειρος μου, ωστε και ο Κυριος να λυτρωση την Ιερουσαλημ εκ της χειρος μου;
21 Et siluerunt et non responderunt ei verbum; mandaverat enim rex dicens: “Ne respondeatis ei ”.21 Εκεινοι δε εσιωπων και δεν απεκριθησαν λογον προς αυτον? διοτι ο βασιλευς ειχε προσταξει, λεγων, Μη αποκριθητε προς αυτον.
22 Et ingressus est Eliachim filius Helciae, qui eratsuper domum, et Sobna scriba et Ioah filius Asaph a commentariis ad Ezechiamscissis vestibus; et nuntiaverunt ei verba Rabsacis.
22 Τοτε Ελιακειμ ο υιος του Χελκιου, ο οικονομος, και Σομνας ο γραμματευς, και Ιωαχ ο υιος του Ασαφ, ο υπομνηματογραφος, ηλθον προς τον Εζεκιαν με διεσχισμενα ιματια και απηγγειλαν προς αυτον τους λογους του Ραβ-σακη.